Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Το αόρατο παλικάρι απ' τα Καμίνια

Ο Μιχάλης Τζανής είναι ένα παλικάρι γύρω στα εικοσιτέσσερα. Αυτός είναι το κεντρικό πρόσωπο στην παράξενη, μα αληθινή ιστορία που θα σας αφηγηθώ.
Ζει κι αυτός πέρα από τις γραμμές του τρένου. Ορφανός από πατέρα από έξι χρονών. Πολλοί θυμούνται ακόμη το απροσδόκητο εκείνο ατύχημα, στο Λιμάνι του Πειραιά, όταν η άγκυρα ενός γιγάντιου κρουαζιερόπλοιου ξέφυγε κι έπεσε με ορμή πάνω στο ρυμουλκό, που το μανούβραρε για να το δέσει. Το τσάκισε! Ο λιμενεργάτης που βρέθηκε λιωμένος κάτω από την άγκυρα ήταν ο πατέρας του. Η χήρα μάνα του, μια όμορφη μαυρομάτα Μικρασιάτισσα, τον μεγάλωσε ολομόναχη. Οι σκάλες σ’ όλα τα δημοτικά και γυμνάσια του Πειραιά και μετά στον Ο.Λ.Π. την ξέρουν απέξω κι ανακατωτά. Μετά έκανε τη λαντζέρισσα στο Τουρκολίμανο. Εκεί την πρωτογνώρισα.
Πολλοί προσφέρθηκαν να τη βοηθήσουν. Μα αυτή ακατάδεκτη, πεισματάρα, άπιαστη, χαίρονταν την υπερήφανη μοναξιά της κι έλεγε με νόημα στο αφεντικό της, το Νίκο Τζερεφό: «Κανείς κερατάς δε θα μου πιάσει τον κώλο. Τα χέρια μου να ’ναι καλά!».
Οσοι απελπίστηκαν περιμένοντας να της πιάσουν τον κώλο, άρχισαν σιγά σιγά να της κάνουν πιο σοβαρές προτάσεις. Οχι μόνον κάτι ρέμπελοι γλεντζέδες και χαρτοπαίκτες που ερεθίζονταν βλέποντας μια τόσο όμορφη γυναίκα να φεύγει από τα μαγαζιά στις δύο και τρεις το βράδυ, αυστηρή κι επίσημη, για το σπίτι της, λες και πήγαινε στην πρωινή λειτουργία. Μα και άνθρωποι που στέκονταν καλά στα πόδια τους, ακόμη και πετυχημένοι στις δουλειές τους. «Ελα μωρή να σου βρούμε έναν άνδρα, να σε ξεκουράσει, ν’ ακουμπήσεις κάπου…», της έλεγε το αφεντικό που τη γούσταρε απ’ ό,τι λέει.
Μόλις άκουγε η Μαρία κάτι τέτοιες προστατευτικές κουβέντες, συννέφιαζε το πρόσωπό της, τα μεγάλα, όλο φωτιά μάτια της μίκραιναν, το πολύ λεπτό μελαχρινό τριχάκι της σηκώνονταν ολόρθο, τα χείλη της έτρεμαν αγριεμένα και βρυχιόταν σαν αγρίμι: «Εχω μωρέ άνδρα, έχω… δε θέλω κανένα σας. Εχω το γιό μου».
Ετσι έλεγε, μα όλοι οι άνδρες πίστευαν πως δεν μπορεί… κάτι, κάτι κρύβει στην προσωπική της ζωή… κάποιο μυστικό υπάρχει… κάποιος άνδρας, δεν μπορεί, δε γίνεται τέτοια γυναίκα και να τα βγάζει μόνη της. Κι έτσι συνέχισαν να της την πέφτουν… μα πάντα άγαρμπα.
Πείσμα το πείσμα, δουλειά τη δουλειά, τα χρόνια πέρασαν –ούτε που το κατάλαβε, λέει η Μαρία- μεγάλωσε το γιό της, τον σπούδασε στο Πολυτεχνείο, έφτιαξε κι ένα δικό της συνεργείο καθαρισμού με κάτι Βορειοηπειρώτισσες, άρχισε να κάνει οικονομίες και τώρα τα φετινά Χριστούγεννα την περιμένει μια μεγάλη διπλή χαρά.
«Επιτέλους», μου είπε, «δικαιώνονται οι κόποι όλης της ζωής μου. Φεύγουμε από την ποντικότρυπα που ζήσαμε στα Καμίνια, πήραμε διαμέρισμα. Κι ο Μιχάλης που προσελήφθηκε με μισθό μηχανικού παραγωγής, εδώ απέναντι στην Πειραιώς, στο φιλτράρισμα των λαδιών, στην “Ελαϊς”… κι ας έχει ένα χρόνο ακόμη να τελειώσει τους χημικούς μηχανικούς στο Πολυτεχνείο. Επιτέλους γέλασε το χείλι μου. Αυτά είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα μου εδώ και δεκαοχτώ χρόνια, από τότε που έχασα τον άνδρα μου…». Ετσι μου ‘πε πριν μια βδομάδα η Μαρία Τζανή κι είδα από κοντά πόσο πιο τραβηχτική και ζεστή έγινε η παλιά άγρια ομορφιά της χήρας, τώρα που σαραντάρισε.
Ομως, ο γιος της ο Μιχάλης, παραμονή Χριστουγέννων το απογευματάκι ένιωθε πολύ παράξενα. Δεν καταλάβαινε γιατί βρέθηκε πεσμένος, τέτοια μάλιστα ώρα, δίπλα στα φανάρια, έξω από την “Ελαϊς”, εκεί που διασταυρώνεται η Πειραιώς με τον κάθετο δρόμο που οδηγεί στο γήπεδο Καραϊσκάκη. «Παράξενο, παράξενο», συλλογίστηκε. «Κι αυτό το βουητό στ’ αυτιά μου, κι αυτή η ζαλάδα… τι στο καλό;..». Ομως ξεκίνησε απορημένος μα χαρούμενος για το σπίτι με τον πρώτο μισθό και το δώρο στην τσέπη.
Πέρασε στην Πειραιώς απέναντι και στην αρχή της Δωδεκανήσου, στο δρόμο που οδηγεί στην πλατεία στα Καμίνια, βλέπει δύο γειτόνισσες του, τη Βάσω και την Ελένη –η Βάσω ήταν συμμαθήτριά του- με κάπως σκεφτικό και περίλυπο ύφος. «Για πού το βάλατε ρε κορίτσια;», λέει με όσο πιο χαρούμενο ύφος μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Μα αυτές σταμάτησαν απότομα, κοίταξαν καταπάνω του, γούρλωσαν τα μάτια τους κι έντρομες και κατάπληκτες ξεφώνισαν: «Παναγιά μου, Παναγιά μου!» και το ‘βαλαν στα πόδια.
Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του. Τέτοια ακατανόητη και προσβλητική συμπεριφορά από τόσο οικεία πρόσωπα! Ασε που η Βάσω τον ζαχάρωνε και για γαμπρό! «Τι στο διάολο; Τρελάθηκαν… Χριστουγεννιάτικα; Καλά και οι δυο μαζί;». Ετσι μονολογούσε ο Μιχάλης. Ομως προχωρεί παρακάτω στη Δωδεκανήσων, μη βγάζοντας βέβαια άκρη από τα όσα του συνέβαιναν μέχρι στιγμής αυτό το γιορτινό απόγευμα.
