Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2008

Παραμύθι χωρίς ονοματεπώνυμο

Αγαπημένα μου παιδιά, τώρα που τα πράγματα ηρέμησαν κάπως και καθάρισε ο αέρας του σαλονιού από τους καπνούς και τα δακρυγόνα, ήρθε η ώρα να θυμηθούμε ότι πλησιάζουν τα Χριστούγεννα! Ας μαζευτούμε λοιπόν γύρω από το τζάκι για να σας πω ένα παραμυθάκι και μετά θα πάμε όλοι μαζί να στολίσουμε το δέντρο στο Σύνταγμα, μπράβο στο δήμαρχο που το αγόρασε από την Ηλεία.
Μια φορά κι έναν καιρό, που λέτε, κάπου σε ένα μακρινό βασίλειο ζούσε ένα παιδάκι που το λέγανε Νώντα. Ο Νώντας είχε ένα όνειρο για τη ζωή του: ήθελε να πεθάνει! Οχι γιατί είχε απογοητευτεί από τους ανθρώπους ή ήταν από τους emo που βγαίνουν στον Αυτιά. Απλώς φανταζόταν τον μεγαλοπρεπή τάφο του. Θα ήταν μαρμάρινος, πιο εντυπωσιακός από τον Παρθενώνα και στην προμετωπίδα του θα έγραφε:
«Ενθάδε κείται ο Νώντας ο Μεγάλος»!
Το κακό με τον Νώντα ήταν ότι δεν πληρούσε με τίποτε την προδιαγραφή "Μεγάλος". Στις παρελάσεις τον έβαζαν τελευταίο, στις θεατρικές παραστάσεις του σχολείου είχε ρόλο μόνον όταν ανέβαζαν τη "Χιονάτη και τους 7 νάνους" (δεν έκανε τη Χιονάτη), με μια κουβέντα ο Νώντας ήταν κοντός.
«Θα υποχρεώσω όλον τον κόσμο να με αποκαλεί “Μεγάλο”», σκεφτόταν στα χρόνια της εφηβείας του, στη διάρκεια της οποίας δοκίμασε διάφορα κόλπα. Φορούσε παπούτσια με τακούνια (γόβες), όταν έβγαινε βόλτα έβαζε τους άλλους στο δρόμο κι εκείνος περπατούσε στο ψηλότερο πεζοδρόμιο, στο θρανίο του τοποθετούσε δύο ή καμιά φορά τρία μαξιλάρια. Παρ’ όλα αυτά κανείς δεν τον αποκαλούσε "Μεγάλο", οπότε κατέφυγε σ’ ένα έξυπνο κόλπο: Πήρε ένα μαγνητόφωνο, έγραψε τη φωνή του που έλεγε «γεια σου μεγάλε» και κάθε βράδυ προτού κοιμηθεί στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και κορδωνόταν, ενώ από τα ηχεία ακουγόταν ο θαυμασμός προς τον ίδιο του τον εαυτό. Οταν αποκοιμιόταν, έβλεπε στο όνειρό του τον τάφο του. Τώρα πια είχε πάρει τις διαστάσεις του Ολυμπιακού Σταδίου και στο κέντρο του αναβόσβηναν νέον που έγραφαν «Ενθάδε κείται ο Νώντας ο Μεγάλος».


