Πέμπτη, Οκτωβρίου 06, 2011

Steve Jobs

“I Quit…” ανακοίνωσε ο Steve Jobs συμπληρώνοντας ότι πλέον θα παρακολουθεί τις εξελίξεις από την καρέκλα του προέδρου της Apple, μία είδηση που προκάλεσε λογιστικό πυρετό στους χιλιάδες μετόχους και ρίγη συγκίνησης στα εκατομμύρια θαυμαστές του. Επειδή, απλούστατα, για πολλούς ο εκκεντρικός απόστολος της πληροφορικής είναι αναντικατάστατος. Τον Μάϊο που μας πέρασε ο Γιώργος Παπανδρέου μπήκε στην αίθουσα του Προεδρικού Μεγάρου όπου θα διεξαγόταν το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών μ’ ένα iPad2 ανά χείρας. Κάθησε δίπλα στην Αλέκα Παπαρήγα, η οποία με τη σειρά της άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα iPad (σκέτο). Ο Αλέξης Τσίπρας, πιο δίπλα, έριξε μια ματιά στο iPhone του όσο ο Γιώργος Καρατζαφέρης περιοριζόταν στο να ζωγραφίζει καραβάκια σε ένα λευκό μπλοκ, μ’ ένα ταπεινό στυλό. Τους παρευρισκόμενους δημοσιογράφους εντυπωσίασε ένα γεγονός: η Παπαρήγα με iPad!
Και η ίδια, όμως, εξεπλάγη με την έκπληξη των δημοσιογράφων. Γιατί να μην έχει iPad, δηλαδή, αφού είναι λάτρις της τεχνολογίας; Και στο κάτω κάτω το iPad, όπως το iPhone, το iPod, οι υπολογιστές iMac και τόσα άλλα με πρώτο συνθετικό το «i», δεν είναι το κακό πρόσωπο του καπιταλισμού, αλλά το φωτεινό του, το δημιουργικό, το αισιόδοξο, αυτό που αναβαθμίζει την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής και διαμορφώνει ολόκληρες βιομηχανίες.
Αυτό δεν το είπε η κυρία Παπαρήγα, αλλά όποιος έχει χρησιμοποιήσει κάποια από τα προαναφερθέντα προϊόντα της Apple το προσυπογράφει ανεπιφύλακτα. Και συμμετέχει στην παγκόσμια συγκίνηση για την παραίτηση από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου τα εταιρείας που τα διαθέτει στην αγορά, του ανθρώπου που είναι υπεύθυνος γα τη δημιουργία τους, του θρυλικού Steve Jobs, του πιο επιτυχημένου επιχειρηματία όλων των εποχών (μαζί με το αντίπαλο δέος, τον Bill Gates της Microsoft).
Η συγκίνηση οφείλεται, βέβαια, στον λόγο που οδηγεί τον μόλις 56 ετών Steve Jobs να πάρει τη δυσβάσταχτη αυτή απόφαση, στα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει από το 2004. Η ομιλία του στους αποφοίτους του Πανεπιστημίου Στάνφορντ το 2005 ηχεί πιο επίκαιρη από ποτέ: «Δεν έχετε πολύ χρόνο, μην τον σπαταλήσετε, λοιπόν, ζώντας τη ζωή κάποιων άλλων. Μην αιχμαλωτιστείτε από το δόγμα που θέλει να ζείτε σύμφωνα με το τι νομίζουν οι άλλοι. Μην αφήνετε τη γνώμη των άλλων να πνίξει την εσωτερική φωνή σας. Και, το σημαντικότερο, να έχετε το θάρρος να ακούτε την καρδιά και τη διαίσθησή σας».Κάποιοι βλέπουν την απόφασή του να αποσυρθεί ως το τέλος μιας εποχής. Μιας εποχής που εκτείνεται τις δύο τελευταίες δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων η τεχνολογία της Apple άλλαξε τη ζωή μας τόσο ριζικά, ώστε να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε για τον τρόπο με τον οποίο ζούσαμε προηγουμένως. Τον τρόπο που ακούγαμε μουσική, που επικοινωνούσαμε μεταξύ μας, που μοιραζόμασταν εμπειρίες, φωτογραφίες, βίντεο, που βλέπαμε animation. Τίποτε δεν είναι πια το ίδιο μετά την έλευση του κυρίου Jobs και του επιχειρηματικού δαιμονίου του.
