Ολοι αυτοί οι μοναχικοί άνθρωποι πού ανήκουν;»
BEATLES
Και να στοιχειώνει η βροχή, παρέα με το καυσαέριο, τα τζάμια στο δωμάτιο, τα στόρια ανοιχτά και να φωνάζει η μαμά «θα μπουν νερά μέσα, όλα εγώ πρέπει να στα λεω» και να τρέχει με το χαλάκι και τα σφουγγαρόπανα. Κι έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή – θολές είναι όλες οι νύχτες στην Αθήνα (η Αθήνα δακρύζει με τη βροχή καθώς τα εργοστάσια τη φτύνουν, οι τσιμινιέρες την περιγελάνε, τα αυτοκίνητα ασελγούν πάνω της…).
Και το δωμάτιο δεν το μοιράζεσαι πια με τον αδερφό σου. Γιατί ο αδερφός σου παντρεύτηκε ή πήγε φαντάρος ή πήγε να σπουδάσει αεροναυπηγός στην Αγγλία, ή βρόντηξε ένα βράδυ μια πόρτα «σας βαρέθηκα όλους εδώ μέσα» και μείνανε οι γονείς να ρίχνουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλο και πάει τώρα η μάνα που και που και τον χαρτζιλικώνει τάχα μου κρυφά από τον πατέρα, κι εσύ έκλεισες την πόρτα του δωματίου. Και θα ‘θελες να μην την ανοίξεις ποτέ.
Τα λεφτά δε φτάνουνε ποτέ, το λεει κι ο πατέρας κλείνοντας την εφημερίδα «να τις βράσω τις αυξήσεις, στα όρη στα άγρια βουνά πήγε ο τιμάριθμος». Και κλείνεις την πόρτα για μια ακόμα φορά.
Το πικάπ παλιό κι οι δίσκοι θέλουν συντήρηση. Εχεις ένα ειδικό βαλιτσάκι και τους πιάνεις άκρη-άκρη να μη λερωθούν. Τους πετάς εδώ κι εκεί, τους παίρνει μετά η μαμά, τους τοποθετεί άλλ’ άντ’ άλλων, αλλού ο δίσκος, αλλού το εξώφυλλο και βάζεις τις φωνές «σου ‘χω πει εκατό φορές να μη συγυρίζεις τα πράγματά μου» κι εκείνη «και τι να κάνω, αχούρι είναι το δωμάτιό σου».
Το κορίτσι
Και στοιβάζονται οι Μπήτλς, ο Θεοδωράκης, ο Σαββόπουλος, ο Μικρούτσικος ή ο Πάριος ίσως, «μη φεύγεις μη, με πόνο σου φωνάζω» κι εσύ κλαις γιατί τσακώθηκες με το αγόρι σου γιατί σου είπανε πως τον είδανε με τη Σούλα χέρι-χέρι. Και πιάνεις να σκίσεις τη φωτογραφία του. Αλλά δεν τη σκίζεις.
Και στον τοίχο ρωγμή. Την κρύβεις με το πόστερ που δείχνει ένα στρατιώτη να πετάει το όπλο λυγώντας “Why?”.
Και τα χρόνια που θα ‘ρθουν, ρωγμή. Στην άκρη η τουαλέτα με τη λοσιόν της ακμής, το σετ χτενίσματος που σου έκανε δώρο η θεία τα Χριστούγεννα με τα λουλουδάκια και τα επισημωμένα ροκοκό ντενεκεδάκια. Και δίπλα η άλλη βούρτσα, η πλαστική, που είναι για κάθε μέρα και το βερνίκι των νυχιών για τις ώρες που δεν πας σχολείο και όταν τα πρωτοείδε ο μπαμπάς τα νύχια ροζ βαμμένα, «εμένα η κόρη μου δεν είναι τσούλα, να μη σε ξαναδώ έτσι» αλλά φαίνεται πως όταν έλειπες η μαμά τον έβαλε πόστα γιατί όταν τα βάφεις πια ο μπαμπάς κάνει πως κοιτάει έξω και «μετά το φροντιστήριο γραμμή σπίτι».
Μόνη στο δωμάτιο με το σατέν κάλυμμα, που σιχαίνεσαι αλλά δε σ’ αφήνουν να το βγάλεις, μόνη με τα βιβλία, να διαβάσεις Φυσική.
