Κυριακή, Δεκεμβρίου 24, 2017

Το τυχερό λαχείο

                   "The Watchers" by Steve Bonello

Ο Ιβάν Ντμίτριτς ένας μετρημένος μικροαστός με χρονιάτικα οικογενειακά έξοδα που δεν ξεπερνούν τα χίλια διακόσια ρούβλια είναι πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή του. Αυτή τη στιγμή έχει τελειώσει το βραδινό φαγητό, κάθεται στον καναπέ και διαβάζει την εφημερίδα του.
- Ξέχασα να κοιτάξω την σήμερα την εφημερίδα, είπε η γυναίκα του καθώς σήκωνε το τραπέζι. Μήπως έχει την κλήρωση του λαχείου;
- Εχει βέβαια! αποκρίθηκε ο Ιβάν Ντμίτριτς. Το ανανέωσες όμως για να μην το χάσουμε;
- Το τακτοποίησα την Τρίτη.
- Τι αριθμό έχει;
- 9499 σειρά 26.
- Καλά!.. Για να δούμε... 9499 και 26.

Ο Ιβάν Ντμίτριτς δεν πίστευε διόλου πως μπορούσε να κερδίσει το λαχείο και σε άλλη ώα ούτε θα κοίταζε την κλήρωση. Μα καθώς ήταν γερμένος στον καναπέ, με την εφημερίδα στο χέρι και δεν είχε τι άλλο να κάνει έβαλε το δάχτυλο του στη στήλη των κληρώσεων και το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω στους τυχερούς αριθμούς.
Και ξαφνικά σαν να ήθελε να περιγελάσει η τύχη το σκεπτικισμό του στη δεύτερη κιόλας γραμμή ο αριθμός 9499 χοροπήδησε μπροστά στα μάτια του. Χωρίς να κοιτάξει τον αριθμό της σειράς, χωρίς να προσέξει μήπως έκανε λάθος στο διάβασμα, άφησε την εφημερίδα να πέσει στα γόνατά του και ένιωσε ένα δροσερό κύμα να ανεβαίνει πίσω από το στέρνο του, ένιωσε σα να του έριξαν κατάσαρκα κρύο νερό. Ηταν κάτι σαν ερεθιστικό γαργαλητό.
- Μάσιπ!.. ο αριθμός 9499!.. είπε με πνιχτή φωνή.

Η γυναίκα του κοίταξε το αποσβολωμένο του πρόσωπο, είδε την ταραχή στα μάτια του και κατάλαβε αμέσως πως δεν αστειευόταν.
- Το 9499; ρώτησε.
Χλώμιασε ξαφνικά και της έπεσε από τα χέρια το διπλωμένο τραπεζομάντιλο.
- Ναι, ναι... σοβαρά σου λέω, κερδίζει!
- Και η σειρά;
- Α! Ναι! Εχουμε και τον αριθμό της σειράς. Για να δούμε, μια στιγμή... περίμενε... Μα για σκέψου το! Είναι ο αριθμός τους δικού μας λαχείου. Το καταλαβαίνεις;

Ο Ιβάν Ντμίτριτς κοιτούσε τη γυναίκα του με ένα πλατύ, ηλίθιο χαμόγελο απαράμιλλο σαν παιδί που του δείχνουν κάτι πολύ αστραφτερό και θαμπώνουν τα μάτια του. Η γυναίκα του χαμογελούσε και κείνη. Της άρεσε που ο άντρας της έψαξε πρώτα-πρώτα για τον αριθμό και δεν βιάστηκε να βρει τη σειρά του τυχερού λαχείου. Αυτό το νανούρισμα της ελπίδας, αυτός ο ερεθισμός της πιθανής ευτυχίας έχει τόση γλύκα! Και τόση αγωνία!
- Ο αριθμός μας κέρδισε, είπε ο Ιβάν Ντμίτριτς, αφού στάθηκε κάμποση ώρα σιωπηλός. Μπορεί, λοιπόν, να είμαστε τυχεροί. Απλή πιθανότητα έχουμε, βέβαια, μα την έχουμε!
- Ε! Λοιπόν! Κοίταξε τώρα και τη σειρά, να δούμε!
- Ενα λεπτό! Εχουμε καιρό για να απογοητευτούμε. Είναι στη δεύτερη γραμμή από πάνω, κερδίζει δηλαδή εβδομήντα πέντε χιλιάδες ρούβλια. Δεν είναι καπίκια, είναι χρυσάφι, ολάκερη περιουσία! Και αν είναι η σειρά 26; Ε; Ακούς; αν πραγματικά κερδίσαμε;
Αρχισαν να γελούν και να καμαρώνουν μ' αυτή τη σκέψη. Η πιθανότητα της απρόσμενης τύχης τούς αναστάτωνε. Εκείνη την ώρα δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα. Ούτε γιατί χρειάζονταν αυτές τις εβδομηνταπέντε χιλιάδες ρούβλια, ούτε τι θα αγόραζαν, ούτε που θα πήγαιναν. Στριφογύριζαν στο μυαλό τους οι αριθμοί 9499 και 75000, ως εκεί μονάχα έφτανε η φαντασία τους. Η σκέψη τους δεν προχωρούσε στο πραγματικό γεγονός, στην τύχη δηλαδή, στα κερδισμένα ρούβλια.