Τουλάχιστον αποχωρεί ικανοποιημένος, διότι γνωρίζει με σιγουριά ότι το όραμα που μορφοποιήθηκε στο μυαλό του, από όταν ήταν έφηβος ακόμη, πραγματοποιήθηκε: τα κατάφερε και άλλαξε τον κόσμο. Οχι μόνο μία και δύο φορές. Είναι αυτός που εισήγαγε την έννοια το προσωπικού υπολογιστή ήδη από τη δεκαετία του 1970. Αυτός που παρουσίασε τον πρώτο υπολογιστή με ποντίκι, παράθυρα, εικονίδια και γραφικά (λέγε με και Macintosh) το 1984. Αυτός που το 2001 έβγαλε από την πίσω τσέπη του τριμμένου τζιν του το μινιμαλιστικό iPod και έδωσε στον κόσμο τα iTunes, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο που αγοράζουμε, διαχειριζόμαστε και ακούμε μουσική, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η μουσική βιομηχανία. Το χρωστάμε πολλά για το iPhone και τις εκατοντάδες χιλιάδες ευφάνταστες εφαρμογές του (apps) – μεταξύ των οποίων και το Instagram των 150 εκατ. φωτογραφιών που μοιράζονται στο iPhone τους επίδοξοι φωτογράφοι του αυθόρμητου. Το iPhone καταβρόχθισε στην ουσία το «μουσικόφιλο» ξαδερφάκι του, iPod, θέτοντας σε ισχύ έναν άγραφο νόμο της Silicon Valley: «Φάε εσύ ο ίδιος το φαγητό σου, προτού το κάνει κάποιος άλλος για σένα». Δηλαδή ένα προϊόν υψηλής αγοραστικής αξίας ενσωματώνεται στο τηλέφωνο που το διαδέχεται και ανταγωνίζεται τον προκάτοχό του. Πολλοί το σκέφτηκαν, μόνο ο Jobs το τόλμησε. Το iPad που προτιμούν και οι πολιτικοί μας αρχηγοί θα μπορούσε από την άλλη να είναι ο αγγελιοφόρος του… θανάτου των PC’s.
Αυτός ήταν και ο εμμονικός στόχος του Jobs, να καταπλήσσει τον κόσμο με κάθε νέο τεχνολογικό επίτευγμα της εταιρείας του. Αυτή η επιδίωξη τροφοδοτούσε το ασίγαστο πάθος του και όχι η επιθυμία του να πλουτίσει. Τουλάχιστον δεν ήταν πρώτη στη λίστα της ιεραρχίας του, μολονότι κατάφερε να κερδίσει το πρώτο του εκατομμύριο στα 24 χρόνια του, όταν η Apple διέθεσε ιδιωτικά μετοχές της, ενώ έπειτα από έναν περίπου χρόνο κέρδισε τα πρώτα του 200 εκατ. ως αποτέλεσμα της δημόσιας διάθεσης των μετοχών της εταιρείας. Το σπίτι που αγόρασε με τα πρώτα του χρήματα είχε μεν 19 κρεβατοκάμαρες, αλλά καμία διακόσμηση πέραν από έναν πίνακα του αμερικανού ζωγράφου Maxfield Parish.
