Κυριακή, Μαΐου 20, 2007

Το "μαγγανοπήγαδο"

«Και καταντά το αύριο πια
σαν αύριο να μη μοιάζει»

Κ.Π. Καβάφης
Θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ σήμερα ένα περιστατικό που συνέβη πριν από χρόνια και του οποίου υπήρξα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς. Το θυμήθηκα για κάποιο λόγο που δεν θα ‘θελα να τον συζητήσω. Είχε εντυπωθεί τότε στο μυαλό μου με τέτοια ένταση που μ’ έβαλε σε σκέψεις και νομίζω ότι και σας δεν θα σας αφήσει αδιάφορους, γιατί εξακολουθεί να διατηρεί το ενδιαφέρον του.
Ο κύριος Γιάννης και η κυρία Κούλα ήταν παντρεμένοι κοντά μια εικοσαετία και όλα αυτά τα χρόνια ήταν πάντα μαζί, αχώριστοι. Εμοιαζαν μονιασμένο αντρόγυνο. Τους έβλεπες παντού πλάι-πλάι, αλλά ένιωθες ότι ήταν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον.
Εκείνος δεν ήταν αντιπαθητικός ή άσχημος, μόλο που ο τύπος του ήταν κοινός. Ισως με τους φίλους του να ήταν ομιλητικός και κεφάτος. Εκείνη πάλι, θα μπορούσε να αρέσει σ’ έναν άνδρα και να ‘ναι ευχάριστη σε μια παρέα. Αλλά, να, κι οι δύο μαζί, ήταν σύζυγοι κι όσα είχαν να πουν μεταξύ τους τα είχαν ήδη πει και τα είχαν εξαντλήσει.
Θα μπορούσαν, ίσως, αν αποφάσιζαν να ομολογήσουν τι σκεπτόταν ο ένας για τον άλλον, να πουν μερικά πράγματα πολύ ενδιαφέροντα, που θα ήταν για τον καθένα μια αποκάλυψη. Αλλά αυτά τα κρατούσαν για τον εαυτό τους… Εκείνη πίστευε ότι ο άντρας της ήταν βαρετός, αδέξιος, αδιάφορος στις υποχρεώσεις του, ήταν και άβουλος. Τον αντιμετώπιζε με απαξιωτικό τρόπο και δεν παρέλειπε να του υπογραμμίζει τα λάθη και τις αδεξιότητές του. Εκείνος έβλεπε στη γυναίκα του μια αυταρχική και απαιτητική σύζυγο, αλλά υπέμενε μοιρολατρικά τη συμβίωση μαζί της.
Στο καφενεδάκι του μικρού γραφικού χωριού όπου τους συνάντησα εκείνη την Κυριακή, κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς να λένε λέξη μεταξύ τους. Ηταν σαν ξένοι. Σε μια στιγμή η κυρία Κούλα είπε στον άνδρα της:
- Κοίταξε αυτό το άλογο, που βγάζει νερό από το παλιό μαγγανοπήγαδο. Τι όμορφο που είναι!
Ο κύριος Γιάννης κοίταξε εκεί που του υπέδειξε η γυναίκα του. Και είδε. Μηχανικά έριξα και εγώ το βλέμμα μου στο σημείο εκείνο. Ηταν ένα μεγάλο περιβόλι, στο κέντρο του οποίου υπήρχε ένα πηγάδι. Γύρω του γυρνούσε δεμένο ένα γέρικο κοκαλιάρικο άλογο, με παρωπίδες στο κεφάλι. Γυρνούσε, γυρνούσε με ένα ύφος υποταγμένο και μοιρολατρικό, σαν να ήθελε να πει, μ’ αυτό το ύφος, ότι ήξερε πως αυτή είναι η δουλειά του και πως καμία άλλη δεν είχε να περιμένει στη ζωή του.
Ολο δεμένο στο πηγάδι θα ήταν κι όλο θα γύριζε γύρω-γύρω, κάνοντας χιλιόμετρα κάθε μέρα στον ίδιο τόπο. Ο μονότονος θόρυβος του παλιού μαγγανοπήγαδου ακουγόταν σαν θλιβερή μουσική μέσα στην ήρεμη ατμόσφαιρα του μικρού απομακρυσμένου χωριού. «Γκρρρ… γκρρρ… γκρρρ… γκρρρ» και τίποτ’ άλλο.
Ο κύριος Γιάννης αφαιρέθηκε κι έμεινε πολλή ώρα κοιτάζοντας το άλογο που γύριζε στο μαγγανοπήγαδο.