Βυθίζεσαι σε υπολογισμούς «έχω οχτώ, αν γράψω για δώδεκα, παίρνω τη βάση, αλλά αυτή η στρίγγλα η φυσικού δε με χωνεύει κι αν μείνω μεταξεταστέα, ποιος τον ακούει τον μπαμπά μετά, τα αρχαία δεν τα φοβάμαι με δεκατέσσερα, τι διάολο δε θα γράψω για δέκα, μόνο τη μετάφραση…».
Και σκυλοβαριέσαι τους μετασχηματιστές και τις λυχνίες, πάει τελείωσε δε θα διαβάσεις. Εξάλλου η φυσικού έχει φτάσει στο Μ, σε πέρασε εσένα που είσαι Κ, αλλά πάλι αν της έρθει το ξινό της, μυστήρια γυναίκα, τι θα της πεις εσύ, «φτάσατε στο Μ μαντάμ, τώρα τι λαχτάρα είναι αυτή που μου κάνετε;».
Μόνη με τη βροχή, κι οι δικοί σου είπανε θα φύγουν για χαρτιά και δε λένε να το κουνήσουν. Κοντεύει εννιά και στις εννιά θα πάρει ο Γιώργος γιατί του είπες πως θα είσαι μόνη στο σπίτι. Και τώρα θα αναγκαστεί πάλι να το κλείσει στα μούτρα των γονιών σου. Και ξεμυτάς «άντε, δε θα φύγετε;» και η μαμά «θα φύγουμε ό,τι ώρα θέλουμε, εσένα τι σε νοιάζει;» γιατί κάτι σούρτα-φέρτα έχει μυριστεί, σου το πέταξε κι απ’ έξω απ’ έξω «να το πάρει χαμπάρι, θα σε σκοτώσει ο πατέρας σου».
Θυμάσαι εκείνο το χαστούκι; Εφτασες μετά το πάρτι ακροπατώντας, αλλά σε περίμεναν ξύπνιοι κι έφαγες ένα φούσκο ξεγυρισμένο «η κόρη η δικιά μου» και τα ρέστα, δεν έκλαψες, λύσσαξες μόνο «να φύγω απ’ αυτό το σπίτι να ησυχάσετε κι εσείς, να ησυχάσω κι εγώ». Κι ήρθε μετά η μάνα σου, «γιατί βρε παιδάκι μου μας στεναχωρείς, εμείς το καλό σου θέλουμε», «ναι, αλλά τα άλλα κορίτσια…», «δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν τα άλλα κορίτσια, το δικό μου μ’ ενδιαφέρει, να μην πει κι ο κόσμος, μάνα δεν έχει να το φροντίσει;».
Και μάνα και πατέρα και σε φρόντισαν δεόντως. Κι εσύ άρχισες τα ψέματα: «Θα πάω με τη Μαίρη σινεμά» και στη Μαίρη «πρόσεχε μην πάρεις σπίτι, είπα ότι είμαστε μαζί». Και συναντάς το Γιώργο στη γωνία να βλαστημάει γιατί πάλι τον έστησες. Και προσπαθείς να του εξηγήσεις ότι δεν είναι πάντα εύκολο να την κοπανάς και να είσαι στην ώρα σου, αλλά δεν το καταλαβαίνει.
Και μετά σου γελάει και σε αγκαλιάζει καθώς πηγαίνετε στην καφετέρια να βρείτε τα παιδιά ή να μείνετε λίγο μόνοι σας και παραγγέλνεις παγωτό Σικάγο κι εκείνος ένα εσπρέσο κι ανάβει τσιγάρο.
Καπνίζεις κι εσύ αλλά δεν είσαι σίγουρη ότι σου πολυαρέσει. Φοράς το μπλού-τζήν και το φαρδύ πουλόβερ κι όταν σε βλέπει η μάνα την πιάνει η ψυχή της «κοριτσάκι είσαι, βάλε και μια φουστίτσα της προκοπής», αλλά ούτε οι φουστίτσες σου της αρέσουν. Κι όταν αποφασίζεις να σου αγοράσει με το γούστο της, σε πιάνει εσένα η ψυχή σου.
