Δευτέρα, Μαρτίου 03, 2014

Ο χαρταετός

Ηταν Καθαρά Δευτέρα, όταν η αλήθεια μου αποκαλύφθηκε.
Ημουν έντεκα χρονών τότε, τη μέρα της επιφοίτησής μου. Παρακολουθούσα θυμάμαι τους χαρταετούς να διασπείρονται, γαλαζωπές στάμπες στον καμβά του ουρανού. Παρακολουθούσα από το παράθυρο του δωματίου μου, αφού εγώ κι οι δικοί μου ποτέ δεν είχαμε πετάξει χαρταετό οι ίδιοι. Οι χαρταετοί τινάζονταν και τρεμούλιαζαν, σαν παρδαλά σπερματοζωάρια που πασχίζουν να βρουν τον δρόμο τους προς το ωάριο του ήλιου.
Παρακολουθούσα τη θαυμαστή γονιμοποίηση της ουράνιας μήτρας και αναρωτιόμουν τι παιδί θα έβγαινε από μία πιθανή ένωση ανάμεσα σε ένα χαρταετό και τον ήλιο. Φανταζόμουν τους χαρταετούς να καλπάζουν ξέφρενα προς την ποθητή, γόνιμη σφαίρα θερμότητας. Αυτός που θα υψωνόταν ψηλότερα θα ήταν και ο τυχερός που θα τη γονιμοποιούσε. Το βλαστάρι τους θα συνδύαζε τα καλύτερα στοιχεία των γονέων του: κάτι ακαταμάχητα όμορφο, θανατηφόρα εκτυφλωτικό, μονίμως εν πτήσει, με τάσεις αυτοκτονίας διά της ελεύθερης πτώσης του πάνω σε τηλεγραφόξυλα.

Ακόμα και πριν από εκείνη τη μοιραία Καθαρά Δευτέρα, είχα πλήρη επίγνωση πως ήμουν διαφορετικός, ίσως ούτε καν άνθρωπος. Δεν έμοιαζα με κανέναν άλλον άνθρωπο που γνώριζα. Οι άνθρωποι μού φαίνονταν χονδροειδείς και άξεστοι. Εγώ ήμουν διαφορετικός: γεμάτος πνοή, αέρα και χάρη. Εδώ πρέπει να παραδεχθώ βέβαια πως ούτε και οι γονείς μου μού φαίνονταν ιδιαίτερα ανθρώπινοι. Ομως τις ζωόμορφες ιδιότητές τους δεν θα τις χαρακτήριζε κανείς αξιοθαύμαστες, ιδρωμένοι όπως ήταν πάντοτε, με τις κόκκινες μουτσούνες τους, τις βλακώδεις τους όψεις. Eμοιαζαν με γουρούνια που προσπαθούν να καμωθούν τους ανθρώπους.

Στην αρχή, νόμιζα πως είμαι πουλί. Το μόνο που ονειρευόμουν ήταν να πετάω. Να αερολαμνώ πάνω από ερήμους σαν γύπας ή να μετεωρίζομαι πάνω από τα τερατώδη κτίρια μίας φουτουριστικής μητρόπολης, με τη μορφή ενός μεταλλαγμένου περιστεριού με κόκκινα μάτια και μαύρα φτερά. Φτεροκοπούσα κάθε βράδυ στον ύπνο μου, με αποτέλεσμα μερικές φορές να ξυπνάω εξαντλημένος, σαν να υπνοβατούσα... αν και στην πραγματικότητα, μονάχα ονειροπετούσα.

Με το πέρασμα των χρόνων, κοιτούσα τα πουλιά και τα παρατηρούσα, θεωρώντας τα αδελφούς και αδελφές μου, την αληθινή μου οικογένεια. Παρατηρούσα τα ράμφη και τα φτερά τους και έψαυα και το δικό μου πρόσωπο, πασχίζοντας να εντοπίσω κάποια εξόφθαλμη ομοιότητα. Πίστευα πως ο σκελετός και τα εσωτερικά μου όργανα θα έμοιαζαν όπως αυτά των πτηνών, και περίμενα με ανυπομονησία τη μέρα που θα μεταμορφωνόμουν σε ένα τεράστιο χελιδόνι.