Στο φούρνο κοντοστάθηκε να κάνει τη συνηθισμένη καζούρα στον Αντώνη, έναν άρρωστο Ολυμπιακάκια και μόνιμο ασυμφιλίωτο εχθρό του εκάστοτε προπονητή της ομάδας. «Τι έγινε ρε νούμερα πάλι ισοπαλία στο Καραϊσκάκη;», του φωνάζει γελαστά. Μα ο Ανέστης που πάντα αγαπούσε και θαύμαζε τον Μιχάλη, ήτανε βλέπετε το καμάρι της γειτονιάς, κερώνει, κομπιάζει, τα χριστουγεννιάτικα τσουρέκια πέφτουν από τα χέρια του, οπισθοχωρεί έντρομος, μια γνωστή γειτόνισσά του που διάλεγε κουραμπιέδες σταυροκοπιέται και το βάζει στα πόδια…
Οπως έφευγε πέφτει πάνω στο λαχειοπώλη, τον Πεπίτο, ένα αλαφροΐσκιωτο ψώνιο που τον πειράζουν όλοι στα Καμίνια για να περάσουν την ώρα τους. «Δώσε ρε Πεπίτο ένα Κρατικό Λαχείο μπας κι αλλάξει η τύχη μας». Μα ο Πεπίτο κλαίει μ’ αναφιλητά πέφτει στα γόνατα στο πεζοδρόμιο και προσεύχεται ξεφωνίζοντας ικετευτικά προς τη Μαρία που ξεγεννά απόψε, όπως και δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, το δικό της γιο. Ο Μιχάλης πάγωσε… «Κάτι συμβαίνει με μένα σήμερα…», είπε. «Μα τι; Ας πάω σπίτι να δω τι γίνεται. Ολοι τρέμουν από φόβο και φεύγουν μόλις ακούσουν τη φωνή μου… Ολοι…».
Στην πλατεία βλέπει το Χρίστο, τον ταξιτζή, που ήταν και τριτεξάδελφός του από το σόι του πατέρα του… «Ρε Χρίστο, πέταξέ με σπίτι γιατί βιάζομαι, κάτι τρέχει με μένα… Φοβάμαι μην έπαθε τίποτα η μάνα μου!». Μα ο Χρίστος τινάζεται, ορμά μέσα στο ταξί, κλείνει σαν κυνηγημένος με πάταγο την πόρτα, βάζει μπροστά ξέφρενος τη μηχανή, μαρσάρει, πατάει γκάζι και χάνεται σαν τρελός στα λασπωμένα σοκάκια της συνοικίας.
Ο Μιχάλης έχει καταρρεύσει πια. Σέρνεται… Μια παγωνιά κρυσταλλιάζει το αίμα του, τα μέλη του. Κάτι συνταρακτικό, κάτι φρικιαστικό πρέπει να συμβαίνει μ’ αυτόν, μα δεν ξέρει τι. Ο κόσμος που τόσο αγάπησε, τον προσπερνά βιαστικός, φορτωμένος με τα χριστουγεννιάτικά ψώνιά του. Το παλικάρι που το όνομά του ψιθύριζαν οι φτωχές μάνες σαν παράδειγμα στα παιδιά τους για να διαβάζουν και τα κορίτσια της συνοικίας του χάριζαν τα πρώτα χτυποκάρδια τους και τα ερεθιστικά τους γελάκια, το ορφανό που ανάστησε η όμορφη χήρα μάνα του, η πλύστρα, η Μαρία, ο αριστούχος φοιτητής του Πολυτεχνείου που δούλευε στην τρίτη βάρδια στα λάδια και στις μαργαρίνες της “Ελαϊς”, αυτός που μέχρι χθες όλοι στη γειτονιά ξεμύτιζαν από τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών τους και συναγωνίζονταν ποιος θα τον πρωτοχαιρετήσει, αυτός ο ανοιχτόκαρδος νέος, που όταν έπαιζαν τα πιτσιρίκια δίτερμα στο δρόμο, αυθόρμητα και χαρούμενα, διέκοπταν το παιχνίδι τους και του έκαναν ωραίες πλασσαριστές μπαλιές για μερικά βιαστικά σουτ, τώρα… τώρα… τι παράξενο… μόλις ακούσουν τη φωνή του μανταλώνουν τις πόρτες και τα παράθυρά τους ή το βάζουν στα πόδια αλαφιασμένοι.
Τώρα μόνος, ολομόναχος, παραμονή Χριστουγέννων, τρομαγμένος… όπως τότε, όταν εξάχρονο αγοράκι ένιωσε από τις σπαραχτικές κι αλλόκοτες κραυγές που έβγαζαν οι γειτόνισσες το σκοτωμό του πατέρα του. Οπως και τότε, έτσι και τώρα, αποζητούσε απελπισμένα τη μάνα του. Ομως βιάζονταν πολύ και σκέφτηκε να τηλεφωνήσει αμέσως στο σπίτι του. Μπήκε στην ταβέρνα του “Τηγανέλου”… που είχε κρεμαστό τηλέφωνο στον τοίχο για το κοινό… Ομως στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν η φωνή της μάνας του. «Παράξενο κι αυτό», σκέφτηκε ανήσυχος. Η γυναικεία φωνή που του απάντησε έμοιαζε με μιας ξαδέλφης της μάνας του που έμενε στα Ταμπούρια. «Δώστε μου τη Μαρία», έτσι έλεγε πάντα τη μάνα του. «Δεν μπορεί τώρα… Καταλαβαίνετε, ετοιμάζεται για την εκκλησία, για την κηδεία του γιου της…», είπε η γυναίκα… «Τι, πώς;», ψιθύρισε ο Μιχάλης. Κι ένας στριγγλιάρικος ήχος ακούστηκε στην ταβέρνα καθώς έπεσε απότομα ο δέκτης του τηλεφώνου και στροβιλίζονταν στον αέρα. Ο ταβερνιάρης γύρισε και κοίταξε το τηλέφωνο που τινάζονταν σαν εκκρεμές στον αέρα, μα δεν είδε κανέναν. «Τι διάολο», είπε, «μόνο του έπεσε;».
Ο περιπτεράς στην πλατεία, στα Καμίνια, ισχυρίστηκε αμέσως μετά ότι είδε μια εφημερίδα του να ξεκρεμιέται απότομα μόνη της, να μένει ακίνητη για μισό λεπτό στον αέρα, λες και τη διάβαζε ένας αόρατος αναγνώστης κι ύστερα εκσφενδονίστηκε με οργή μακριά κι έπεσε στα βροχόνερα του δρόμου.
Στο μουσκεμένο πρωτοσέλιδό της μπορούσες να διαβάσεις: «Μία Πόρσε παρέσυρε και σκότωσε στην Πειραιώς τον φοιτητή Μιχάλη Τζανή, που σχόλαγε από την “Ελαϊς”, με το δώρο Χριστουγέννων στην τσέπη. Ο οδηγός της Πόρσε, γιος γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας του Πειραιά, που πέρασε με κόκκινο και ιλιγγιώδη ταχύτητα, εγκατέλειψε το θύμα του αβοήθητο μες στο ανοδικό ρεύμα στην Πειραιώς».