Ο Ιβάν Ντμίτριτς σηκώθηκε και με την εφημερίδα στο χέρι άρχισε να βολτάρει πέρα δώθε στην κάμαρα. Μα η πρώτη δυνατή εντύπωση πέρασε και άρχισε να βυθίζεται σιγά σιγά στην ονειροπόληση.
- Και αν κερδίσαμε; είπε ξαφνικά. Τι καινούργια ζωή; Το πανηγύρι; το λαχείο, βέβαια, είναι δικό σου, μα αν το είχα εγώ η πρώτη μου δουλειά θα ήταν να αγοράσω για εικοσιπέντε χιλιάδες ρούβλια ένα ακίνητο να σιγουρευτούμε. Υστερα θα έδινα δέκα χιλιάδες ρούβλια για μερικά απαραίτητα έξοδα: καινούργια επίπλωση... ταξίδια, να ξοφλήσουμε τα χρέη μας και τα λοιπά... Και τις υπόλοιπες σαράντα θα τις έβαζα στην τράπεζα.
- Καλά θα ήταν να αγοράζαμε ένα ακίνητο, είπε η γυναίκα του και κάθησε με τα χέρια στα γόνατά της.
- Κάπου στην Τούλα ή στο Ορέλ. Ετσι θα νοικιάζαμε το σπίτι το καλοκαίρι και θα 'χαμε και έσοδα.
Και στη φαντασία του περνούσαν η μία κοντά στην άλλη κάθε λογής εικόνες, η μία πιο γοητευτική και πιο ποιητική από την άλλη. Σε όλες αυτές τις εικόνες έβλεπε τον εαυτό του καλοζωισμένο, σιγουρεμένο, ήσυχο, καλοστεκούμενο... Εκανε ζέστη, πολύ ζέστη. Να τώρα έφαγε, ήπιε και πηγαίνει να ξαπλώσει ανάσκελα πάνω στη ζεστή άμμο πλάι στο ποτάμι ή στον κήπο κάτω από τον ίσκιο της σημύδας... Ωραία που είναι... Ο γιό του και η κόρη του κυλιούνται στην άμμο, σκάφτουν με τα φτυαράκια τους ή κυνηγάνε πεταλούδες στη χλόη...

Ο Ιβάν Ντμίτριτς νιώθει να μισοκλείνουν τα μάτια του, νιώθει κάτι σα γλυκιά νύστα. Σε όλο του το κορμί κυριαρχεί μια παράξενη αίσθηση: Δεν θα πάει στο γραφείο ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο... Και αν βαρεθεί να κοιμάται βγαίνει στον κάμπο να χαζέψει με τους θεριστάδες, πηγαίνει στο δάσος να μαζέψει μανιτάρια, ή αγναντεύει τους μουζίκους που τραβούν τα δίχτυα στο ποτάμι. Και όταν θα πέσει ο ήλιος παίρνει μια πετσέτα και σαπούνι και ξεκινάει για το μπάνιο του. Γδύνεται αργά-αργά, περνάει κάμποσες φορές τις παλάμες πάνω στο γυμνό του στήθος και ύστερα μπαίνει στο ποτάμι. Πλάι στις φούσκες που κάνει η σαπουνάδα παίζουν τα ψαράκια... Τα νεροβότανα κυματίζουν καθώς κυλάει το νερό. Υστερα από το μπάνιο παίρνει το τσάι του με κρέμα και βουτάει ψωμάκια στο γάλα του. Το βράδυ κάνει τον περίπατό του ή παίζει ουίστ με τους γειτόνους...
 