O Jobs ατένιζε τον κόσμο από την κορυφή, όμως πολύ σύντομα θα κατακρημνιζόταν και θα βρισκόταν υπό διωγμόν από την ίδια την εταιρεία που δημιούργησε το 1985. Αλλά θα σκαρφάλωνε ξανά στην κορυφή και μάλιστα με πολύ πιο θεαματικό τρόπο από την πρώτη φορά. Από το 1997, οπότε και ανέλαβε (ξανά) τα ηνία της Apple, ως σήμερα, η μετοχή της εταιρείας έχει πολλαπλασιάσει την αξία της 57 φορές. Η Apple φιγουράρει σήμερα ως το πιο πολύτιμο brand του πλανήτη, με χρηματιστηριακή αξία που αγγίζει τα 324 δισ. δολάρια.
«Θεός» ο Jobs. Για τα εκατομμύρια θαυμαστές του, αλλά πρωτίστως για τον εαυτό του. Εξάλλου, στο καθιερωμένο αποκριάτικο εταιρικό πάρτι της Apple το 1978 εμφανίστηκε ντυμένος ως Ιησούς Χριστός. Η ασυνήθιστη επιλογή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους συνεργάτες του, οι οποίοι ταλαιπωρούνταν από το υπερτροφικό Εγώ και την αλαζονεία του. Τα υπέμεναν όλα. Για ποιον λόγο ακριβώς; Επειδή η γοητεία και το μέγεθος του οράματός του ήταν ακαταμάχητα. «Θα κάνουμε τον υπολογιστή Lisa τόσο σημαντικό, ώστε να προκαλέσουμε το σύμπαν» τους παρότρυνε και κανείς δεν αμφισβητούσε τον προφήτη της Apple. Αυτός ήταν ο απόστολος της θρησκείας του προσωπικού υπολογιστή.
Πώς τα κατάφερε, όμως, και πώς έφτασε ως εδώ αυτός ο πάλαι ποτέ ασκητικός νέος, ο ορκισμένος χορτοφάγος, ο άπλυτος και ξυπόλητος οπαδός της ζεν φιλοσοφίας, με τα μακριά, αχτένιστα μαλλιά, ο οποίος εγκατέλειψε το ελιτίστικο κολλέγιο Ριντ στο Πόρτλαντ του Ορεγκον ένα εξάμηνο αφότου μισο-παρακολούθησε τα μαθήματα; Επειδή από τότε ήξερε πώς να πάρει τα χρήματα για τα δίδακτρα πίσω και να πείσει επιπλέον τον πρύτανη να τον αφήσει να κοιμάται στο κοιτώνα του κολεγίου δωρεάν. Η ικανότητα του να πείθει, να κλείνει συμφωνίες και να παίρνει ρίσκα εκεί που οι άλλοι λούφαζαν, καθώς και η ψυχαναγκαστική τελειομανία του έγιναν το εισιτήριό του για την επιτυχία. Είναι τόσο απλό;
Μάλλον όχι. Στο βιβλίο «iCon Steve Jobs: Η εντυπωσιακότερη δεύτερη πράξη στην ιστορία των επιχειρήσεων» (εκδόσεις Ωκεανίδα) των Jeffrey S. Young και William L. Simon, περιγράφονται εύστοχα οι λόγοι που έφεραν τον Jobs στην κορυφή του κόσμου, σε αντίθεση με όσους βρέθηκαν στον δρόμο του και συχνά παραγκωνίστηκαν από αυτόν. Εξ ου και ο τίτλος «iCon», ο οποίος συνοψίζει τη βαθιά αντιφατική προσωπικότητα του Jobs – πρωτοπόρος, αλλά και «απατεώνας» μαζί: «Διέθετε τον ενθουσιασμό ενός πωλητής για το προϊόν του, το βιβλικό πάθος του ιεροκήρυκα, την εμμονή ενός ζηλωτή και την αποφασιστικότητα ενός φτωχού παιδιού να πιάσει την καλή». Επιπλέον, βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή: Οταν η Silicon Valley ήταν «η Φλωρεντία της Αναγέννησης», στις αρχές της δεκαετίας του ’70, και η ψηφιακή εποχή μόλις άρχιζε να ανατέλλει. Το timing δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο.