Το παράλογο δεν βρίσκεται στην αφήγηση αυτής της παράξενης χριστουγεννιάτικης ιστορίας. Το παράλογο βρίσκεται στον κόσμο που ζούμε…
Μίμης Ανδρουλάκης

Παρασκευή, Νοεμβρίου 03, 2006

Εφάπαξ

Ολη μου τη ζωή κρυβόμουνα γιατί
το ‘θελα μα φοβόμουνα να φύγω,
κάποτε αγάπη έλεγα αυτήν την ενοχή,
μα τώρα μ’ εκδικείται λίγο-λίγο,
όλη μου τη ζωή μου ‘βγαινε η ψυχή,
κάτι να θυμηθώ κάτι ν’ αρχίσω,
να ‘ναι καλοί οι φίλοι κι οι λογαριασμοί
και να μη χρειαστεί να τα σκαλίσω,
κάτι να θυμηθώ κάτι ν’ αρχίσω.

Μου μάθαν’ να μισώ, ν’ αρκούμαι στο μισό,
να χάνω, να κερδίζω, να ποντάρω,
να παίρνω διαταγές, να σπάω επιταγές,
σε κάθε ευκαιρία να κορνάρω,
να σφίγγω τα λουριά με τόση μαστοριά,
να βρίσκω μία λύση στο ποδάρι,
να κλείνω τα παντζούρια και μόνη συντροφιά,
να σφίγγω πιο πολύ το μαξιλάρι,
να βρίσκω μία λύση στο ποδάρι.

Ολη μου τη ζωή μια δεύτερη κρυφή
αγέννητη ζωή μ’ ακολουθούσε,
δεν κοίταζε στα μάτια, δεν ήταν φορτική,
δεν μίλαγε μα όλα τα ζητούσε,
μια θάλασσα μικρή με ακολουθούσε.

Ισαάκ Σούσης

Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό

(...)
Το χάραμα βρήκε ακόμα τον παππού μπροστά από το τζάκι, η φωτιά είχε σβήσει, κι αυτός είχε γείρει το κεφάλι στο στήθος κι είχε αποκοιμηθεί. Ο Βεντούζος με τη λυκινιά του είχαν κιόλα φαει κάμποσες κριθαροκουλούρες, είχαν πιει κάμποσους μαστραπάδες κρασί κι είχαν ξαναβάλει τη στράτα μπροστά τους, βιάζουνταν να πάνε να κουρσέψουν το καράβι. Οταν ο παππούς άνοιξε τα μάτια, όλοι τους είχαν γίνει άφαντοι, κι η μυρωδιά μονάχα απόμενε στον αγέρα από τα τσιγάρα τους, τα στιβάνια και τις κρασωμένες αναπνιές.
Κατά το μεσημέρι, την ώρα που οι γυναίκες ξεφούρνιζαν στην αυλή κι ο παππούς είχε καταφέρει να χαράξει απάνω στην πλάκα τα τρία πρώτα κεφαλαία, το Α, το Β και το Γ, και τα ‘δειχνε καμαρώνοντας στον εγγονό του, πρόβαλε στην ξώπορτα ένα λεβεντόπουλο ξενομερίτικο, με φουστανέλα, τουσλούκια, τσαρούχια και σπαστό μακρόφουντο φέσι. Από τον ώμο του κρέμουνταν το τουφέκι και σταύρωναν στο φαρδύ στήθος του τα φισεκλίκια. Ακροζυγιάστηκε μια στιγμή στο κατώφλι σαν αιτός.

«Ενας λιάπης! Ενας λιάπης!», φώναξαν οι γυναίκες, μισοτρομαγμένες, μισοχαρούμενες.
Ο παππούς σήκωσε το κεφάλι από την πλάκα.
«Καλώς τον Ελληνα!» φώναξε, «κόπιασε μέσα, αιτόπουλο!».
Ο φουστανελάς άνοιξε τα μακριά, χυτά κανιά του και δρασκέλισε το κατώφλι, γκαρδιώθηκαν οι γυναίκες, ζύγωσαν και καμάρωναν το κλώσμα και το σείσμα του κορμιού του.
«Ε που να τον χαίρεται η μάνα που τον έχει!» μουρμούρισε μια, «σαν Κρητικός είναι».
Στάθηκε το λεβεντόπουλο μπροστά από τον παππού, χαιρέτησε:
«Είσαι η αφεντιά σου ο γερο-καπετάν Σήφακας, που λένε;» ρώτησε.
«Ολος κι όλος, ήμουν μια φορά κι έναν καιρό καπετάνιος, δεν είμαι πια παρά ο γερο-Σήφακας. Ποιος καλός αγέρας σε φέρνει στο φτωχικό μου;».
«Ερχουμαι από το καράβι του καπετάν Στεφανή, και με λένε Μήτρο, Ρουμελιώτης, έμαθα πως πολεμάει η Κρήτη κι ήρθα κι εγώ να πολεμήσω μαζί της. Στη Σύρα, ένας φραγκοφερμένος, που λεει πως είναι εγγονός σου, μου ‘δωκε για λόγου σου το γράμμα ετούτο, άπλωσε να το παραδώσω στο χέρι σου, τέτοια παραγγελιά ‘χω».
Ο παππούς άπλωσε το χέρι, πήρε το γράμμα, το κοίταξε, πέρασε απάνω του την απαλάμη, το περιχάρηκε, ήταν από τον πιο αγαπημένο του εγγονό: τον πρωτοκάρη γιο του πρωτογιού του του Κωσταρού, αυτόν πρωτοταχτάρισε στα γόνατά του κι αυτός τον πρωτόπε παππού.
«Να ‘σαι καλά, λεβέντη μου, για τον κόπο που επήρες», είπε κι έβαλε το γράμμα στον κόρφο του.
Κοίταξε χαμογελώντας το Θρασάκι:
«Θα το δώσω ενός άλλου εγγονού μου γραμματισμένου να μου το διαβάσει, να δούμε τι λεει. Μα παραύστερα. Τώρα, στρώστε, γυναίκες, το σοφρά, μουσαφίρη έχουμε από μεγάλο σόι, Ελληναν αληθινό, με φουστανέλα. Φέρτε του το καλό σκαμνί να καθίσει».
Του ‘φεραν μιαν παλιά καρέκλα που ‘χε στη ράχη της το δικέφαλο αετό. Στέκουνταν όρθιος ο παππούς στη μέση της αυλής και το πρόσωπό του έλαμπε, πετούσε από τη χαρά του, σα να υποδέχουνταν στο αρχοντικό του, μουσαφίρισσα ακριβή, την Ελλάδα. Να ‘ταν νύχτα, θα πρόσταζε ν’ ανάψουν όλα τα λυχνάρια του σπιτιού και πευκοδαδιά μεγάλα, να τον καλωσορίσει, μα ‘ταν μέρα μεσημέρι, κι ο κρητικός ήλιος κρέμουνταν ίσια ίσια απάνω από το ξανθό ρουμελιώτικο κεφάλι και κατέβαινε χαδεύοντας την κεντημένη φέρμελη και το πέτσινο σελάχι με τις πιστόλες και τ’ άσπρα τεντωμένα του σκαλτσούνια… Κι ο Ρουμελιώτης δεν ήθελε κι αυτός να καθίσει, στέκουνταν αποθαμάζοντας μπροστά του τα καταχιόνιστα κοτσονάτα γεράματα. «Θεός αρχαίος είναι ετούτος», συλλογίζουνταν, «αθάνατος».
«Παππού», είπε πιάνοντας το χέρι του γέρου, «έχω ακουστά, έζησες σαν το μεγάλο δρυ, έφαες μπόρες, πόνεσες, χάρηκες, πολέμησες, δούλεψες εκατό χρόνια. Πως σου φάνηκε η ζωή, παππού, στα εκατό ετούτα χρόνια;».
«Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό, παιδί μου», αποκρίθηκε ο γέρος.
«Και διψάς ακόμα, παππού;».
Σήκωσε αψηλά το μπράτσο του ο γέρος, έπεσε το φαρδύ μανίκι του πουκαμίσου και ξεσκέπασε, ως τον ώμο, το κοκαλιάρικο κουφαλιασμένο μπράτσο.
«Ανάθεμά τον», είπε με βαριά φωνή σα να καταριόταν, «ανάθεμά τον που ξεδίψασε!»...