Το Γιώργο τον αγαπάς. Είσαι σίγουρη. Στο σχολείο πάει σε μια τάξη μεγαλύτερη. Και στο φροντιστήριο πηγαίνετε μαζί. Λεει πως δε θέλει να σπουδάσει γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα είναι “σκατά”, θα ήθελε να ταξιδέψει στο Θιβέτ. Δε συμφωνείς απόλυτα μαζί του, αλλά δεν του λες τίποτα.
Τόλμησες και τον προγαμιαίο έρωτα. Ομως είσαι ακόμα μπολιασμένη με τις ιδέες «άλλο ο άντρας, άλλο η γυναίκα». Και κάπου βαθιά μέσα σου υποψιάζεσαι πως κι ο Γιώργος δεν τις έχει ξεπεράσει απόλυτα.
Γι’ αυτό όταν σου μιλάει για μοντέλα αυτοκινήτων κάνεις πως ενδιαφέρεσαι. Δεν μπορείς να του πεις πως μόνο το Βόλκς-Βάγκεν ξεχωρίζεις γιατί μοιάζει με βάτραχο. Κι όμως κάπου σε κάποιες στιγμές έρχεστε πιο κοντά. Και τότε είστε πιο ερωτευμένοι ακόμα.
Κάνετε έρωτα στην γκαρσονιέρα ενός φίλου του. Στην αρχή αυτό δε σου άρεσε. Μετά το συνήθισες. Ισως δε νιώθεις ακόμα σπουδαία πράγματα. Αργότερα μπορεί…
Που να το φανταζόταν η μαμά, έτσι δεν είναι; Να ήσουνα αρραβωνιασμένη θα ‘κλεινε τα μάτια. Αν όμως το μάθαινε τώρα, χαμός θα γινόταν στο σπίτι. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις. Και να κλειδώνεις τα χάπια. Καμιά φορά πιάνεις και γράφεις παθιασμένα γράμματα σε νεανικές στήλες. Μετά σωπαίνεις πάλι…
Βροχή. Κι ο διαχειριστής λες και πληρώνει από την τσέπη του το πετρέλαιο. Τα καλοριφέρ παγωμένα κι οι δικοί σου ακόμα να φύγουν. Οπου να ‘ναι θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Κι ο πατέρας σου θα το κλείσει έξαλλος «θα ‘θελα να ‘ξερα ποιος είναι αυτός ο ηλίθιος». Κι εσύ εκνευρίζεσαι, αλλά τι να πεις; «Ξέρετε ο Γιώργος είναι και δεν είναι καθόλου ηλίθιος και να μου κάνετε τη χάρη»; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα.
Ανοίγεις την τηλεόραση. Οι “Αγγελοι του Τσάρλυ” κάνουν πράματα και θάματα. Τι κούκλες Χριστέ μου.
Κι εσύ έχεις ακόμα μπιμπίκια στο πρόσωπο.
Το αγόρι
Δεν είναι δουλειά αυτή. Παίρνεις το τηλέφωνο και βγαίνει πάλι ο πατέρας της. Αφού σου είπε ότι θα φύγουν. Ε, λοιπόν, αυτή η κοπέλα μερικές φορές είναι εκνευριστική. Στο βάθος όμως είναι πολύ εντάξει. Κι ενδιαφέρεται και για μοντέλα αυτοκινήτων. Σπάνιο για κορίτσι…
Μερικές φορές τα βρίσκεις σκούρα. Σαν τότε που σου ζήτησες να της λύσεις τις ασκήσεις στη Φυσική και ‘σύ δεν καταλάβαινες τίποτα.
Βρέχει. Αυτός ο διαολόκαιρος σου ‘χει σπάσει τα νεύρα. Εξω τα κλάξον έχουν πάθει υστερία. Καλά που δεν έχεις να βγεις. Σε πήρε κι ο Θανάσης τηλέφωνο να σου αναγγείλει ότι βρήκε καινούργια γκόμενα. Αμάν πια, αμάν. Σε έχει πρήξει με τις γυναίκες. Και πια όλες ξερές μένουνε με τις σεξουαλικές του επιδόσεις.
Σε πλήγωνε πολύ όταν μαζευόσασταν όλοι στην τουαλέτα, παιδιά στο Δημοτικό, να μετρήσετε ποιος έχει μεγαλύτερο πουλάκι. Σ’ ενοχλούσε αλλά που να το δείξεις. Ελεγες κι εσύ περισσότερα βρωμόλογα από τους άλλους.
