Κυριακή, Οκτωβρίου 27, 2013

Στους δρόμους του Βερολίνου...

Οι δρόμοι του Βερολίνου είναι αμείλικτοι για τον επισκέπτη της πόλης που θα τολμήσει να τους περιφρονήσει. Οι πελώριες λεωφόροι, η απόκοσμη νυχτερινή ησυχία και οι σκιές των τεράστιων γκρίζων κτιρίων δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης. Αν δεν αφουγκραστείς τον ήχο τους και δεν τα αγαπήσεις, σε πνίγουν, ξυπνάνε μέσα σου ανήσυχες σκέψεις και πανικούς, παίζουν σαδιστικά παιχνίδια στις ετοιμόρροπες ισορροπίες σου.
Αν όμως αφεθείς στην γκρίζα επανάληψη του μουρμουρητού τους, σου χαρίζουν μια μοναδική γαλήνη με απόηχους από τα εφηβικά σου χρόνια, τότε που όλα τα φοβερά, τα μεγάλα και τα απόκοσμα εξαγόραζαν τους φόβους σου, τους πόθους σου και τις ανάγκες σου με μυσταγωγίες και μεθυσμένες νύχτες βροχερές. Πολλά τα αναπάντητα μετά από κάθε σου επίσκεψη εδώ. Πάρα πολλά.
Και αγριεμένες οι ολικές επαναφορές των συναισθημάτων και ακροβασιών μου. Μοναδική δικλίδα ασφαλείας σε όλο αυτό, το ότι κανείς δεν πρόκειται να μου ζητήσει απαντήσεις. Σιχαίνομαι τις απαντήσεις και τις ερωτήσεις για το πώς πέρασα κάθε φορά που επισκέπτομαι το Βερολίνο. Είναι ίσως το τελευταίο πολύ προσωπικό μου πράγμα που επιμένω να κρατάω χωρίς να το μοιράζομαι. Ή να μοιράζομαι μόνο μέσα από τα γραπτά μου.

Δευτέρα βράδυ και περπατάω με ένα όμορφο αγόρι την Καρλ Μαρξ Αλέε, στο Ανατολικό. Βρέχει αλλά δεν μας νοιάζει, όσο πιο πολύ μουσκεύει  το δερμάτινο μπουφάν μου τόσο περισσότερο ασφαλής αισθάνομαι. Τα μαύρα μαλλιά του μικρού γυαλίζουν από τη βροχή, το νερό κυλάει στο μέτωπό του, αισθάνομαι αφόρητη δίψα, θέλω να πιω κάθε σταγόνα που κατρακυλάει στα μάγουλά του, και αυτό όλο δεν είναι καύλα, δεν είναι έρωτας, δεν είναι επιθυμία, είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και ύπουλο και βασανιστικό, που με ηρεμεί και με κάνει να χαμογελάω. Να χαμογελάω θλιμμένα γιατί το αγόρι μου το είχε πει από παλιά, του προκαλεί εντύπωση το βλέμμα μου όταν κουβαλάει μελαγχολίες και εγώ αυτή τη στιγμή είμαι έτοιμος να κάνω οτιδήποτε προκαλεί εντύπωση στο αγόρι.

Χωνόμαστε σε ένα μπαρ στη μέση του πουθενά, διακοσμημένο με κολάζ στους τοίχους κινηματογραφικών φωτογραφιών από λαϊκά γερμανικά περιοδικά της δεκαετίας του '60, βινίλια και ραπτομηχανές Singer. Φαντάζομαι ότι είμαι ράφτης σε μια Γερμανία άλλης εποχής. Ερωτευμένος ράφτης που τα βράδια ξενυχτάει πάνω από μια ραπτομηχανή Singer στο ημίφως, για να ράψει την πιο όμορφη φορεσιά για το αγόρι. Να τη ράψει κρυφά, στην Ανατολική Γερμανία απαγορευόταν να αγαπάς αγόρια. Το έχω αυτό το καταραμένο Φασμπιντερικό σύνδρομο από μικρός και ακόμα και στα τριάντα μου δεν μπορώ να του ξεφύγω. Μόλις μυριστώ ανέφικτο έρωτα και επιθυμία (το αγόρι είναι στρέιτ), εκεί ολοκληρώνομαι. Στο ανολοκλήρωτο, στο ανεκπλήρωτό μου, μόνο εκεί ολοκληρώνομαι. Και γαμώτο, δεν είμαι ούτε τόσο όμορφος ούτε τόσο πλούσιος για να τον κρατήσω για πάντα κοντά μου. Μερικές φορές σκέφτομαι πως θα προτιμούσα να είμαι μια εξηντάρα πλούσια αδερφή με περουκίνι, από αυτές που αγαπούν πολύ την τέχνη και μόλις μυριστούν τεκνό με ταλέντο και αστραφτερό χαμόγελο γίνονται οι χρηματοδότες και προστάτες του. Και δεν ζητάνε ούτε καν σεξ για αντάλλαγμα. Τους αρκεί που βλέπουν ένα λουλούδι να ανθίζει, με τη δική τους συμβολή. Του το είπα αυτό του αγοριού και έσκασε στα γέλια.