Και τότε, την ενδεκάτη Καθαρά Δευτέρα της ζωής μου, τη μέρα που γιορτάζαμε το ξεκίνημα μιας περιόδου αποχής και εξαγνισμού, εγώ εξαγνίστηκα με άλλο τρόπο: δεν απείχα από το κρέας, απείχα από την ίδια την ανθρώπινη φύση, καταλήγοντας πως δεν είμαι μήτε άνθρωπος μήτε πουλί, παρά χαρταετός.
Δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Απλά το να παρατηρώ τις ετερόχρωμες πιτσιλιές στη γαλαζόφλεβη επιδερμίδα του ουρανού μού γεννούσε τέτοιο συναίσθημα συγκίνησης και οικειότητας που δεν γινόταν παρά να συγγενεύω μαζί τους. Ναι, ήμουν ένας χαρταετός. Ενας ολοζώντανος, ομιλών χαρταετός, χωρίς αμφιβολία, όμως δεν έπαυα να είμαι ένας. Ενας χαρταετός που είχε ξεστρατίσει από τον δρόμο του και είχε καταλήξει αποκομμένος, καταδικασμένος στη γήινη μιζέρια, εξόριστος από την ελευθερία των αιθέρων.
Λαχταρούσα να ενωθώ και πάλι με το είδος μου. Και υπήρχε άραγε καλύτερη στιγμή από την Καθαρά Δευτέρα για να συγχωνευθώ και πάλι με την αγέλη μου, τώρα που όλοι τους υψώνονταν ορατοί, επιδεικνύοντας περήφανα τα φτερά τους προτού αποδημήσουν σε άλλα κλίματα ή επιστρέψουν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους;

Κομμάτια ύφασμα, σπάγκος, κορδέλες: τα χρησιμοποίησα όλα για να στολίσω τον εαυτό μου, να νιώσω χαρταετός τόσο μέσα όσο και απ’ έξω. Τα κόλλησα όλα πάνω μου και επιθεώρησα τον εαυτό μου στον καθρέφτη: είχα γίνει όσο πιο χρωματιστός μπορούσα. Ημουν έτοιμος.

Στάθηκα στο παράθυρό μου, ξεφύσησα και πήδηξα.
Ορκίζομαι πως για μια στιγμή ένιωσα να μετεωρίζομαι, να παρασέρνομαι από τα ρεύματα του αέρα, ενώ χάζευα τους χαρταετούς-συντρόφους μου.

Μετά φυσικά κατέρρευσα στο έδαφος, στην μπροστινή αυλή της μονοκατοικίας μας. Η μητέρα μου βγήκε από την εξώπορτα τσιρίζοντας. Χωρίς να φοράει τα γυαλιά της εκείνη τη στιγμή, νόμιζε πως όλα τα πολύχρωμα πράγματα που έλουζαν το παιδικό μου κορμάκι από την κορφή ως τα νύχια ήταν αίμα και εντόσθια και άλλα υγρά που έρρεαν από μέσα μου.
Αργότερα έκανα εκατόν δεκαπέντε ράμματα. Οπως ήμουν ξαπλωμένος στο έδαφος μετά την πτώση μου, οι χαρταετοί στον ουρανό μού είχαν φανεί σαν μια αχανής κοσμοσυρροή από πετούμενα, τόσο πυκνή που σάστιζε τον ήλιο.

