Πέμπτη, Νοεμβρίου 21, 2013

Αυτό δεν είναι το χρέος της καρδιάς;


«Ευρόν πράσινην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως, Ζορμπάς» τηλεγραφούσε στον φίλο του Νίκο Καζαντζάκη από τα Σκόπια ο Ζορμπάς. Κι όταν αυτός του έγραφε ότι δεν μπορούσε, του απαντούσε: «Είσαι, και να με συμπαθάς αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες και συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες».
Οταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη περιοχή, δέσμευσαν το ορυχείο του και την παραγωγή μεταλλευμάτων. «Ο Ζορμπάς έσκασε από τον καημό του, πλάνταξε...» μας είχε πει ο συμπατριώτης του, λαογράφος Νικόλαος Σάρμας.

Το 1941 ο Καζαντζάκης έμαθε για τον θάνατο του Ζορμπά. Και η είδηση αυτή τον γέμισε απελπισία. Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» έγραψε: «Στο σπίτι με περίμενε ένα γράμμα με πένθιμο φάκελο, γραμματόσημο σέρβικο, κατάλαβα. Το κρατούσα και το χέρι μου έτρεμε. Γιατί να το ανοίξω; Μάντεψα ευθύς το πικρό μαντάτο. "Πέθανε, πέθανε", μουρμούρισα, κι ο κόσμος σκοτείνιασε. [...] Εκλεισα τα μάτια κι ένιωσα αργά, ζεστά, να κυλούν στα μάγουλά μου τα δάκρυα. "Πέθανε, πέθανε, πέθανε..." μουρμούριζα "ο Ζορμπάς ποτέ πια! Πέθανε το γέλιο, κόπηκε το τραγούδι". [...] Οχι λύπη, θυμός με συνεπήρε. "Αδικο! Αδικο!" φώναξα "τέτοιες ψυχές δεν πρέπει να πεθαίνουν. Πότε πια θα μπορέσει το χώμα, το νερό, η φωτιά, η τύχη, να πλάσουν ένα Ζορμπά;" [...] Ολη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. [...] Τι να κάμω, συλλογιζόμουν όλη τη νύχτα, τι να κάμω για να ξορκίσω το θάνατό του; Ανοιξε η καταπακτή του σπλάχνου μου, πετιούνται απάνω οι θύμησες, σπρώχνουν η μια την άλλη, βιάζουνται και ζώνουν αγριεμένες την καρδιά μου, ανοιγοκλείνουν το στόμα, φωνάζουν να περιμαζώξω από τη γης, από τη θάλασσα, από τον αέρα το Ζορμπά και να τον αναστήσω. Αυτό δεν είναι το χρέος της καρδιάς; Γι' αυτό δεν την έπλασε ο Θεός; ν' ανασταίνει τους αγαπημένους; Ανάστησέ τον!"».
"ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"
17 Νοεμβρίου 2013