Νίκος Καζαντζάκης
"Ο Καπετάν Μιχάλης"
1950~1953

Τρίτη, Αυγούστου 01, 2006

Οτι δεν μπορείς...

Οτι δεν μπορείς να το ανοίξεις, κλείσ’ το
κι ότι δεν μπορείς να το μασήσεις, φτύσ’ το.
Οτι δεν μπορείς να το δαγκώσεις ...φίλησέ το
κι ότι έμαθες ως τώρα, ξέχασέ το.

Οτι δεν μπορείς να τ’ αναστήσεις, θάψ’ το
κι ότι δεν μπορείς να πεις με λόγια, γράψ’ το.
Οτι δεν μπορείς να το αντέξεις, άντεξέ το
κι ότι πιο πολύ μισείς, αγάπησέ το.

Και να θυμάσαι πάντα αυτό:

εφτά φορές να πέφτεις ...και να σηκώνεσαι οκτώ!

Τρίτη, Ιουλίου 04, 2006

Αφιερωμένο σε όσους γεννήθηκαν πρίν το 1980

Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω πώς καταφέραμε να επιβιώσουμε.
Ημαστε μια γενιά σε αναμονή: περάσαμε την παιδική μας ηλικία περιμένοντας. Επρεπε να περιμένουμε δύο ώρες μετά το φαγητό πριν κολυμπήσουμε, δύο ώρες μεσημεριανό ύπνο για να ξεκουραστούμε και τις Κυριακές έπρεπε να μείνουμε νηστικοί όλο το πρωί για να κοινωνήσουμε. Ακόμα και οι πόνοι περνούσαν με την αναμονή. Κοιτάζοντας πίσω, είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι είμαστε ακόμα ζωντανοί.

Εμείς ταξιδεύαμε σε αυτοκίνητα χωρίς ζώνες ασφαλείας και αερόσακους. Κάναμε ταξίδια 10 και 12 ωρών, πέντε άτομα σε ένα Φιατάκι και δεν υποφέραμε από το “σύνδρομο της τουριστικής θέσης”. Δεν είχαμε πόρτες, παράθυρα, ντουλάπια ασφαλείας και μπουκάλια φαρμάκων για τα παιδιά. Ανεβαίναμε στα ποδήλατα χωρίς κράνη και προστατευτικά, κάναμε ωτο-στοπ, καβαλάγαμε μοτοσικλέτες χωρίς δίπλωμα. Οι κούνιες ήταν φτιαγμένες από μέταλλο και είχαν κοφτερές γωνίες.
Ακόμα και τα παιχνίδια μας ήταν βίαια. Περνάγαμε ώρες κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αυτοκίνητα για να κάνουμε κόντρες κατρακυλώντας σε κάποια κατηφόρα και μόνο τότε ανακαλύπταμε ότι είχαμε ξεχάσει να βάλουμε φρένα. Παίζαμε “μακριά γαϊδούρα” και κανείς μας δεν έπαθε κήλη ή εξάρθρωση. Βγαίναμε από το σπίτι τρέχοντας το πρωί, παίζαμε όλη τη μέρα και δεν γυρνούσαμε στο σπίτι παρά μόνο αφού είχαν ανάψει τα φώτα στους δρόμους. Κανείς δεν μπορούσε να μάς βρει. Τότε δεν υπήρχαν κινητά. Σπάγαμε τα κόκαλα και τα δόντια μας και δεν υπήρχε κανένας νόμος για να τιμωρήσει τους “υπεύθυνους”. Ανοίγανε κεφάλια όταν παίζαμε πόλεμο με πέτρες και ξύλα και δεν έτρεχε τίποτα. Ηταν κάτι συνηθισμένο για παιδιά και όλα θεραπεύονταν με λίγο ιώδιο ή μερικά ράμματα. Δεν υπήρχε κάποιος να κατηγορήσεις παρά μόνο ο εαυτός σου. Είχαμε καυγάδες και κάναμε καζούρα ο ένας στον άλλον και μάθαμε να το ξεπερνάμε.
Τρώγαμε γλυκά και πίναμε αναψυκτικά, αλλά δεν ήμασταν παχύσαρκοι. Ισως κάποιος από εμάς να ήταν χοντρός και αυτό ήταν όλο. Μοιραζόμασταν μπουκάλια νερό ή αναψυκτικά ή οποιοδήποτε ποτό και κανένας μας δεν έπαθε τίποτα. Καμιά φορά κολλάγαμε ψείρες στο σχολείο και οι μητέρες μας το αντιμετώπιζαν πλένοντάς μας το κεφάλι με ζεστό ξύδι.
Δεν είχαμε Playstations, Nintendo 64, 99 τηλεοπτικά κανάλια, βιντεοταινίες με ήχο surround, υπολογιστές ή Ιnternet. Εμείς είχαμε φίλους. Κανονίζαμε να βγούμε μαζί τους και βγαίναμε. Καμιά φορά δεν κανονίζαμε τίποτα, απλά βγαίναμε στο δρόμο και εκεί συναντιόμασταν για να παίξουμε κυνηγητό, κρυφτό, αμπάριζα... μέχρι εκεί έφτανε η τεχνολογία. Περνούσαμε τη μέρα μας έξω, τρέχοντας και παίζοντας. Φτιάχναμε παιχνίδια μόνοι μας από ξύλα. Χάσαμε χιλιάδες μπάλες ποδοσφαίρου.
Πίναμε νερό κατευθείαν από τη βρύση, όχι εμφιαλωμένο, και κάποιοι έβαζαν τα χείλη τους πάνω στη βρύση. Κυνηγούσαμε σαύρες και πουλιά με αεροβόλα στην εξοχή, παρά το ότι ήμασταν ανήλικοι και δεν υπήρχαν ενήλικοι για να μας επιβλέπουν. Θεέ μου!
Πηγαίναμε με το ποδήλατο ή περπατώντας μέχρι τα σπίτια των φίλων και τους φωνάζαμε από την πόρτα. Φανταστείτε το! Χωρίς να ζητήσουμε άδεια από τους γονείς μας, ολομόναχοι εκεί έξω στο σκληρό αυτό κόσμο! Χωρίς κανέναν υπεύθυνο! Πώς τα καταφέραμε;
Στα σχολικά παιχνίδια συμμετείχαν όλοι και όσοι δεν έπαιρναν μέρος έπρεπε να συμβιβαστούν με την απογοήτευση. Κάποιοι δεν ήταν τόσο καλοί μαθητές όσο άλλοι και έπρεπε να μείνουν στην ίδια τάξη. Δεν υπήρχαν ειδικά τεστ για να περάσουν όλοι. Τι φρίκη!
Κάναμε διακοπές τρεις μήνες τα καλοκαίρια και περνούσαμε ατέλειωτες ώρες στην παραλία χωρίς αντηλιακή κρέμα με δείκτη προστασίας 30 και χωρίς μαθήματα ιστιοπλοΐας, τένις ή γκολφ. Φτιάχναμε όμως φανταστικά κάστρα στην άμμο και ψαρεύαμε μ’ ένα αγκίστρι και μια πετονιά. Ρίχναμε τα κορίτσια κυνηγώντας τα για να τους βάλουμε χέρι, όχι πιάνοντας κουβέντα σε κάποιο chat room και γράφοντας ;) :D :P
Είχαμε ελευθερία, αποτυχία, επιτυχία και υπευθυνότητα και μέσα από όλα αυτά μάθαμε και ωριμάσαμε. Δεν θα πρέπει να μάς παραξενεύει που τα σημερινά παιδιά είναι κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα.
Αν εσύ είσαι από τους “παλιούς”... συγχαρητήρια! Είχες την τύχη να μεγαλώσεις σαν παιδί...
"takounas"
6 Ιουνίου 2006
FORUM - Γενική Συζήτηση