Αυτό το μαγγανοπήγαδο έμοιαζε με τη ζωή του. Κι αυτός είναι το άλογο που γυρίζει ατελείωτα γύρω του. Κοιτούσε τους κουβάδες που ανέβαιναν σε ίσα διαστήματα ο ένας ύστερα από τον άλλον, άδειαζαν το νερό και κατέβαιναν από την άλλη μεριά. Σαν τις μέρες που κυλούν ίδιες και μονότονες πάντα, η μία ύστερα από την άλλη. Και η μία ίδια με την άλλη, όπως οι κουβάδες. «Γκρρρ… γκρρρ…». Ο μονότονος θόρυβος ίδιος πάντα, σαν μια και μοναδική νότα. Το μαγγανοπήγαδο. Η δουλειά, το σπίτι… Τα ίδια λόγια, οι ίδια ασχολίες, οι ίδιες γκρίνιες… «Γκρρρ… γκρρρ…». Τα λόγια της γυναίκας του, ίδια και μονότονα κι αυτά σαν μια και μοναδική φάλτσα νότα. Και οι κουβάδες να γυρίζουν. Ξύπνημα το πρωί, ο καφές, η δουλειά, ίδια δουλειά πάντα, ίδιοι άνθρωποι, ίδιες κουβέντες. Και μετά στο σπίτι… το φαΐ. Οι παρατηρήσεις για κάτι που ξέχασε ή δεν έφερε στο σπίτι. Και οι ίδιες κουβέντες πάντα, στερεότυπες σαν μαθημένες απ’ έξω. Τι έγινε στη δουλειά. Τα πράγματα που ακρίβυναν, οι λογαριασμοί που πρέπει να εξοφληθούν και κάτι άλλα τέτοια, πάντα τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια. «Γκρρρ… γκρρρ…». Το μαγγανοπήγαδο… Κι ύστερα η Κυριακή! Η εκκλησία το πρωί, μαζί και οι δύο, το εξαιρετικό φαΐ το μεσημέρι, το κυριακάτικο γλυκό, η τηλεόραση και ύστερα το «πού θα πάμε σήμερα;»… Το μαγγανοπήγαδο… «Γκρρρ… γκρρρ…». Ολα ίδια, όλα. Τα λόγια, οι συνήθειες, οι σκέψεις, οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια. Και είναι είκοσι χρόνια τώρα έτσι. Είκοσι χρόνια είναι το άλογο που γυρίζει δεμένο γύρω από το πηγάδι κι ανεβάζει και κατεβάζει τους κουβάδες και κάνει χιλιόμετρα, μια ζωή ολόκληρη γύρω από το ίδιο κέντρο, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα έσκαζαν τα πρώτα μπουμπούκια της χειμωνιάτικης “άνοιξης”, το ρυάκι με το καθάριο νερό που τραγουδούσε στο πέρασμά του. Κι απάνω ο γαλάζιος ουρανός, πέρα οι γκριζοπράσινες σιλουέτες των βουνών…
Το καημένο το άλογο με τις παρωπίδες δεν έβλεπε τίποτα, με το κεφάλι κατεβασμένο στα λίγα μέτρα γης που “όργωνε” περπατώντας ατελείωτα.
Ο κύριος Γιάννης το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, σαν να είχε ταυτιστεί μαζί του. Για μια στιγμή σηκώθηκε και το πλησίασε. Εκείνο όλο γύριζε. «Γκρρρ… γκρρρ… γκρρρ…» αφοσιωμένο στη δουλειά του.
Εκείνη τη στιγμή πλησίασε και το αφεντικό του.
- Το έχεις καιρό σ’ αυτή τη δουλειά; τον ρώτησε ο κύριος Γιάννης.
- Εξι χρόνια!
- Εξι χρόνια!
(που είκοσι, θα συλλογίστηκε). Καλά, και δεν κουράζεται να κάνει όλο το ίδιο έξι χρόνια;
- Μπα, έχει συνηθίσει! Ετσι και το δέσω τώρα, θα αρχίσει μόνο του να γυρίζει χωρίς να του πω. Και δεν θα σταματήσει αν δεν το σταματήσω εγώ… Συνήθεια φίλε.
Ο κύριος Γιάννης πήγε κοντά στο άλογο. Του χάιδεψε τις κοκαλιασμένες πλάτες, το σκυφτό κεφάλι κι ακούμπησε το μάγουλό του στο δικό του…
Σε μια στιγμή τα μάτια του θόλωσαν. Καημένο άλογο. Να κατάλαβε άραγε πως είχε έναν αδελφό κοντά του; Πρέπει να κατάλαβε γιατί κούνησε το κεφάλι του δύο φορές.
Ο κύριος Γιάννης ξαναγύρισε σκεφτικός στη γυναίκα του. Φαινόταν ότι στο μυαλό του είχε το παλιό μαγγανοπήγαδο, το γέρικο άλογο και τους κουβάδες που ανεβοκατέβαιναν, ενώ στ’ αυτιά του θ’ αντηχούσε το μονότονο μούγκρισμα… «Γκρρρ… γκρρρ…».
Πλήρωσε το λογαριασμό του καφενείου κι ύστερα πλησίασε τη γυναίκα του που είχε προχωρήσει και τον περίμενε. Και χωρίς να μιλάνε, πλάι-πλάι, σαν δύο κατάδικοι δεμένοι με την ίδια αλυσίδα, κατηφόρισαν το δρομάκι του γραφικού χωριού, προς το αυτοκίνητό τους…
Εχω ακόμα την εικόνα τους στη σκέψη μου. Την εικόνα ενός ζευγαριού από τα τόσα που είναι ζωσμένα στο “μαγγανοπήγαδο”.

Νίκος Νάκος
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"
18 Μαρτίου 2007