Είμαι τριάντα επτά ετών πλέον. Εδώ και καιρό έχω παρατήσει κάθε πεποίθηση ότι μπορεί να είμαι χαρταετός. Ή τουλάχιστον, έχω προσπαθήσει. Μετά την παταγωδώς αποτυχημένη μου παρθενική απόπειρα πτήσης, οι γονείς μου με πήγαν σε έναν ψυχοθεραπευτή που έμοιαζε να επιδεικνύει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την αντισυμβατική περίπτωσή μου.
Του άρεσε να αφηγούμαι τα όνειρά μου, να μιμούμαι τις κινήσεις του χαρταετού. Το όλο πράγμα είχε πλέον καταντήσει ανέκδοτο. Τόσο πολύ είχα αγανακτήσει με την ολοφάνερη βλακεία του που ξεφούρνιζα κάθε λογής σαχλαμάρες. Του εξήγησα πώς επικοινωνούσαν μεταξύ τους οι χαρταετοί. Εκρωξα κιόλας μερικές φράσεις στην καθομιλουμένη Χαρταετική. Του μίλησα για τους επίσημους τρόπους των σωστών χαρταετών όταν κάθονται στο τραπέζι, την κοινωνική ιεραρχία τους και τον θρύλο του Μεγάλου Γαλάζιου Χαρταετού, του γενναιότερού μας, που πέταξε ψηλά, ψηλότερα από όσο ποτέ τόλμησε χαρταετός και ήταν τόσο όμορφος που ο Ηλιος αποφάσισε να μην τον κάψει και του χάρισε τη ζωή.
Μου άρεσε να προγκάω τον ψυχαναλυτή μου με κάθε λογής πλάκες. Ημουν αποφασισμένος να τον οδηγήσω στην τρέλα. Μια μέρα, μπήκα στο γραφείο μου τυλιγμένος σε σπάγκο, ανακοινώνοντάς του πως ήμουν πλέον έτοιμος να επαναπατριστώ, να πετάξω πίσω στην πατρίδα μου, την ορεινή κοινότητά μας κάπου στις Ανδεις, εκεί όπου όλοι οι χαρταετοί ζούμε μαζί με ειρήνη και αγάπη, εισπνέοντας τον δροσερό αέρα του υψόμετρου. Μιαν άλλη φορά, μπήκα στην κλινική χέρι χέρι με έναν θαυμάσιο μωβ χαρταετό, που έσπευσα να συστήσω ως τη μέλλουσα γυναίκα μου.
Ηταν ωραίες μέρες εκείνες. Εκείνος ο βλάκας με έκανε να ξεκαρδίζομαι. Και η μικρή μου παράσταση κράτησε μέχρι το τέλος της εφηβείας μου, οπότε και κουράστηκα να υποκρίνομαι πια.

Ωστόσο, έκτοτε, όσο πολύχρωμοι και αιθέριοι είναι οι χαρταετοί, τόσο άχρωμη και δέσμια της γης είναι η ζωή μου. Αρχισα να δουλεύω σε ένα γραφείο. Να ψοφάω στη δουλειά. Και καθώς πέρασαν τα χρόνια, λησμόνησα τις χαρταετικές μου ρίζες. Εγινα ένας χαρταετός κολοβός, στερημένος από χρώμα και χαρά, αποχρωματισμένος και άπτερος.

Μέχρι σήμερα.

Σήμερα κάτι άλλαξε.

Είναι Καθαρά Δευτέρα σήμερα. Κάθε Καθαρά Δευτέρα εδώ και πέντε χρόνια, οδηγώ μέχρι το Λαύριο, σε μία βιομηχανική ζώνη με βλοσυρούς, σκονισμένους λόφους και εγκαταλειμμένα εργοστάσια. Αυτό το μέρος με κατευνάζει, έτσι αποκομμένο και μοναχικό που είναι. Στέκομαι εδώ, χαζεύοντας το πλήθος των διαφορετικών χαρταετών που αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Ταυτίζομαι με την καταθλιπτική αυτή περιοχή.

Είναι ένα αγόρι εδώ σήμερα. Είναι γύρω στα δεκαεπτά. Φοράει ένα ξεβαμμένο τζιν τζάκετ, φθαρμένο μπλου τζιν, ένα κίτρινο μπλουζάκι, γυαλιά ηλίου. Δεν φαίνεται να με έχει πάρει είδηση ή απλά δεν νοιάζεται. Προσπαθεί να πετάξει τον χαρταετό του.
Είναι ένας μεγάλος χαρταετός, σε χτυπητό πράσινο και κίτρινο χρώμα, από το πιο φτηνό υλικό. Είναι χαριτωμένος. Αλλά και σκισμένος. Κουρελιασμένος. Στολισμένος με τρεις-τέσσερις μεγάλες τρύπες. Δεν μπορεί να πετάξει. Ποτέ δεν θα πετάξει. Είναι σαν πουλί με σπασμένα φτερά. Χρειάζεται ευθανασία.
Και όμως, το αγόρι επιμένει. Κινείται μπρος-πίσω, προσπαθώντας να ωθήσει τον χαρταετό προς τα ψηλά, κυματίζοντάς το σαν ένα είδος ενοχλητικού λάβαρου, εκσφενδονίζοντάς τον με όλη του τη δύναμη σε μία τελευταία προσπάθεια να το πετάξει ψηλά και να το κρατήσει εκεί, ελπίζοντας πως τα ρεύματα του αέρα θα νιώσουν αρκετά γενναιόψυχα για να συμμορφωθούν... λες και δεν είναι σκισμένος ο χαρταετός... λες και το αγόρι δεν έχει μπερδευτεί άτσαλα στον ίδιο του τον σπάγκο.