- Ναι, λέει η γυναίκα του, καλό είναι να αγοράσουμε ένα χτήμα.
Ονειρεύεται κι αυτή... Από την έκφραση που έχει το πρόσωπό της καταλαβαίνεις πώς οι σκέψεις που χορεύουν στο μυαλό της την πλημμυρίζουν μακαριότητα και ευδαιμονία.

Στη φαντασία του Ιβάν Ντμίτριτς περνάει το χινόπωρο με τις βροχές, περνούν οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού με τα κρύα βραδινά. Οταν σουρουπώσει πρέπει να κάνει περιπάτους ώρα πολύ στον κήπο και στο περιβόλι πλάι στο ποτάμι ώσπου να νιώσει για καλά το κρύο και ύστερα να κατεβάσει μια ποτήρα βότκα και να ξεζουμίσει ένα πορτοκάλι ή αγγουράκια με μάραθο. Επειτα να ρουφήξει δεύτερη ποτήρα.
Τα παιδιά γυρίζουν από το μπαξέ και φέρνουν καρότα, και ραπανάκια που μυρίζουν δροσερό χωματάκι... Υστερα ξαπλώνει στο ντιβάνι και ξεφυλλίζει αργά-αργά ένα εικονογραφημένο περιοδικό. Επειτα σκεπάζει το κεφάλι του με το περιοδικό, ξεκουμπώνει το γιλέκο του και αποκοιμιέται...
Τις καλοκαιριάτικες μέρες του Σεπτέμβρη ακολουθεί ένας καιρός βροχερός και μελαγχολικός. Μέρα νύχτα βροχή. Ο άνεμος είναι υγρός και παγερός. Τα σκυλιά, τα άλογα, οι κότες, όλα γίνονται μούσκεμα. Ολα είναι θλιμμένα και φοβισμένα. Δεν έχεις που να κάνεις τον περίπατό σου. Δε μπορείς να βγεις από το σπίτι. Είσαι υποχρεωμένος όλη την ημέρα να περπατάς πέρα δώθε στις κάμαρες και να αγναντεύεις από τα θαμπά παράθυρα. Πλήξη!..

Ο ΙΒάν Ντμίτριτς σταμάτησε το πηγαινέλα και κοίταξε τη γυναίκα του:
- Ξέρεις Μάσια, θα κάνω ένα ταξιδάκι στο εξωτερικό.
Και σκέφτεται τι όμορφα που θα ήταν να φύγει για το εξωτερικό μόλις τελειώσει το χινόπωρο, να πάει στη νότια Γαλλία, στην Ιταλία... στις Ινδίες!
- Και γω θα πάω στο εξωτερικό, λέει η γυναίκα του. Ελα κοίτα τον αριθμό της σειράς.
- Μια στιγμή περίμενε...

Ξαναρχίζει το σουλάτσο στην κάμαρα και όλο σκέφτεται. Αναρωτιέται: Αληθινά, θα πήγαινε η γυναίκα του στο εξωτερικό; Είναι πολύ όμορφα να ταξιδεύεις μονάχος σου ή παρέα με τίποτα ελαφρούτσικα, ανέμελα θηλυκά, να μη ζεις παρά μονάχα για το σήμερα. Και όχι με γυναίκες που έχουν όλη την ώρα το νου τους στα παιδιά, όλο γι' αυτά μιλάνε, αναστενάζουν ανησυχούν και τρέμουν μην ξοδέψουν ένα καπίκι παραπάνω. Ο Ιβάν Ντμίτριτς φαντάζεται τη γυναίκα του στο βαγόνι, ανάμεσα σε μπόγους, πακέτα και πανεράκια. Αναστενάζει χωρίς κι αυτή να ξέρει γιατί, παραπονιέται πώς έχει πονοκέφαλο, πώς ξόδεψε πολλά λεφτά. Σε κάθε σταθμό πρέπει να τρέχει για ζεστό νερό, για σάντουιτς... Επειτα η γυναίκα του δε θέλει να φάνε στο βαγκόν-ρεστοράν γιατί είναι ακριβά...
«Για κάθε καπίκι θα κάνει ολόκληρη φασαρία», συλλογίζεται και την κοιτάει. Το λαχείο βλέπεις είναι δικό της. «Και γιατί να 'ρθει η αφεντιά της στο εξωτερικό; Μήπως θα δει τίποτα; Ολο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου θα κάθεται κλεισμένη και θα κρατάει και μένα φυλακωμένο... Το ξέρω!...».

Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Ιάν Ντμίτριτς, προσέχει πως η γυναίκα του έχει γεράσει, έχει ασχημίσει, έχει ποτιστεί με κείνη τη φοβερή μυρουδιά της κουζίνας. Ενώ αυτός είναι ακόμα νέος, δροσερός, καλοστεκούμενος και μπορεί μια χαρά να ξαναπαντρευτεί.
«Ολα αυτά», σκέφτεται, «είναι τιποτένια πράματα, χαζομάρες... μα τι θέλει αυτή στο εξωτερικό; Τι καταλαβαίνει; Και όμως θα 'ρθει!.. Την ξέρω!..  Και όλα αυτά για να μου χαλάσει το κέφι. Θα με έχει βλέπεις στο χέρι. Φαντάζομαι τα μούτρα της την ώρα που θα τσιμπήσει το παραδάκι. Θα το αμπαρώσει όπως όλες οι γυναίκες με σαράντα κλειδαριές... Θα σκορπάει τα λεφτά με τη χούφτα για το συγγενολόι της. Για μένα όμως θα μετράει και το καπίκι».

Ο Ιβάν Ντμίτριτς θυμήθηκε το συγγενολόι της γυναίκας του! Ολα τα αδέρφια, όλες οι αδερφάδες και οι θειάδες, μόλις μάθουν για το λαχείο θα τρέξουν σαν τα κοράκια, θα ζητάνε ρούβλια σα ζητιάνοι, θα αρχίσουν τις γαλυφιές και θα είναι όλο χαμόγελα και αγάπες.
«Σιχαμένο παλιόσογο, σκυλολόι! Αν τους δώσεις θα ζητάνε κι άλλα αχόρταγοι. Αν τους διαολοστείλεις θα αρχίσουν τα κουτσομπολιά και τις κατάρες, θα κάνουν μετάνοιες μέρα-νύχτα να μην δω προκοπή».
Ο Ιβάν Ντμίτριτς θυμήθηκε ύστερα και το δικό του συγγενολόι. Οι φάτσες που άλλοτε του ήταν αδιάφορες, τώρα του φαίνονταν σιχαμερές.
«Σκουλήκια όλοι τους!» είπε μέσα του.

Αλλά και το πρόσωπο της γυναίκας του τού φαινόταν εχθρικό, αηδιαστικό, Εβραζε στην ψυχή του η λύσσα και συλλογιζόταν με φαρμακερή χαρά.
«Αυτή είναι σπαγγοραμένη. Μόλις βουτήξει τα λεφτά θα μου δώσει εκατό ρούβλια και τα άλλα θα τα κλειδώσει».
Και ο Ιάβν Ντμίτριτς δεν κοιτούσε πια τη γυναίκα του χαμογελαστός αλλά με μίσος. Μα και κείνη τον κοιτούσε με μίσος, λυσσασμένη από το κακό της. Εκλωθε τα όμορφα όνειρά της, τα σχέδιά της, τις ιδέες της. Ηξερε καλά τι σκεφτόταν ο άντρας της. Ηξερε ποιός θα άπλωνε πρώτος και καλύτερος τη χερούκλα του στο χρήμα της.
«Μου ετοιμάζεις ταξίδια με ξένα λεφτά!» έλεγε το βλέμμα της. «Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!».

Ο άντρας κατάλαβε καλά τι έλεγε η ματιά της. Το μίσος έσκαβε, φουρτούνιαζε το στήθος του και για να πατήσει πόδι, για να της μπει στη μύτη έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην τέταρτη σελίδα και είπε με θριαμβευτικό ύφος:
- Αριθμός 9499, σειρά 46! Δεν είναι 26!