Δεν ισχύει το ίδιο για τα παιδικά του χρόνια. Ο Steve Jobs γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1955, σε μια εποχή, δηλαδή, όπου οι ανύπαντρες μητέρες συνήθως δεν κρατούσαν τα παιδιά τους, αλλά τα έδιναν για υιοθεσία. Οι πραγματικοί γονείς του, ανύπαντροι και φοιτητές στο Πανεπιστήμο του Γουισκόνσιν, του κληροδότησαν λαμπερά γονίδια. Ο πατέρας του ήταν αραβικής καταγωγής και έκανε διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες, η μητέρα έκανε μεταπτυχιακό στη λογοθεραπεία. Μωρό ακόμη, υιοθετήθηκε από τον Paul και την Clara Jobs και δεν γνώριζε τίποτε για τους πραγματικούς του γονείς επί σειρά ετών. Ενας παλιός φίλος του έχει πει ότι «κάπου βαθιά μέσα του τον έτρωγε η ανασφάλεια, ένιωθε ότι έπρεπε να αποδείξει πόσο σπουδαίος ήταν. Η ορφάνια οδήγησε τον Steve σε μονοπάτια που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα κατανοήσουμε ποτέ».
Ο θετός πατήρ Jobs είχε καλές μηχανολογικές γνώσεις και ζούσε την οικογένειά του εισπράττοντας καθυστερούμενες δόσεις από την αγορά αυτοκινήτων. «Πανέξυπνος», αλλά «μοναχικός» στο σχολείο, ο Steve αδιαφορούσε για τα μαθήματα και προτιμούσε να ταράζει τους δασκάλους του ρίχνοντας στην τάξη αυτοσχέδιες βόμβες ή αμολώντας φίδια (!) στην αίθουσα. Οι αποβολές ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και μόνο μια δασκάλα στη Δ’ Δημοτικού στάθηκε ικανή να τον τιθασεύσει και να τον πείσει να διαβάσει: τον δωροδόκησε. «Το χρήμα άναβε μέσα του το πάθος της γνώσης» σχολιάζουν οι συγγραφείς του «iCon».
Στο Γυμνάσιο του Κουπερτίνο γνώρισε τον έτερο Steve, τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερό του Wozniak, με τον οποίο θα ξεκινούσαν λίγο αργότερα την Apple μέσα σ’ ένα παλιό γκαράζ, όπως ακριβώς αποπειρόνταν τόσοι και τόσοι επίδοξοι φοιτητές παθιασμένοι με τα ηλεκτρονικά στις παρυφές της Silicon Valley.
Στα 18 του ο Jobs προσελήφθη στη γνωστή εταιρεία videogame Atari. Η δύναμη της πειθούς τους ήταν από τότε τεράστια και στη συγκεκριμένη περίσταση περιορίστηκε στη λιτή, αλλά αδιαπραγμάτευτη δήλωση: «Δεν φεύγω από ‘δω μέσα μέχρι να με προσλάβετε». Ο αρχιμηχανικός που το έκανε, είδε έναν ένθερμο οραματιστή στο πρόσωπο του Jobs, δηλαδή κάποιον «ο οποίος διαθέτει ένα εσωτερικό όραμα που δεν υποστηρίζεται από αντικειμενικά γεγονότα».