Σάββατο, Ιουνίου 10, 2006

Οι... δέκα εντολές του Μουντιάλ

Τέλος τα σίριαλ, τέλος ο… Γεωργούλης. Σας παρουσιάζουμε την ελληνική έκδοση του απόλυτου οδηγού κάθε γυναίκας που παρουσίασε η βρετανική εφημερίδα “News Of The World” εν όψει Μουντιάλ! Πάρτε χαρτί και μολύβι:

  1. Την περίοδο του Μουντιάλ τα δικαιώματα χρήσης της τηλεόρασης ανήκουν ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στους άνδρες.
  2. Μπορείτε να περνάτε μπροστά από την τηλεόραση την ώρα των αγώνων, αρκεί να… σέρνεστε στο πάτωμα.
  3. Αν θελήσετε να σταθείτε μπροστά στην τηλεόραση γυμνές για να μας αποσπάσετε την προσοχή, φροντίστε να ντυθείτε όσο πιο γρήγορα γίνεται, γιατί δεν θα έχουμε χρόνο να σας πάμε στο γιατρό σε περίπτωση… κρυολογήματος!
  4. Μπορείτε να χρησιμοποιείτε την τηλεόραση τα πρωινά, αρκεί να μην έχει κανένα καλό παιχνίδι σε επανάληψη.
  5. Κατά τη διάρκεια των αγώνων θα είμαστε τυφλοί, κουφοί και μουγκοί, εκτός αν θέλουμε… ανεφοδιασμό στα ποτήρια μας. Μην περιμένετε να σηκώσουμε το τηλέφωνο ή το μωρό που έπεσε από τον… δεύτερο όροφο!
  6. Μπορείτε να παρακολουθήσετε μαζί μας ένα παιχνίδι της διοργάνωσης, αρκεί να μιλάτε μόνο κατά τη διάρκεια των διαφημίσεων. Προσέξτε: ΜΟΝΟ ένα παιχνίδι. Το Μουντιάλ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ να χρησιμοποιηθεί για να ισχυροποιηθεί η σχέση μας.
  7. Τα ριπλέι είναι πολύ σημαντικά και θέλουμε να τα βλέπουμε ΟΛΑ!
  8. Απαγορεύονται κάθε είδους επισκέψεις στο σπίτι των φιλενάδων σας, ιδιαίτερα όσων κουβαλούν μαζί και τα μωρά τους.
  9. Να θυμάστε ότι οι μεταμεσονύκτιες εκπομπές με τα στιγμιότυπα είναι εξίσου σημαντικές. Μην πείτε «μα τα έχεις ξαναδεί», την ώρα που θα περνάτε αμέριμνη μπροστά από την τηλεόραση. Απαγορεύεται ΡΗΤΑ να καταπατήσετε τη δεύτερη εντολή!
  10. Ούτε να σκεφτείτε να φωνάξετε ανακουφισμένη «το Μουντιάλ είναι κάθε τέσσερα χρόνια». Σας υπενθυμίζουμε ότι ακολουθούν το Champions League, η Α’ Εθνική, η Premiere League κ.λπ.
  11. Αλέξανδρος Σόμογλου
    “ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ”
    7 Μαΐου 2006

Δευτέρα, Μαΐου 22, 2006

Το βαπόρι

Νάναι ως νάχης φύγει –με τους ανέμους-
καβάλλα στο άτι της σιγής κι’ όλο να πάης
και νάν’ πολλά καράβια, πολλή θάλασσα –μεγάλα σύγνεφα πάνω-

οι άνθρωποι κι’ ο Μάης.

Κι’ εντός μου εμένα να βρυχιέται –όλο να τρέμει-
βαρύ ένα βαπόρι

και κατόπι πάλι εσύ κι’ ο Μάης κι’ οι ανέμοι
κι’ έπειτα πάλιν οι άνθρωποι, οι ανθρώποι.


Και νάναι όλα απ’ ό,τι φεύγει –και δε μένει-
σε μια πόλη ακατοίκητη,

κι εντός μου ακυβέρνητο,
όλο να σε πηγαίνει το καράβι έξω απ’ την τρικυμία τούτου κόσμου.

Γιάννης Σκαρίμπας

Σάββατο, Μαΐου 06, 2006

Κοινωνικά ταμπού

Οι κοινωνίες είχαν και έχουν πάντα ταμπού. Χρειάζεται παιδεία και μόρφωση για να ξεπεραστούν στον χρόνο. Οσο απλό κι αν ακούγεται ο καθένας έρχεται σ’ αυτή τη ζωή για να ζήσει ελεύθερα κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να διαπραγματευτεί με κανέναν άλλο άνθρωπο.
Ο Ελληνας θεωρεί ότι κάθε συμπεριφορά που δεν συμβαδίζει με τη δική του στρέφεται εναντίον του. Αυτό όμως είναι κάτι που πρέπει να διορθώσει ο καθένας προσωπικά. Δεν μπορεί, ας πούμε, σε ένα πεζοδρόμιο, την ώρα που κινούμαστε, οι άνθρωποι να είναι της αρεσκείας μας, στα ρούχα, στην άποψη, στο φύλο ή στη φυλή που θα θέλαμε εμείς. Η ζωή ανήκει σε όλους και όποιος δεν μάθει να σέβεται τη ζωή των άλλων, δεν σέβεται κυρίως τη δική του ζωή.
Παράλληλα, οι τηλεοράσεις στο κλίμα της μη παιδείας που υπάρχει καλλιεργούν έντονα ατμόσφαιρα ρατσισμού. Οσο μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα υπάρχουν και όσο φτηνότερα εργατικά χέρια έρχονται από ξένους, τόσο η οικονομική δυσφορία των λαών φέρνει και τον ρατσισμό. Ο ρατσισμός κυρίως εδράζεται στο γεγονός ότι κάποιοι άλλοι αποκτούν προνόμια στην ίδια μας τη χώρα. Είναι σαν να αισθανόμαστε ότι κάποιος ξένος μπαίνει μέσα στο σπίτι μας και ξαφνικά γίνεται πιο αγαπητός στη μητέρα ή στον πατέρα μας και αντιδρούμε σαν παιδιά. Αυτό είναι μια παιδική αντίδραση και η αλήθεια είναι ότι οι κοινωνίες τρέχουν με τέτοιους ρυθμούς που θα πρέπει κάποια στιγμή να τις παρακολουθήσουμε.
Σήμερα π.χ.: παραγγέλνει κάποιος μέσω internet, μια πίτσα από το σπίτι του στην Αμερική κι αυτός που του απαντάει βρίσκεται στην Ινδία. Γιατί πληρώνεται μόλις με $2 μισθό και πληκτρολογεί την παραγγελία σου στο αντίστοιχο μαγαζί της Αμερικής, που θα φέρει την πίτσα σ’ εσένα. Αν σκεφτεί, λοιπόν κανείς ότι ένας άνθρωπος στη Νέα Υόρκη παραγγέλνει την πίτσα του μέσω Ινδίας, μπορεί να αντιληφθεί σε ποιο σημείο είναι σήμερα η εποχή και πού πηγαίνει.

