Πέμπτη, Οκτωβρίου 12, 2006

Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό

(...)
Το χάραμα βρήκε ακόμα τον παππού μπροστά από το τζάκι, η φωτιά είχε σβήσει, κι αυτός είχε γείρει το κεφάλι στο στήθος κι είχε αποκοιμηθεί. Ο Βεντούζος με τη λυκινιά του είχαν κιόλα φαει κάμποσες κριθαροκουλούρες, είχαν πιει κάμποσους μαστραπάδες κρασί κι είχαν ξαναβάλει τη στράτα μπροστά τους, βιάζουνταν να πάνε να κουρσέψουν το καράβι. Οταν ο παππούς άνοιξε τα μάτια, όλοι τους είχαν γίνει άφαντοι, κι η μυρωδιά μονάχα απόμενε στον αγέρα από τα τσιγάρα τους, τα στιβάνια και τις κρασωμένες αναπνιές.
Κατά το μεσημέρι, την ώρα που οι γυναίκες ξεφούρνιζαν στην αυλή κι ο παππούς είχε καταφέρει να χαράξει απάνω στην πλάκα τα τρία πρώτα κεφαλαία, το Α, το Β και το Γ, και τα ‘δειχνε καμαρώνοντας στον εγγονό του, πρόβαλε στην ξώπορτα ένα λεβεντόπουλο ξενομερίτικο, με φουστανέλα, τουσλούκια, τσαρούχια και σπαστό μακρόφουντο φέσι. Από τον ώμο του κρέμουνταν το τουφέκι και σταύρωναν στο φαρδύ στήθος του τα φισεκλίκια. Ακροζυγιάστηκε μια στιγμή στο κατώφλι σαν αιτός.

«Ενας λιάπης! Ενας λιάπης!», φώναξαν οι γυναίκες, μισοτρομαγμένες, μισοχαρούμενες.
Ο παππούς σήκωσε το κεφάλι από την πλάκα.
«Καλώς τον Ελληνα!» φώναξε, «κόπιασε μέσα, αιτόπουλο!».
Ο φουστανελάς άνοιξε τα μακριά, χυτά κανιά του και δρασκέλισε το κατώφλι, γκαρδιώθηκαν οι γυναίκες, ζύγωσαν και καμάρωναν το κλώσμα και το σείσμα του κορμιού του.
«Ε που να τον χαίρεται η μάνα που τον έχει!» μουρμούρισε μια, «σαν Κρητικός είναι».
Στάθηκε το λεβεντόπουλο μπροστά από τον παππού, χαιρέτησε:
«Είσαι η αφεντιά σου ο γερο-καπετάν Σήφακας, που λένε;» ρώτησε.
«Ολος κι όλος, ήμουν μια φορά κι έναν καιρό καπετάνιος, δεν είμαι πια παρά ο γερο-Σήφακας. Ποιος καλός αγέρας σε φέρνει στο φτωχικό μου;».
«Ερχουμαι από το καράβι του καπετάν Στεφανή, και με λένε Μήτρο, Ρουμελιώτης, έμαθα πως πολεμάει η Κρήτη κι ήρθα κι εγώ να πολεμήσω μαζί της. Στη Σύρα, ένας φραγκοφερμένος, που λεει πως είναι εγγονός σου, μου ‘δωκε για λόγου σου το γράμμα ετούτο, άπλωσε να το παραδώσω στο χέρι σου, τέτοια παραγγελιά ‘χω».
Ο παππούς άπλωσε το χέρι, πήρε το γράμμα, το κοίταξε, πέρασε απάνω του την απαλάμη, το περιχάρηκε, ήταν από τον πιο αγαπημένο του εγγονό: τον πρωτοκάρη γιο του πρωτογιού του του Κωσταρού, αυτόν πρωτοταχτάρισε στα γόνατά του κι αυτός τον πρωτόπε παππού.
«Να ‘σαι καλά, λεβέντη μου, για τον κόπο που επήρες», είπε κι έβαλε το γράμμα στον κόρφο του.
Κοίταξε χαμογελώντας το Θρασάκι:
«Θα το δώσω ενός άλλου εγγονού μου γραμματισμένου να μου το διαβάσει, να δούμε τι λεει. Μα παραύστερα. Τώρα, στρώστε, γυναίκες, το σοφρά, μουσαφίρη έχουμε από μεγάλο σόι, Ελληναν αληθινό, με φουστανέλα. Φέρτε του το καλό σκαμνί να καθίσει».
Του ‘φεραν μιαν παλιά καρέκλα που ‘χε στη ράχη της το δικέφαλο αετό. Στέκουνταν όρθιος ο παππούς στη μέση της αυλής και το πρόσωπό του έλαμπε, πετούσε από τη χαρά του, σα να υποδέχουνταν στο αρχοντικό του, μουσαφίρισσα ακριβή, την Ελλάδα. Να ‘ταν νύχτα, θα πρόσταζε ν’ ανάψουν όλα τα λυχνάρια του σπιτιού και πευκοδαδιά μεγάλα, να τον καλωσορίσει, μα ‘ταν μέρα μεσημέρι, κι ο κρητικός ήλιος κρέμουνταν ίσια ίσια απάνω από το ξανθό ρουμελιώτικο κεφάλι και κατέβαινε χαδεύοντας την κεντημένη φέρμελη και το πέτσινο σελάχι με τις πιστόλες και τ’ άσπρα τεντωμένα του σκαλτσούνια… Κι ο Ρουμελιώτης δεν ήθελε κι αυτός να καθίσει, στέκουνταν αποθαμάζοντας μπροστά του τα καταχιόνιστα κοτσονάτα γεράματα. «Θεός αρχαίος είναι ετούτος», συλλογίζουνταν, «αθάνατος».
«Παππού», είπε πιάνοντας το χέρι του γέρου, «έχω ακουστά, έζησες σαν το μεγάλο δρυ, έφαες μπόρες, πόνεσες, χάρηκες, πολέμησες, δούλεψες εκατό χρόνια. Πως σου φάνηκε η ζωή, παππού, στα εκατό ετούτα χρόνια;».
«Σαν ένα ποτήρι κρύο νερό, παιδί μου», αποκρίθηκε ο γέρος.
«Και διψάς ακόμα, παππού;».
Σήκωσε αψηλά το μπράτσο του ο γέρος, έπεσε το φαρδύ μανίκι του πουκαμίσου και ξεσκέπασε, ως τον ώμο, το κοκαλιάρικο κουφαλιασμένο μπράτσο.
«Ανάθεμά τον», είπε με βαριά φωνή σα να καταριόταν, «ανάθεμά τον που ξεδίψασε!»...

Νίκος Καζαντζάκης
"Ο Καπετάν Μιχάλης"
1950~1953