Τρίτη, Ιουνίου 07, 2011

Μέτρα κατά της βίας

Μια φορά, καθώς ο κύριος Κόυνερ, ο στοχαστής, έβγαζε λόγο σε μια κατάμεστη αίθουσα και καταφερόταν κατά της βίας, πρόσεξε ξαφνικά πως ο κόσμος άρχιζε να τραβιέται και να φεύγει. Γύρισε τότε κι είδε να στέκει πίσω του – η Βία αυτοπροσώπως.
«Τι τους έλεγες;» τον ρώτησε η Βία.
«Τους μιλούσα υπέρ της Βίας» απάντησε ο κύριος Κόυνερ.
Την ώρα που έφευγε ο κύριος Κόυνερ, τον ρώτησαν οι μαθητές του γιατί υποχώρησε. Ο κύριος Κόυνερ απάντησε:
«Για να μπορέσω να προχωρήσω. Εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».
Και ο κύριος Κόυνερ τους διηγήθηκε μια ιστορία:
Στο σπίτι του κυρίου Δόλιου, που ήξερε να λέει όχι, μπήκε μια μέρα, στα χρόνια της παρανομίας, ένας πράκτορας, και του ‘δειξε ένα χαρτί. Το χαρτί, στο όνομα εκείνων που είχαν καταλάβει την πόλη, όριζε πως ο πράκτορας θα είχε στη δικαιοδοσία του κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του και κάθε λογής τροφή που θα ζητούσε, και πως θα είχε υπηρέτη του όποιον έβρισκε μπροστά του.
Ο πράκτορας πήρε καρέκλα και κάθισε, του ζήτησε φαί, πλύθηκε, ξάπλωσε, γύρισε με το πρόσωπο στον τοίχο, και πριν τον πάρει ο ύπνος, ρώτησε: «Θα γίνεις υπηρέτης μου;».
Ο κύριος Δόλιος τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κι άγρυπνος παραστάθηκε στον ύπνο του. Εφτά ολόκληρα χρόνια τον υπάκουγε όπως την πρώτη εκείνη μέρα, κι έκανε για τον πράκτορα τα πάντα, εκτός από ένα: δεν του ‘πε ποτέ λέξη. Κι ο πράκτορας όλο και πάχαινε απ’ το πολύ που έτρωγε, κοιμόταν και διάταζε, και πάνω στα εφτά χρόνια πέθανε. Τον τύλιξε τότε ο κύριος Δόλιος στην τριμμένη κουβέρτα, τον έβγαλε σέρνοντας από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, έβαψε τους τοίχους, αναστέναξε και απάντησε:
«Οχι».


Bertold Brecht
"Ιστορίες του κ. Κόυνερ"
1935~1946