Τα χρόνια πέρασαν, η κασέτα του μαγνητοφώνου άρχισε να χάνει στροφές, διότι δεν άντεξε την πολλή χρήση, ο Νώντας παρέμεινε κοντός, αλλά βρήκε άλλον τρόπο για να εντυπωσιάσει το κοινό με το μέγεθός του. Χανόταν μέσα σε ακριβά αυτοκίνητα, φωτογραφιζόταν με μοντέλα παρακαλώντας τον φωτογράφο να μη δείχνει το σκαμνάκι στο οποίο ήταν ανεβασμένος (τότε απέκτησε και το παρατσούκλι "μοντελοσκαμνάκης"), παρήγγειλε μέχρι και παραμορφωτικό καθρέφτη, όπως αυτούς στο τσίρκο, που τον έδειχνε με πόδια πιο ψηλά κι από του Φασούλα. Δυστυχώς, πάλι από πουθενά δεν άκουγε να φωνάζουν: «Να ο Νώντας ο Μεγάλος». Τότε ανακάλυψε την τηλεόραση! Πήγαινε σε εκπομπές και φώναζε: «Προσέξτε, μπροστά σας έχετε ένα πολύ μεγάλο μέγεθος», κουνούσε το δάχτυλο στους παρουσιαστές, υπενθυμίζοντάς τους ότι καταδέχτηκε να πέσει στο χαμηλό ύψος τους, τηλεφωνούσε για να αποκαλύψει ότι έχει τη μεγαλύτερη πισίνα, συμμετείχε σε βίντεο όπου κάπνιζε τεράστια πούρα, μέχρι και ακροβατικά πάνω σε μάντρες έκανε, πάντα υπό την προϋπόθεση ότι ο καμεραμάν θα τον έδειχνε από τα κάτω προς τα πάνω, ώστε να φαίνεται ψηλός. Οταν, αποκαμωμένος, γύριζε στην πανύψηλη βίλα του, έβαζε τα DVD των ημερήσιων εμφανίσεών του στη γιγάντια plasma. Εβλεπε τα κατορθώματά του και εκεί τον επισκεπτόταν ο Μορφέας, που ερχόταν με τη μακέτα του τάφου του. Ηταν τεράστιος σαν το "Mall" κα το "Golden Hall", με εκατοντάδες προβολείς να φωτίζουν τα πελώρια τρισδιάστατα γράμματα που έγραφαν: «Ενθάδε κείται ο Νώντας ο Μεγάλος».
Περιέργως όμως, ούτε τώρα τον έλεγαν με το επίθετο που επιθυμούσε. Ηταν φυσικό επόμενο να χάσει την ψυχραιμία του. Επαιζε μπουνιές στη μέση του δρόμου, έσκιζε τα ρούχα του και μετά φώναζε: «Πιάστε τον εγκληματία που με τραυμάτισε», χτυπιόταν, σερνόταν, έσκουζε.
Ομως μια ημέρα ένιωσε ότι έφτασε η στιγμή της εκδίκησης. Ολοι στο βασίλειο είχαν συνταραχθεί από τη δολοφονία του πρίγκιπα. Εκεί που ως παιδί έπαιζε αμέριμνος εμφανίστηκε ένας φρουρός, του έριξε τα φαρμακερά βέλη που του είχαν εμπιστευτεί για να αντιμετωπίσει τους εχθρούς και μετά το έβαλε στα πόδια φωνάζοντας: «Βοήθεια, οι πρίγκιπες μου δημιουργούν ψυχολογικό πρόβλημα γιατί είναι νέοι και ωραίοι». Επεσε πένθος σε όλες τις πόλεις και τα χωριά, πλούσιοι και φτωχοί κλαίγανε για το χαμένο παιδί και τότε ανέλαβε δράση ο Νώντας. «Ο φρουρός δεν είναι καθίκι! Είναι σωστός, ο πρίγκιπας αν ήθελε να μείνει ζωντανός, να έμενε κλεισμένος στο φρούριο. Λυπάμαι, αλλά τον τιμώρησε ο Θεός», δήλωσε, δίνοντας μερικά δηνάρια στους καμεραμάν για να του πάρουν το γνωστό πλάνο από κάτω προς τα πάνω.
Τα χρόνια πέρασαν, ο Νώντας γέρασε και εν τέλει πραγματοποιήθηκε το όνειρό του. Πέθανε! Επειδή όμως μετά την απάνθρωπη υπεράσπιση του δολοφόνου φρουρού είχαν πέσει οι δουλειές του, ο τάφος του δεν είχε το μέγεθος που φανταζόταν. Ομως τα υπόλοιπα ήταν ακριβώς όπως τα είχε σχεδιάσει. «Ενθάδε κείται ο Νώντας ο Μεγάλος», έγραφε πάνω της η πλάκα. Μόνο που δημοσία δαπάνη είχε συμπληρωθεί: «Ο Μεγάλος Μαλάκας».


Βαγγέλης Περρής
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
14 Δεκεμβρίου 2008