Η ελπίδα και το μίσος έλιωσαν, εξαφανίστηκαν αμέσως. Μα κάτι άλλο ήρθε και τρύπωσε μέσα τους. Ετσι ξαφνικά τους φάνηκε πως το σπιτικό τους ήταν θεοσκότεινο, στενόχωρο, χαμηλό σαν ίσμπα, πως το φαγητό τους βάραινε σα μολύβι το στομάχι, πως η βραδιά ήταν ατέλειωτη και βασανιστική.
- Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται εδώ μέσα, ξεφώνισε ο Ιβάν Ντμίτριτς που άρχισε να νευριάζει για τα καλά. Οπου να γυρίσεις, θα βρεις στο πάτωμα χαρτιά, ψίχουλα, τσόφλια. Δε σκουπίζει κανείς εδώ μέσα! Ετσι μου 'ρχεται, που να με πάρει ο διάολος, να μην ξαναπατήσω σ' αυτό το βρωμοκάλυβο!.. Θα πάω να κρεμαστώ στην πρώτη λεύκα που θα βρω μπροστά μου.
Αντον Τσέχωφ
"Διηγήματα"
(1860-1904)

Κυριακή, Δεκεμβρίου 10, 2017

Η φύση τα δίνει όλα. Ποιος άλλος;

(...)
- Κι εσείς ταξιδεύετε με την παράδοση και δίνετε ένα πολύ δυναμικό "παρών" στη μουσική σκηνή της χώρας μας. Τι σας δίνει δύναμη να συνεχίζετε αυτό το ταξίδι;
«Εντάξει, ό,τι μπορούμε κάνουμε. Η δύναμη, παιδί μου, είναι στη μουσική. Η μουσική δεν έχει άκρη. Δεν έχει μέτρο η μουσική. που λένε μέτρα και κανόνες, αυτά είναι ψευτιές, μπορούν να τα μαθαίνουν όλοι. Οταν παίζεις ένα κομμάτι μουσική δεν σκέφτεσαι πού τελειώνει, γιατί δεν έχει τέλος. Εχει ταξίδι, έχει στολίδια, έχει αυτοσχεδιασμούς, τρέλες έχει, όλα χρειάζονται. Αν είναι αυτό που λένε, από εδώ μέχρι εκεί, τότε αυτό είναι περιορισμός, δεν είναι χαρά. Αυτά σου είπα, τα μαθαίνουν όλοι. Την ψυχή της μουσικής όμως θα τη μάθουνε; Το να είσαι καλλιτέχνης όμως, να αυτοσχεδιάζεις, να γκρεμίζεις, να στολίζεις, να φέρνεις ήχους άλλους μέσα στη μουσική, να παίζεις και να χαίρεσαι, αυτό πρέπει να το έχει ο άνθρωπος. Και πώς το έχει; Αυτά δεν μαθεύονται, δεν γράφονται στο χαρτί.»

- Το ταξίδι της μουσικής καμιά φορά είναι μοναχικό...
« Το ταξίδι της μουσικής δεν έχει τέλος. Στον δρόμο βρίσκεις και φίλους και προβλήματα και μπορεί και να είσαι και μονάχος σου. Χρειάζεται δύναμη για να αντέξεις, αλλά είναι ωραίο πράγμα η μουσική, το πιο ωραίο, και σε κρατάει αν την αγαπάς.»

- Πιστεύετε στον Θεό;
«Θεός είναι η φύση, ο παλμός, ο ρυθμός. Δηλαδή η μουσική, γιατί χωρίς παλμό δεν υπάρχει τίποτε. Ούτε ζωή ούτε νερό να πιούμε ούτε τίποτε. Δεν υπάρχει χαρά χωρίς μουσική. Αμα μπορώ να βλέπω τη φύση κάθε μέρα ξέρω ότι θα πάρω και θα δώσω. Μουσική ή κάτι να πούμε, να γράψουμε και να το δώσουμε να το διαβάσουν ή να το ακούσουν κι άλλοι. Αυτή είναι ο Θεός. Η φύση τα δίνει όλα. Ποιος άλλος;»

- Τι έχετε αγαπήσει παράφορα στη ζωή σας;
« Ααα, τη φύση.» (γέλια) (...)
Ψαραντώνης
"Documento"
1 Οκτωβρίου 2017