Μοιραστήκαμε μια μπρουσκέτα και ένα πιάτο λιωμένες πατάτες, τυρί και σπανάκι και πολλά Long Island. Και ύστερα για τρεις ώρες, χωθήκαμε στο πίσω δωμάτιο του μπαρ και παίζαμε φλιπεράκι με μανία. Μέχρι τώρα στη ζωή μου έμπαινα σε πίσω δωματιάκια των μπαρ μόνο για πήδημα ξεπέτα, κανένα μπάφο και άλλα ανάλογα. Ποτέ για φλίπερ. Τι χαρά ήταν αυτή η ανακάλυψη. Να παίζουμε και να κοντραριζόμαστε για το ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο σκορ, να τον βλέπω να φέγγει όταν γελούσε που χτυπούσε μεγαλύτερες βαθμολογίες στο φλιπεράκι και να παρακαλάω να χάσω, για να έχω το χαμόγελό του φυλαχτό. Και όλα αυτά τα γράφω έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι φλερτάρω επικίνδυνα με το πιο μπανάλ μελό που υπάρχει και τη συναισθηματική υπερβολή, όμως, αν δεν τα γράψω θα σκάσω και ακόμα χειρότερα φοβάμαι πως αν δεν τα γράψω θα μείνω για πάντα εγκλωβισμένος σε αυτήν την πόλη που τόσο αγαπώ.

Δεν αντέχω να μένω εγκλωβισμένος σε πόλεις και διαδρομές και αγαπημένους -ίσως και από προσωπική αναπηρία- αλλά έχω πραγματική ανάγκη τις ανάσες μου και τις αναχωρήσεις μου από τους δρόμους που περπάτησα λατρεύοντας την επαφή του τσιμέντου τους με το πέλμα μου. Γιατί, πάνω από όλα, έχω ανάγκη τις αναμνήσεις μου, την απόσταση ασφαλείας που θα με χωρίζει σε λίγο καιρό από εκείνο το βροχερό βράδυ στην Καρλ Μαρξ, τη γλύκα της ξεθυμασμένης μνήμης που θα επισκέπτεται ξανά αυτό το βράδυ και αυτήν την πόλη, μέχρι το επόμενό μου ταξίδι, διαστρεβλώνοντας τα πραγματικά γεγονότα, εκλογικεύοντας τα, και με τον χρόνο βάζοντάς τα στο μουσείο σαν αντικείμενο θαυμασμού, εξαίσιων παρορμήσεων και εκστατικών σιωπών.
 
Αραγε τώρα που τα γράφω αυτά και ο όμορφος κοιμάται στην άλλη άκρη της πόλης χαμογελάει στον ύπνο του; Και αν φορούσα γυαλιά και ήμουν ξαπλωμένος δίπλα του, θα μπορούσα να πάω χωρίς να τον ξυπνήσω τόσο κοντά του ώστε να θαμπώσουν τα γυαλιά μου από την ανάσα του; Ισως να μην έχει σημασία. Ισως να αρκεί που το σκέφτηκα, και με τη σκέψη αυτή θα μπορέσω σε λίγη ώρα να κοιμηθώ κι εγώ.
Τάσος Θεοδωρόπουλος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "ΟΛΑ TV"
18 Φεβρουαρίου 2007