Αν οι άνθρωποι καταλάβουν τους νέους ρόλους που καλούνται να υποδυθούν, στα “σκηνικά” που οι ίδιοι επιλέξανε αφού δεν αντέδρασαν στην ιδέα της παγκοσμιοποίησης, τότε δεν θα μπορούν να γκρινιάζουν για τα συμπτώματά της αφού δεν κάνανε τίποτα για να τη σταματήσουν. Δεν κάνανε τίποτα για να μάθουν τι είναι αυτή η παγκοσμιοποίηση. Δεν μπορείς να κινείσαι όλη μέρα μεταξύ φραπέ, νες και τεμπελιάς και μετά να αντιδράς στον ξένο που έρχεται να σου πάρει το ψωμί μέσα από τα χέρια. Κανείς δεν παίρνει το ψωμί κανενός. Ο καθένας μπορεί να βελτιώσει τη θέση του αρκεί να προσδιορίσει ποιος είναι ο στόχος του, τι θέλει και πού πηγαίνει.
Πάντως μπορούμε να πούμε ότι τα δέκα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει προχωρήσει αρκετά σε θέματα ταμπού. Οι νεότερες γενιές έχουν πιο ανοιχτά μυαλά και ο χρόνος θα φέρει τις επιθυμητές αλλαγές. Ταμπού δεν είναι παρά μία προκατάληψη του σήμερα που σίγουρα θα σβήσει στο μέλλον.
Λάκης Λαζόπουλος

Παρασκευή, Απριλίου 14, 2006

Σαν μαγεμένο το μυαλό...

(...)
Μετά τη μεσημβρινή αναφορά, συναντιόμαστε πίσω από τις τουαλέτες.
Στα δάχτυλά του έκαιγε ένα τσιγάρο και συγχρόνως έπαιζε το μπουζούκι, μέχρι που η καύτρα τον έκαιγε και τίναζε το χέρι του ξαφνιασμένος. Δεν σταματούσε όμως να τραγουδάει.
Επαιζε τραγούδια που αγαπούσε. Μια μέρα μου εκμυστηρεύτηκε ότι είχε γράψει κι ο ίδιος μερικά. Του ζήτησα να μου τα παίξει. Από όλα ξεχώρισα ένα.
«Παίξε τον Αρρωστο», του έλεγα κι εκείνος δε μου χαλούσε χατίρι, παρ’ όλο που καταλάβαινα ότι τον πονούσε το συγκεκριμένο τραγούδι. Με βραχνή, σπασμένη φωνή, μέσα από την ψυχή του έπαιζε και τραγουδούσε.
Οταν τελείωνε, σιωπούσε, λες και προσπαθούσε να επανέλθει στην πραγματικότητα…
Μετά άρχιζε με το ίδιο πάθος να ξαναπαίζει τραγούδια “μεγάλων δασκάλων”. Κάθε τόσο σταματούσε και μου εξηγούσε την ιστορία κάθε τραγουδιού.
Ενα μεσημέρι δεν τον βρήκα. Ετοιμαζόμουν να γυρίσω στο θάλαμο όταν άκουσα ένα βαρύ αναστεναγμό από τις τουαλέτες.
Τον βρήκα πεσμένο στα βρόμικα νερά. Πλάι του μια σύριγγα.
Την έχωσα στην τσέπη μου και τον έσυρα έξω από τις τουαλέτες, ακριβώς από πίσω. Είχε συρματοπλέγματα και μετά άρχιζε ο κάμπος.
- Είσαι καλά; τον ρώτησα.
Αισθανόμουν ηλίθιος.
Χαμογέλασε. Προσπάθησε να εστιάσει το βλέμμα του πάνω μου. Δεν τα κατάφερε. Εβαλε τα γέλια.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Κοιτούσα με αγωνία μήπως έρθει κανείς.
Ακουσα ομιλίες και τρομοκρατημένος έκλεισα το στόμα του με το χέρι μου.
Πάλευε να αναπνεύσει. Μου δάγκωσε το χέρι. Επέμεινα.
Ενας παλιός κατούρησε κι έφυγε.
Αφησα το χέρι μου.
- Κάπου είναι το μπουζούκι, ψιθύρισε.
Το βρήκα και του το έδωσα.
Το πήρε στα χέρια του.
- Τη γνώρισα σε ένα ρεμπετάδικο… Επαιζε αυτό το τραγούδι…
Και μου τραγούδησε πιο ωραία και πιο παθιασμένα από κάθε άλλη φορά:
Σαν μαγεμένο το μυαλό μου φτερουγίζει
η κάθε σκέψη μου κοντά σου τριγυρίζει
δεν ησυχάζω και στον ύπνο μου όταν κοιμάμαι
εσένα πάντα αρχοντοπούλα μου θυμάμαι…
Δεν το τελείωσε. Ξέσπασε σε λυγμούς. Φύσηξε δυνατά τη μύτη του. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα μάτια του.
- Ο έρωτας είναι το χειρότερο πράγμα… όταν ερωτευτείς το λάθος πρόσωπο, ψέλλισε.
- Ποιο είναι το λάθος πρόσωπο; τον ρώτησα περισσότερο από αμηχανία.
- Το λάθος πρόσωπο… Το λάθος πρόσωπο, φίλε μου Μιχάλη, είναι αυτό που νομίζουμε ότι μας μοιάζει, ότι μας ταιριάζει… Τι τραγικό λάθος…
Το βράδυ πήδηξε τη μάντρα. Κηρύχτηκε λιποτάχτης…