Σύντομα, βέβαια, κέρδισε τις εντυπώσεις με την χαρισματικότητά του, αλλά και εμπνέοντας την εμπιστοσύνη στους γύρω του, όπως θα συνέβαινε διαρκώς στη μετέπειτα επαγγελματική ζωή του. Του ανέθεσαν, μάλιστα να απλουστεύσει τον μηχανισμό κατασκευής ενός παιχνιδιού με τίτλο «Breakout». Ο Jobs στράφηκε για βοήθεια στον Wozniak, τον φίλο του και μάγο των ηλεκτρονικών, και ο καταμερισμός εργασίας έγινε ως εξής: «Ο Jobs αγόραζε καραμέλες και Coca-Cola κατά τη διάρκεια του 48ωρου που ο Wozniak σχεδίαζε τα κυκλώματα». Τι πιο λογικό; Ο ένας ήθελε να σχεδιάζει, ο άλλος ήξερε πώς να βγάζει χρήμα. Η αμοιβή τους ήταν 1.000 δολάρια. Ο Jobs είπε στον Wozniak ότι τους έδωσαν 600 και του παρέδωσε το μερίδιο που του αντιστοιχούσε, δηλαδή 300 δολάρια. Ο ίδιος είχε βάλει στην τσέπη τα υπόλοιπα. Είναι γνωστό ότι ο επιτυχημένος επιχειρηματίας δεν περπατά πάντα σε δρόμους στρωμένους με ροδοπέταλα.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, ο Jobs θα έπαιρνε όλα τα εύσημα για τη δημιουργία του Macintosh, χωρίς ποτέ να γίνει ευρέως γνωστό ότι αυτός που είχε οραματιστεί και εξελίξει τον συγκεκριμένο υπολογιστή ήταν στην ουσία ο Jef Raskin. Ο Jobs ήταν εμμονικά απορροφημένος από τη φιλόδοξη δημιουργία της Lisa, ενός υπολογιστή που έμελλε να μην απογειωθεί ποτέ στην αγορά. Η Lisa απέτυχε μολονότι ο Jobs εμπιστεύθηκε το πιο αξιόπιστο focus group που γνώριζε: τον εαυτό του. «Οταν ο Bell ανακάλυπτε το τηλέφωνο, δεν βγήκε να κάνει έρευνα αγοράς για να δει αν το χρειαζόταν ο κόσμος» ήταν το αποστομωτικό επιχείρημά του. Ο τελικός Macintosh που παρέδωσε στην αγορά δεν είχε μεγάλη σχέση με αυτόν που άφησε μισοτελειωμένο όταν έφυγε από την εταιρεία ο Raskin ηττημένος από τον Jobs. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν ήταν εξ’ ολοκλήρου δημιούργημα του Jobs.
Θα περνούσαν χρόνια για να πει το περίφημο «η Apple είναι ομαδικό σπορ», όταν θα αναλάμβανε ξανά την εταιρεία και αφότου οι φιλοδοξίες του είχαν ήδη σκοντάψει αρκετές φορές. Σαφέστατα ήξερε να επιλέγει τους καλύτερους. Με ερωτήσεις του τύπου: «πόσες φορές έχεις πάρει ναρκωτικά; Πότε έχασες την παρθενιά σου;» ρωτούσε ο λάτρης του LSD εκείνη την εποχή, περιμένοντας να ακούσει εύστροφες απαντήσεις.
Το καλοκαίρι του ’74 ο Jobs έκανε ένα ταξίδι αυτογνωσίας στην Ινδία. Αφότου περιπλανήθηκε ως κουρελής μοναχός-επαίτης με το κεφάλι ξυρισμένο, κατέληξε, όπως έλεγε αργότερα, στο εξής συμπέρασμα: «Ισως ο Thomas Edison έκανε πολύ περισσότερα για να καλυτερέψει τον κόσμο από όσα ο Karl Marx και ο Neem Karoli Baba μαζί». Είναι ενδιαφέρουσα η επιλογή προτύπου που κάνει ο Jobs. Ο παραγωγικότερος εφευρέτης της σύγχρονης εποχής, ο Thomas Edison, προσέφερε πολύ μεγάλες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα με τον φωνογράφο του, τον ηλεκτρικό λαμπτήρα και την κινηματογραφική μηχανή. Είναι λιγότερο γνωστός για το πόσο πολέμησε, πόσο σαμποτάρισε τον ανταγωνιστή του, Nikola Tesla, προκειμένου να μην επικρατήσει η ανακάλυψή του, το εναλλασσόμενο ρεύμα.