Κάτι με συγκινεί σε αυτή την εικόνα. Εννοείται πως το αγόρι μού θυμίζει τον εαυτό μου και πως ο χαρταετός αναδίδει μια κάποια παρακμιακή ομορφιά, είναι όμως και κάτι άλλο: το πάθος. Οι απελπισμένες προσπάθειες του αγοριού να πετύχει το αδύνατο. Είναι προφανές πως ποτέ δεν θα πετάξει τον χαρταετό του και όμως το αγόρι προσπαθεί... προσπαθεί εις μάτην... για ώρες. Παρακολουθώ από απόσταση, υπνωτισμένος από τις επανειλημμένες κινήσεις του αγοριού και τον ατονικό βόμβο του αέρα. Πρέπει ήδη να έχει προσπαθήσει να πετάξει τον χαρταετό του τουλάχιστον δεκαπέντε-δεκάξι φορές. Βγάζω την Πολαρόιντ μου και αρχίζω να τραβάω φωτογραφίες του αγοριού. Κινείται με φρενίτιδα τριγύρω, σχεδόν εκστατικός, ένας Βάκχος όχι με οπλές τράγου αλλά με Levi's, και τα χρώματα μπλέκονται μεταξύ τους, τα χρώματα των ρούχων του και τα χρώματα του χαρταετού και γίνονται ένα, μία παλλόμενη ψυχεδελική θαμπάδα στην κάψα του μεσημεριού.

Τελικά, το αγόρι εγκαταλείπει την προσπάθεια. Σηκώνει τα χέρια του στον αέρα μια τελευταία φορά, σαν να υποκλίνεται στις δυνάμεις της φύσης, μια παράξενη παγανιστική χειρονομία, ευχαριστώντας τον άνεμο παρότι δεν τον ευνόησε σήμερα. Μετά μεταφέρει τον χαρταετό αργά, με τελετουργικό χαρακτήρα και τον ξεφορτώνεται στον μόνο κάδο που βρίσκεται εδώ. Είναι σαν κηδεία. Το αγόρι θρηνεί τον πεσόντα της μάχης, τον θνήσκοντα πολεμιστή. Στέκεται μπροστά στον σκουπιδοτενεκέ για λίγο. Μετά φεύγει.
Μισή ώρα αργότερα, πηγαίνω στον σκουπιδοτενεκέ. Τραβάω προς τα έξω τον ενταφιασμένο χαρταετό, τον ξεσκονίζω και τον εξετάζω. Είναι ο καθρέφτης μου.

Είναι βράδυ και γυρίζω σπίτι. Εχω φέρει και τον χαρταετό μαζί μου. Στην κρεβατοκάμαρα, βγάζω όλες τις φωτογραφίες που τράβηξα και τις απλώνω στο πάτωμα. Εξετάζω προσεκτικά πώς κινείτο το αγόρι, πώς τιναζόταν και πάσχιζε... Τις τοποθετώ σε χρονολογική σειρά: από την πρώτη προσπάθεια μέχρι την τελική παραίτηση. Τις μελετάω.
Περνάω τη νύχτα και τον ύπνο μου αγκαλιά με τον χαρταετό, χαϊδεύοντας απαλά το ξύλο και το μέταλλο και το σκισμένο πλαστικό.

Ξυπνάω. Εχω μια εξαιρετική ιδέα: να πετάξω τον χαρταετό. Εχω λίγο χοντρό σκοινί στην κουζίνα, δεύτερο συρτάρι απ’ τα αριστερά. Δένω τον χαρταετό στην πλάτη μου. Στέκομαι στο περβάζι του παραθύρου, ενθουσιασμένος, ένας νέος Ικαρος. Παίρνω μία βαθιά ανάσα. Πηδάω...

Ιπταμαι. Είμαι καταχαρούμενος. Ενα μεγάλο χαμόγελο χαράσσεται στο πρόσωπό μου.
Πω, πω Θεούλη μου. Φτάνω στον ήλιο. Μία μεγάλη, πορτοκαλιά τσιχλόφουσκα. Ηδη μπορώ να νιώσω τις αναζωογονητικές ηλιαχτίδες στο ξηρό μου δέρμα.

...Ξυπνάω.

Τι τέλειο όνειρο.

Δεν αξίζει μια προσπάθεια;

Πάω να ψάξω για εκείνο το χοντρό σκοινί στην κουζίνα, δεύτερο συρτάρι απ’ τα αριστερά.
Κωνσταντίνος Τζήκας
"Athens Voice"
17 Μαρτίου 2013