Μανώλης Χαρίνος
"- ΚΙ Ο ΜΟΤΣΑΡΤ;
- ΠΕΘΑΝΕ ΤΑ ΞΗΜΕΡΩΜΑΤΑ..."
Απρίλιος 1999

Δευτέρα, Μαρτίου 06, 2006

Ο μικροαστικός μας εαυτός

Οπως όλοι, είχα την ευκαιρία, τις άγιες μέρες των Χριστουγέννων, να τακτοποιήσω πράγματα, αισθήματα, σχέσεις και σκέψεις. Οι διακοπές αυτές δεν είναι σκανδαλιάρικες όπως οι ανοιξιάτικες, ανθόσπαρτες πασχαλινές που προσκαλούν σε μακρινούς περιπάτους ή οι καλοκαιρινές δίπλα στη θάλασσα και τις χωρίς όρια ηδονές της. Αφήνουν χρόνο για μοναξιά και περισυλλογή.
Ταχτοποιώντας τα ράφια μου έπεσα σε μια παλιά ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου σε κάποια συγκέντρωση στον Καναδά, που κάποιος μου είχε στείλει, δαχτυλογραφημένη αδέξια σε ψηλό, σχεδόν διάφανο χαρτί. Τότε δεν ήμουν οπαδός του Αντρέα. Ισως γι’ αυτό να μην είχα προσέξει αρκετά την ταξική του ανάλυση, που εμείς πιο κοντά στον ορθόδοξο μαρξισμό αφ’ υψηλού προσπερνούσαμε.
Τρία ήταν τα στοιχεία της ανάλυσης:
-Η Ελλάδα είναι κατεξοχήν μικροαστική χώρα. Στους εξακόσιους περίπου χιλιάδες, τότε, αυτοαπασχολούμενους στο εμπόριο και στη μεταποίηση, θα πρέπει να προσθέσουμε άλλους τόσους ελεύθερους επαγγελματίες αλλά για ό,τι αφορά τη νοοτροπία, τον τρόπο του σκέπτεσθαι και όλους τους αγρότες. Αλλά και οι εργάτες συχνά είναι εξαθλιωμένοι αστοί, όπως οι πρόσφυγες για τη Μικρά Ασία και δουλεύουν σκληρά για να «ξεφύγει από το μεροκάματο» η επόμενη γενιά αν όχι οι ίδιοι.
-Ο Μικροαστός από την ίδια τη φύση της οικονομικής δραστηριότητάς του ζει μια βασανιστική αντίφαση: πρέπει να πουλήσει ακριβά για να αγοράσει φθηνά. Αυτό σε μεγάλους αριθμούς είναι, όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, αδύνατο να συμβεί. Ο Μικροαστός δεν έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει διευρύνοντας την παραγωγή του. Εξ ορισμού δεν μπορεί να γίνει μεγάλος. Κάπου το κεφάλι του συναντά τοπικά, εθνικά και ποιοτικά όρια και φραγμούς που τον κρατούν κάτω από ένα ορισμένο επίπεδο.
-Γι’ αυτό τον λόγο είναι ο λιγότερο διαυγής από τους κοινωνικούς πρωταγωνιστές. Δεν έχει συνείδηση ούτε της εκμετάλλευσης όπως ο εργάτης, ούτε των δυνατοτήτων συσσώρευσης και διεθνοποίησης, που μπορεί να απολαύσει ο μεγαλοαστός.
Στο επίπεδο της συνείδησης είναι συνήθως διαμαρτυρόμενος, αισθάνεται πικραμένος και γελασμένος και βέβαια ποτέ δεν φταιει ο ίδιος για τίποτα. Ο Μικροαστός βρίσκεται στο βαθμό μηδέν της αυτογνωσίας.
Ακριβώς επειδή βρίσκει τελείως φυσιολογικό το να αγοράσει κάτω από το κόστος για να πουλήσει με υπέρμετρο κέρδος αν το καταφέρει, γενικεύει αυτή τη νοοτροπία στο σύνολο των κανόνων διαβίωσής του, ακόμα και σ’ εκείνους που αφορούν τις καθαρά προσωπικές ή οικογενειακές του σχέσεις.
Ετσι ο Μικροαστός μας θεωρεί καθήκον του τη φοροδιαφυγή, τη φοροαποφυγή και καμιά φορά, όπως τώρα, επιδίδεται με άνεση στη φοροκλοπή, κατακρατώντας το Φ.Π.Α. Θέλει όμως όλοι οι άλλοι να πληρώνουν φόρους, ιδιαίτερα η “ολιγαρχία” που, ως γνωστόν, αποτελείται από Α.Ε. που είναι σχεδόν αδύνατο χωρίς ποινικό αδίκημα να φοροδιαφύγουν.
Ταυτόχρονα έχει την απαίτηση το κράτος να εξασφαλίζει σ’ αυτόν και την επιχείρησή του καλούς και φθηνούς όρους λειτουργίας.
Ο Μικροαστός μας είναι πατριώτης. Θέλει αγέρωχη εξωτερική πολιτική, καμαρώνει στις παρελάσεις και δεν θα έβλεπε άσχημα τον Χριστόδουλο να λειτουργεί στην Αγια-Σοφιά. Κάνει όμως τα αδύνατα δυνατά (λαδώματα, πλαστογραφίες, γλειψίματα κ.λπ.) για να μην υπηρετήσει τη θητεία του ο κανακάρης του ή αν αυτό συμβεί να τη βγάλει όσο μπορεί καλύτερα, αφήνοντας τις μάχιμες θέσεις στα παιδιά της φτωχολογιάς.
Ο Μικροαστός όταν οδηγεί το θηριώδες και σε προφανή δυσαρμονία με τις φορολογικές του δηλώσεις ευρισκόμενο αυτοκίνητό του παραβιάζει αλέγρα τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και ιδίως τους φωτεινούς σηματοδότες. Εχει όμως την αξίωση όλοι οι άλλοι να οδηγούν προσεκτικά και πειθαρχικά, για να μην κινδυνεύει αυτός και η οικογένειά του.
Τέλος, ο Μικροαστός επιδιώκει την ερωτική ασυδοσία που διευκολύνθηκε τα τελευταία χρόνια από τις αθρόες εισαγωγές δυστυχισμένων γυναικών από την Ανατολική Ευρώπη. Εχει όμως την αξίωση η σύζυγός του να είναι πιστή, η μητέρα του Αγία και η κόρη του παρθένα μέχρι το γάμο της. Αμ, δεν γίνεται! Γίνεται;
Για να γενικεύσουμε τώρα, οι Μικροαστοί ως κόμματα, οργανώσεις, σωματεία ή πιο χαλαρά ως κοινή γνώμη επιδεικνύουν ανάλογες συμπεριφορές σε κοινωνικά ή πολιτικά ζητήματα. Εισφοροδιαφεύγουν αλλά απαιτούν αξιοπρεπείς συντάξεις.
Είναι υπέρ της αξιοκρατίας αλλά με μηχανορραφίες και δουλοπρεπείς προσχωρήσεις επιδιώκουν παρασκηνιακά την καλύτερη θέση κάθε φορά που αλλάζει η κυβέρνηση. Είναι κατά του ρουσφετιού θεωρητικά αλλά ταυτόχρονα σε συστηματική αναζήτηση επαφή για την αναζήτηση ημετέρων ή την επιτυχία προσωπικών διευθετήσεων. Ως μετανάστες επιδιώκουν και επιτυγχάνουν ίσες ευκαιρίες ανάδειξης στα πέρατα της οικουμένης αλλά στη Μηχανιώνα, αρνούνται το εθνικό λάβαρο στον αριστούχο Αλβανό. Σε κάθε βήμα της ζωής μας, σε κάθε δημόσια συζήτηση, σε κάθε πολιτική αναμέτρηση, η εθνική μας σχιζοφρένεια αναδεικνύεται ανάγλυφα.
Πώς λοιπόν διακρίνουμε τον Μικροαστό; Γιατί για να τον αντιμετωπίσεις πρέπει να μάθεις που κρύβεται σαν καλικάντζαρος για να κάνει τις ζημιές του. Δυστυχώς, η απάντηση είναι απλή: κρύβεται στον καθένα από εμάς, όλοι στα σπλάχνα μας φιλοξενούμε έναν τέτοιο. Γι’ αυτό ο υπογράφων εκπροσωπεί μερικές δεκάδες χιλιάδες τέτοιους στο Κοινοβούλιο. Είναι ένας απ’ αυτούς.