Βέβαια, οι τακτικές του Edison δεν μειώνουν την αξία των ανακαλύψεών του. Ισως θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Jobs είναι ο σύγχρονος Edison, η ιδιοφυΐα του, όμως, παραμένει αδιαμφισβήτητη. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το σπάνιο αισθητικό κριτήριό του, τόσο σπάνιο στον χοντροκομμένο κόσμο της τεχνολογίας, πλασμένο από άπειρες αλληλουχίες 0 και 1.
«Δημιουργούσε αντικείμενα που ο κόσμος ποθούσε να αποκτήσει. Προσέδιδαν κύρος σε όποιον τα χρησιμοποιούσε. Από το πρώτο Mac μέχρι το πρόσφατο iPad, η ιδιοφυΐα του Jobs έγκειται, όμως, και στην ευχρηστία και στην εργονομία των προϊόντων του» λέει στο ΒΗΜagazino ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος της γραφιστικής ομάδας Beetroot: «Ηταν πανούργος και έδωσε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να χειριστεί μια φαινομενικά περίπλοκη συσκευή, διευκολύνοντάς του έτσι τη ζωή. Οι γραφίστες προτίμησαν τους υπολογιστές της Apple, αρχικά επειδή το λογισμικό που παρείχαν αυτοί ήταν πιο προχωρημένο. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όμως τα αντικείμενα της Apple είναι πλέον φετίχ λόγω του design τους. Ενα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα των προϊόντων του ήταν η αξιοπιστία τους ως μηχανημάτων, γι’ αυτό και ήταν πολύ ακριβότερα».
Ο βιομηχανικός σχεδιαστής Κωνσταντίνος Χούρσογλου εστιάζει με τη σειρά του στην υψηλή αισθητική των προϊόντων της Apple: «Από την αρχή ήταν μακράν μπροστά σε σχέση με οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε στην αγορά. Η σημασία που έδινε ο Jobs στη λεπτομέρεια ήταν μοναδική. Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο του μηχανήματος, είτε το βλέπεις είτε όχι, που να μην είναι σχεδιασμένο μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Προσωπικά, με εντυπωσιάζει αυτή η εμμονή με τη λεπτομέρεια».
Το ερώτημα στα χείλη όλων είναι, βέβαια, ποιος θα αλλάζει τον κόσμο εφεξής. Λέγεται ότι ο Timothy D. Cook που αναλαμβάνει δεν είναι τύπος ανάλογου διαμετρήματος. Το νέο iPhone, παρ’ όλα αυτά, κυκλοφορεί το φθινόπωρο και το νέο iPad μέσα στο 2012. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος δεν έχει απόλυτη ανάγκη τη διαρκή αναβάθμιση της τεχνολογίας του. Ο κόσμος, όμως, διψά για τη μαγεία της Apple. Αφήστε που μάλλον έχει ξεχάσει από καιρό να ζωγραφίζει καραβάκια με στυλό…

Μαρίνα Αστραπέλλου
“ΤΟ ΒΗΜΑ” – “BHMagazino”
4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Steve Jobs είναι το αντίθετο του μάρκετινγκ. Τι κάνει το μάρκετινγκ; Ερευνά την αγορά, ρωτάει τους καταναλωτές για τις ανάγκες τους, οργανώνει ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες, δοκιμάζει πρότυπα μοντέλα των προϊόντων σε χρήστες για να δει τις αντιδράσεις τους και να διορθώσει συνακόλουθα το τελικό προϊόν.
Τίποτα από αυτά δεν έκανε ο Jobs. Σε μια εποχή κατά την οποία οι μεγάλες εταιρείες ξοδεύουν εκατομμύρια για έρευνα, αυτός σχεδίαζε τα προϊόντα του μέσα στο νου του. Οταν του μιλούσαν για έρευνα απαντούσε: «Μα οι καταναλωτές δεν ξέρουν τι θέλουν».