Δευτέρα, Νοεμβρίου 06, 2017

Η μόρφωση είναι έτσι κι αλλιώς το ισχυρότερο όπλο

(...)
- Πολιτικά που τοποθετείσαι;
«Θα έλεγα τοποθετούμαι στους "αντί" και στους "απέναντι". Αντί σε κάθε εξουσία που υποδουλώνει και εκμεταλλεύεται τον λαό που την επέλεξε. Σε οτιδήποτε καταπατά τα δημοκρατικά κεκτημένα αυτού του λαού - είτε αυτό λέγεται φασισμός, ρατσισμός, ναζισμός ή μνημόνιο. Είμαι απέναντι σε διαπλεκόμενα κατεστημένα, σε συμφέροντα και σε δυνάμεις που προσπαθούν να μας καθυποτάξουν χρησιμοποιώντας νομισματικούς εκβιασμούς, τραπεζική τρομοκρατία και μιντιακές προπαγάνδες. Είμαι αλληλέγγυος σε κάθε δίκαιη διεκδίκηση, κάθε αγώνα για δικαιοσύνη, δημοκρατία και αξιοπρέπεια. Αυτή είναι η πολιτική μου τοποθέτηση χωρίς ανούσιες ταμπέλες».
(...)
- Η κρίση στη χώρα μας είναι τελικά ενταγμένη στην παγκόσμια καπιταλιστική περιδίνηση ή εγχώριο φαινόμενο όπως προτιμούν να πιστεύουμε;
«Σαφώς και είναι αποτέλεσμα του καπιταλισμού που δημιουργεί κρίσεις χρέους με αποτέλεσμα να θησαυρίζουν οι μεγάλοι και να φτωχοποιούνται οι μικροί και αδύναμοι. Από εκεί και πέρα, οι ηγεσίες έχουν την ευθύνη να διαβλέπουν το πρόβλημα που έρχεται και να προστατεύουν τον λαό τους. Αν δεν το κάνουν και τον χρησιμοποιούν με ανταλλάγματα ώστε να ανελιχθούν στην εξουσία (και εδώ είναι και ηθικό το θέμα), τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα και οδηγούνται σε αυτή την κατάσταση που βιώνουμε. Δηλαδή να μετατρέπεται η χώρα σε προτεκτοράτο των δανειστών και αποικία χρέους».

- Ποια πρέπει να είναι η απάντηση της κινηματικής Αριστεράς απέναντι στον φασισμό/ναζισμό που όλο και σηκώνει κεφάλι;
«Δεν είναι θέμα μόνο της κινηματικής Αριστεράς, είναι ολόκληρης της υγιούς κοινωνίας. Ο φασισμός, ο ναζισμός και κάθε ιδεολογία που δαιμονοποιεί τη διαφορετικότητα των ανθρώπων δεν αντιμετωπίζονται ούτε με αδιαφορία ούτε με ίσες αποστάσεις και "σεβασμό στην ιδεολογία του καθενός". Οφείλει να είναι διαρκώς απέναντι σε τέτοιες ιδεολογίες και να τις αποβάλλει από μέσα της, έτσι ώστε ούτε να εκτρέφονται ούτε να βρίσκουν χώρο -εξαιτίας της αδιαφορίας- να τροφοδοτούνται. Κατά τα άλλα, και για να μην περιμένουμε μόνο από τους άλλους να δίνουν τους αγώνες που μας αφορούν, αν ο καθένας μας προσωπικά ανοίξει ένα βιβλίο και μάθει τα εγκλήματα αυτών των ιδεολογιών, θα έχει αυτόματα συστρατευτεί στον διαρκή αγώνα σύνθλιψής τους. Η μόρφωση είναι έτσι κι αλλιώς το ισχυρότερο όπλο».
- Η Δικαιοσύνη είναι ένα φίδι που δαγκώνει τους ξυπόλυτους;
«Θέλει και ρώτημα; Οταν είναι έξω καταδικασμένοι μιζαδόροι πολιτικοί, καταδικασμένοι επιχειρηματίες που έχουν υπεξαιρέσει δεκάδες εκατομμύρια από το δημόσιο, καταδικασμένοι δολοφόνοι ναζιστές, αλλά έμεινε πέντε χρόνια στη φυλακή ο αθώος Τάσος Θεοφίλου χωρίς στοιχεία (όπως τώρα μένει η Ηριάννα), τα λόγια είναι περιττά. Αν και τα δύο αυτά παιδιά δεν είναι απλώς "ξυπόλυτα". Είναι παιδιά που στέκονται απέναντι σε αυτό το σύστημα, με αποτέλεσμα το φίδι να θέλει να τους δαγκώσει ακόμα πιο άγρια. Η Δικαιοσύνη τους είναι ψεύτικη σαν τη δημοκρατία τους».
Νίκος Παπαδόπουλος (Plasticobilism)
"Documento"
27 Αυγούστου 2017