Γλυκό που είναι το χέρι της στο σκοτάδι του σινεμά. Το κρατάς σφιχτά και ζεσταίνεται. Αφαιρείσαι, θέλεις να την αγκαλιάσεις, να την φιλήσεις πολύ δυνατά και πολύ αγαπημένα. Μια φορά όμως που το ‘κανες, άκουσες από πίσω «Ζάππειο το κάναμε εδώ μέσα;». Και μαζεύτηκες. Και δεν τη φιλάς πια.
Τα θέλεις αυτά τα ηχεία. Τα θέλεις. Να θα το ‘βαζες το ‘να πλάι στο κρεβάτι, το άλλο κοντά στην πόρτα. Στη βιβλιοθήκη σου Λουντέμης “Ενα παιδί μετράει τα’ άστρα”, άστρα στην Αθήνα! Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε!
Νιώθεις απόλυτα μόνος με την τηλεόραση να παίζει τους “Αγγελους του Τσάρλυ”, ωραίες γυναίκες αλλά κρύες, και τη μάνα σου κάτι να γκρινιάζει και τον πατέρα σου «ήρθα στο σπίτι να βρω λίγη ησυχία». Γιατί σήμερα που βρέχει, θέλεις τόσο να κλάψεις; Γιατί σε μάθανε πώς μόνο οι γυναίκες κλαινε;
Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη του μπάνιου. Δεν έχεις ποντίκια στα μπράτσα. Μια φορά που της το είπες γέλασε και σου απάντησε πως οι άντρες με τα ποντίκια της φαίνονται γελοίοι. Ενιωσες ανακούφιση…
Θυμάσαι; Τη συνάντησες στο διαμέρισμα πρώτη φορά, μουτρωμένη μαζί με μια φίλη της να υπολογίζουνε πως γράψανε χημεία στο πρόχειρο διαγώνισμα. Χαιρέτησες τη φίλη της κι έφυγες. Σου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Δεν ήταν όμορφη, αλλά είχε τύπο. Μετά ανακάλυψες ότι πάτε και στο ίδιο φροντιστήριο. Περπατήσατε μια-δυο φορές μαζί… Ενα βράδυ, την έπιασες από το χέρι και τσάτρα-πάτρα, της είπες ότι σου αρέσει. Τσάτρα-πάτρα στο είπε κι εκείνη. Το βράδυ ήταν ζεστό και την αγαπούσες. Αλλά αυτό δεν της το είπες.
Δεν θα σταματήσει να βρέχει ποτέ στον αιώνα. Λες και το κάνει επίτηδες. Θα ‘θελες να ανάψεις τσιγάρο αλλά θα δει ο πατέρας τον καπνό από τη σχισμή της πόρτας.
Θα ‘θελα να σε δω από κοντά. Να σου πω πώς αυτή η πόλη έχει το θράσος να μεγαλώνει παιδιά, να τα κάνει έφηβους, από τα γεννοφάσκια τους. Αυτή η πόλη έχει καφετερίες για σένα και σινεμά και μπιλιάρδα γιατί δεν έχει πια αλάνες.
Αυτήν την πόλη την κοιτάνε τα παιδιά της επαρχίας, πίσω από το βρεγμένο τζάμι σου. Κι εσύ που είσαι από μέσα, φορώντας κοτλέ σωλήνα παντελόνι, μπουφάν και μοντγκόμερυ, βλέπεις το γκρίζο πιο πολύ από όλα τα χρώματα την ώρα της παράδοσης των Μαθηματικών.
Τη βλέπεις αυτήν την πόλη που δε σε κανάκεψε σαν ήσουνα μικρός, δε σου χάρισε κανένα πράσινο λιβάδι ποτέ, καμιά φούχτα άστρα να τα μετρήσεις ποτέ, αλλά μονάχα ορόφους, ορόφους τον έναν πάνω στον άλλο, αυτοκίνητα, σκουπίδια σε κάθε γωνία και κυλιόμενες σκάλες της συμφοράς.
Οταν η βροχή θα σταματήσει θα πας να κοιμηθείς. Σήμερα δεν τα κατάφερες να της μιλήσεις.
Αραγε, θα σε περιμένει μετά το στρατιωτικό;
Ελενα Ακρίτα
"από την Ελενα με χαμόγελο!"
1981