Και πραγματικά: Ποιος ήξερε ότι χρειάζεται μια ταμπλέτα, ένα iPhone ή μια οθόνη με εικονίδια και ποντίκι; Ποιος φαντάστηκε ποτέ έναν χώρο σαν το iTunes που περιέχει όλη τη μουσική στον κόσμο, έτοιμη να την αγοράσεις και να την απολαύσεις μ’ ένα κλικ;
Ολα αυτά τα οραματίστηκε και τα υλοποίησε ο Jobs με τρόπο τέλειο. Γιατί και όταν κάτι το είχαν εφεύρει άλλοι, πριν από αυτόν, του έδινε νέα μορφή και τρόπο χρήσης, που το έκανε μοναδικό. Το iPod δεν ήταν το πρώτο mp3 – πριν από αυτό είχα ήδη άλλες τέσσερις συσκευές συμπιεσμένης μουσικής. Αλλά μόνο με το iPod συνειδητοποίησα και εγώ και ο κόσμος τι θα πει διαχείριση φορητής μουσικής. Σε δύο χρόνια κέρδισε την αγορά.
Και έπειτα αυτή η λατρεία του στη φόρμα – στην ομορφιά… Από τη Lisa και τον πρώτο Mac ήδη φαινόταν πως ο Jobs έβλεπε κάθε προϊόν σαν έργο τέχνης. Μετά την επάνοδό του στην Apple έσμιξε με τον Jonathan Ive, τον ιδιοφυή chief designer της Apple, που συνέχισε τη μεγάλη παράδοση της Braun της δεκαετίας του ’50-’60. Ο Ive προλογίζει και το βιβλίο για τον Dieter Rams της Braun, τον μεγαλύτερο σχεδιαστή βιομηχανικών προϊόντων του 20ού αιώνα, και παραδέχεται ότι ακολουθεί τις αρχές του.
Το πρώτο δείγμα της συνεργασίας Jobs – Ive ήταν το iMac (1998), που άλλαξε με χρώμα τον κόσμο των υπολογιστών. Και έπειτα ακολούθησε όλη η σειρά των i-προϊόντων που γοήτευσαν και γοητεύουν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη τη Γη. Η λειτουργικότητα έγινε τέχνη – και η τέχνη λειτουργία. Και ο Jobs ποιητής της τεχνολογίας.
Και αυτόν τον άνθρωπο τον έδιωξαν από την Apple κάτι γραφειοκράτες που μετά βούλιαξαν την εταιρεία. Τον κατηγόρησαν πως ήταν εγωιστής, μονομανής, νάρκισσος, υπερόπτης, αυταρχικός. Ε, και; Ηταν όλα αυτά και κάτι άλλο: μεγαλοφυής.
Στο YouTube υπάρχει η ομιλία του Jobs (ήδη πολιορκημένος από την αρρώστια) στους αποφοίτους του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. «Είναι η πρώτη τελετή αποφοίτησης στην οποία παρευρίσκομαι» είπε, αυτός που δεν είχε φοιτήσει πουθενά. (Σημειώστε όλοι εσείς που κυνηγάτε πτυχία: Και οι τρεις μεγάλοι της πληροφορικής, Bill Gates, Larry Ellison, Steve Jobs, ήταν απόφοιτοι γυμνασίου!).
Η ομιλία αυτή είναι ένα εμβληματικό κείμενο της εποχής μας – κάτι που θα μείνει, σαν τον «Επιτάφιο» του Περικλή. Τελειώνει με μια παραίνεση του Jobs στους φοιτητές: «Stay hungry! Stay foolish!» - «Μέινετε πεινασμένοι! Μείνετε τρελοί!».
Νίκος Δήμου
“ΤΟ ΒΗΜΑ” – “BHMagazino”
4 Σεπτεμβρίου 2011