Παρασκευή, Ιουλίου 21, 2017

Ο Ταραμάς ζυγίζεται

photo by Jennifer B. Hudson

Περπατάει κι απόψε μόνος του στους άδειους δρόμους της Κοζάνης. Είναι σκοτάδι, ώρα δυόμισι το πρωί. Προχωρεί χωρίς προορισμό και χωρίς να ξέρει καν τι σκέφτεται. Περπατάει αφηρημένα κι αίφνης στέκεται, στέκεται και διαβάζει σ' ένα μισοφωτισμένο τοίχο, για πρώτη φορά, το παράξενο σύνθημα:
ΣΩΣΤΕ ΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ
Του κάνει εντύπωση, γιατί ούτε βατράχια εκτρέφουν στην Κοζάνη ούτε ακούστηκε τίποτε σχετικό με εξόντωση βατράχων - και παρακάτω, σ' έναν άλλο, πιο φωτισμένο, άσπρο τοίχο, βλέπει να 'χουν γράψει:
ΒΑΤΡΑΧΙΑ ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ
ΨΗΦΙΣΤΕ ΖΑΡΑΜΠΟΥΛΙΑ

Ποιός είναι ο Ζαραμπούλιας; Δεν ξανάκουσε τέτοιο όνομα και του 'ρχεται να χαμογελάσει στυφά, περισσότερο από αμήχανη περιέργεια, αλλά δεν μπορεί, δεν μπορεί να χαμογελάσει, αν και σήμερα έχει κάθε λόγο να είναι χαρούμενος, αφού, επιτέλους, βγήκαν τ' αποτελέσματα και πέρασε πρώτος στις Πανελλήνιες, πρώτος στην Ιατρική Θεσσαλονίκης. Ο μπαμπάς και η μαμά που τον πίεζαν ανελέητα τόσα χρόνια να μην πέσει στη βαθμολογία κάτω από το δεκαεννιά, να μπει οπωσδήποτε στην Ιατρική, να γίνει γιατρός, να φορέσει άσπρη ρόμπα, και δεν άφηναν να πάει σινεμά, να βγαίνει με κορίτσια, να κάνει διακοπές, να διασκεδάζει με τους φίλους του «για να γίνει επιστήμων άνθρωπος», τώρα θα 'ναι ευτυχισμένοι. Μέχρι και οι αθηναϊκές εφημερίδες τον έχουν σήμερα φωτογραφία στην πρώτη σελίδα με τίτλο: «Ο Νικόλαος Ταραμάς απ' την Κοζάνη πρώτος στην Ιατρική Θεσσαλονίκης. Η επαρχία πάλι έχει τα πρωτεία».

Ο ίδιος όμως είναι ταραγμένος, νιώθει παράξενα, σαν να συμβαίνουν σε κάποιον άλλον όλα αυτά. Προχωρεί αφηρημένα και στρίβει απ' την πλατεία, παίρνει την Καραϊσκάκη και μετά μπαίνει δεξιά, στη Σκρά, για να πάει να δει την αγαπημένη του βιτρίνα γυναικείων παπουτσιών στο κατάστημα "La Bambola".
Στέκεται κανένα ημίωρο όρθιος μπροστά στη φωτισμένη προσθήκη παρατηρώντας με αφοσίωση τα παπούτσια, τα καινούργια σχέδια για γυναίκες και κορίτσια: δετά με ασημένιες τόκες, με τακούνι χαμηλό ή ψηλό, γόβες απλές, σε διάφορα χρώματα, μπαλαρινέ, αισθησιακά σαν της καθηγήτριάς του των Αγγλικών, μοκασίνια σε δέρμα, σε λουστρίνι ή μαύρο βελούδο, μπότες σκληρές, ψηλές, ιππασίας, ή πιο χαμηλές σουέτ, μέχρι λίγο πιο πάνω απ' τον αστράγαλο. Παρατηρεί τα γυναικεία παπούτσια αποχαυνωμένος, μέχρι που αρχίζει και νιώθει έναν έντονο ερωτικό ερεθισμό. Τραβάει προσεκτικά τη ζακέτα μπροστά, την κουμπώνει και προχωράει παρακάτω νιώθοντας μέσα του να ξεσπάνε αλλεπάλληλα κύματα επιθυμίας, αλλά και περίεργης αγανάκτησης, κάτι σκούρο και πηχτό που ανεβαίνει προς το κεφάλι του κι ύστερα ξαναγυρίζει κάτω στην κοιλιά, στέκεται εκεί, επιμένει, φέρνοντάς του ένα θηριώδη, ακατανόητο εκνευρισμό που τον κάνει να αισθάνεται ότι όλα τον πειράζουν, οι πάντες είναι εξοργιστικοί, αβάσταχτοι. Οι γονείς του δυο όρθιες ακατανόητες, μαύρες φιγούρες κι ολόκληρη η πόλη ένα μεγάλο, σκοτεινό εκτροφείο μαύρων σκιών. Ολοι αγωνίζονται να σκαρφαλώσουν, να φύγουν από τον υψηλό, πέτρινο φράχτη αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν, τελευταία στιγμή γλιστρούν και ξαναπέφτουν εξουθενωμένοι μέσα στο μαύρο. Ετσι νιώθει και ο ίδιος. Ετσι φαντάζεται τον εαυτό του και μονολογεί: «Σκιά, σκιά με τις σκιές».