Θόδωρος Πάγκαλος
"ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"
22 Ιανουαρίου 2006

Τρίτη, Φεβρουαρίου 07, 2006

Η εικόνα της στο κινητό

Η Δέσποινα είχε αποκοιμηθεί πάνω της. Αποκαμωμένη στο στενό κάθισμα του κυλικείου του σιδηροδρομικού σταθμού, σταύρωσε τα χέρια της μπροστά από το στήθος κι έγειρε το κεφάλι της. Ηταν χοντρή και ροχάλιζε. Στο πλάι, ακουμπισμένη στην καρέκλα της, μια δεμένη σακούλα, τιγκαρισμένη από τα πράγματά της. Μπροστά της, ένα φλιτζανάκι του καφέ αναποδογυρισμένο. Γύρω στα εξήντα, φτωχή, βασανισμένη. Οσο κι αν σας φανεί παράξενο, εδώ είχα ραντεβού. Στη Δέσποινα! Ετσι μου είπε ο Ιωνάς. «Να συναντηθούμε στο σταθμό”, μου λεει, «στη Δέσποινα!».
«Σε ποια;».
«Α, δεν την ξέρεις; Θα σου τη γνωρίσω. Θα τη βρεις εύκολα, κάθεται κοντά στην πόρτα, μπροστά από την πιάτσα των ταξί…».
Κι εκεί καθόταν όντως. Στο σταθμό υπήρχε κίνηση πολλή. Οι αναγγελίες από τα μεγάφωνα σε τακτά διαστήματα κινούσαν τους ανθρώπους και από τα φιλιά και τις αγκαλιές μπορούσες να ξεχωρίσεις αυτούς που θα ταξίδευαν από τους συνοδούς τους. Κάποτε ήρθε και ο Ιωνάς λοιπόν. «Αργησα πολύ;» μου λεει και, αφού κοίταξε το ρολόι, συμπλήρωσε:
«Μπα, δεν άργησα. Εσύ ήρθες πιο νωρίς, πόση ώρα με περιμένεις;».
«Εχω κανένα μισάωρο… Γιατί ήρθαμε εδώ;».
Ο Ιωνάς κοκκίνισε απότομα. «Κοίτα», μου λεει,
«επειδή όλα είναι σχετικά σ’ αυτή τη ζωή κι επειδή στους χώρους όπου κινείσαι δεν έχεις βγάλει άκρη, είπα να συναντηθούμε εδώ για να γνωρίσεις και τη Δέσποινα. Και να δούμε, ξέρω ‘γώ; Εχεις φωτογραφία της Εφης μαζί σου;».
«Στο κινητό την έχω, γιατί;».
«Για να τη δω».
Σχεδόν αμήχανος, μπήκα στο αρχείο μου και του ‘δειξα ένα πορτρέτο της Εφης χαμογελαστό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά διάλεξα μια φωτογραφία της όπου ήταν ευτυχισμένη, κατά τη γνώμη μου. Ηταν μετά τον οργασμό της… Αλλά αυτό δεν του το είπα. Ο Ιωνάς χαμογέλασε που την είδε. Δεν μίλησε σε μένα καθόλου. Ξύπνησε μαλακά τη Δέσποινα χαϊδεύοντάς τη στην πλάτη και της έβαλε την οθόνη του κινητού πολύ κοντά στο πρόσωπό της.
«Πώς σου φαίνεται, Δέσποινα;» της είπε.
«Καλό κορίτσι είναι;».
Η Δέσποινα άνοιξε τα μάτια της και κοιτούσε τη φωτογραφία. Μετά γύρισε το κεφάλι της να δει ποιος της μιλάει. Είδε τον Ιωνά και χρειάστηκε δευτερόλεπτα για να τον αναγνωρίσει… Τον αγκάλιασε και του ζήτησε ένα σάντουιτς να φαει, χαμηλά, στο αφτί. Ο Ιωνάς της είπε πως είμαστε μαζί και πήγε να της αγοράσει το σάντουιτς. Η Δέσποινα κοίταζε την Εφη καλά-καλά… Η οθόνη έσβησε και, χωρίς να το σκεφτώ, πήρα το κινητό από το χέρι της, πάτησα το μενού για να ξαναφωτίσει και της το ‘δωσα πάλι πίσω. Σήκωσε το βλέμμα της σε μένα και μου είπε:
«Τι μου το δίνεις, δεν τον αγαπάει! Δεν την είδες που είναι όμορφη; Αυτές οι κούκλες τον εαυτό τους αγαπάνε… Μην του το πεις, αλλά θα τον αφήσει. Μόλις την αγαπήσει, θα τον αφήσει… Ετσι κάνουν αυτές. Και κλαινε κιόλας. Κλαινε που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν…».
«Είναι καλό κορίτσι;»,
ψέλλισα έτοιμος να κλάψω, «την έχω γνωρίσει…».
«Να την παντρευτεί, άμα είναι καλή, τότε. Ετσι να του πεις! Να κάνει κι όμορφα παιδιά τότε».
Πριν προλάβω να της εξηγήσω πως εγώ χώρισα από την Εφη πριν τρεις μέρες κι όχι ο φίλος μου, όπως παρεξήγησε η Δέσποινα, ο Ιωνάς επέστρεψε με το σάντουιτς. «Λοιπόν», της είπε,
«πώς σου φαίνεται το κορίτσι;».
Η Δέσποινα μιλούσε τρώγοντας: «Να της κάνεις παιδιά! Δύο να της κάνεις. Ενα αγόρι κι ένα κορίτς… Δέσποινα να το πεις το κορίτσι και το αγόρι Σταύρο… Αμάν! Εβαλε και μουστάρδα ο καφετζής;».
Καθώς άνοιγε τη σακούλα της για να αλλάξει τη ζακέτα της που λερώθηκε, συνέχισε:
«Ειδάλλως, άσ’ τηνε να φύγει. Αν της κάνεις παιδιά, θα σ’ αγαπάει όμως! Οι γυναίκες στενοχωριούνται αν δεν κάνουν παιδιά…».
Εβγαλε τη λεκιασμένη ζακέτα της και στο γυμνό της μπράτσο διέκρινα ξεθωριασμένο κι ανορθόγραφο το τατουάζ που είχε χαραγμένο ποιος ξέρει από πότε: “ΣΤΑΒΡΟ ΣΑΓΑΠΑΟ”.


Θοδωρής Αθερίδης
"ΤΑ ΝΕΑ"-"ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ"
Δεκέμβριος 2005