Προχωρεί και στέκεται για λίγο μπροστά σε μια βιτρίνα οπτικών ειδών. Οι φωτεινές, διακριτικά κι ευγενικά λαμπρές βιτρίνες των οπτικών, των γυαλιών για άνδρες και γυναίκες, κυρίως τ' ακριβά designs του Christian Dior, του Armani, της Nina Ricci, του Montana και των άλλων, είναι τα μόνο αντικείμενα που του μεταγγίζουν κάποιαν ηρεμία, ένα αίσθημα διαύγειας, καθαρότητας κι αγνότητας, μια πίστη σε κάτι που θα 'θελε πραγματικά, ολοκληρωτικά, ξεκάθαρα και δεν το ξέρει.

Ηρεμεί κάπως και ύστερα ξαναρχίζει να περπατάει, προχωρεί νιώθοντας, πάλι, σε λίγο, ν' ανεβαίνει μέσα του αυτό το περίεργο, σκοτεινό κύμα, σαν ρευστή, ζωντανή μούργα, ν' ανεβαίνει, να σκάει πλημμυρίζοντάς τον, κάνοντάς τον να θέλει να εκραγεί, να βγει απ' τον εαυτό του, κατόπιν υποχωρεί κυματιστά κι ύστερα πάλι ξανάρχεται, ανεβαίνει στο στήθος, προς τον λαιμό και τον σφίγγει φέροντάς του πνιγμονή.

Περπατώντας φτάνει μπροστά στην καφετέρια που πήγαινε κλεφτά, τόσα χρόνια, για λίγο, ενώ όλοι οι συμμαθητές του σύχναζαν, γλεντοκοπούσαν μέρα νύχτα εκεί. Η ώρα είναι τρεις το πρωί και δεν υπάρχει τριγύρω ψυχή. Δίπλα στην καφετέρια, απ' τη δεξιά πλευρά, στον τοίχο της πολυκατοικίας γράφει:
ΣΩΣΤΕ ΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ
ΨΗΦΙΣΤΕ ΖΑΡΑΜΠΟΥΛΙΑ

Απ' τη δεξιά μεριά φέγγει η βιτρίνα του κλειστού φαρμακείου, κάτω από τον κόκκινο σταυρό από νέον μέσα σε κύκλο. Αυτή η βιτρίνα είναι λαμπερή, πεντακάθαρη, αστραφτερή, το φως της είναι πολύ ισχυρό, έντονο, εκτυφλωτικό, σχεδόν ανελέητο και χαράζει μιαν εγκαυστική, επίμονη λάμψη μέσα στο μυαλό του Νίκου Ταραμά που αποχαυνωμένος, σαν υπνωτισμένος, ρουφάει, απολιθωμένος θαρρείς, όλο αυτό το εντατικό, εκρηκτικό υπερκόσμιο φως, το ρουφάει μέσα του βουλιμικά αλλά δεν το αντέχει - ξαφνικά στρέφει, κάνει δυο αδέξια, ακατανόητα βήματα, αδράχνει μια σιδερένια καρέκλα απ' αυτές που έχει έξω η καφετέρια, γυρίζει, και κραυγάζοντας: «Σκιά, σκιά με τις σκιές, σκιά με τις σκιές», τραβάει μια καρεκλιά στη βιτρίνα του φαρμακείου και στο τζάμι της πόρτας και τα κάνει όλα χίλια αστραφτερά κομμάτια θρύψαλα. Αφήνει ήσυχα την καρέκλα και μπαίνει μέσα στο φαρμακείο ήρεμος, ενώ ο συναγερμός της πόρτας αρχίζει να ουρλιάζει ασταμάτητα, εκκωφαντικά. Ξυπνούν οι γείτονες από πάνω κι από δίπλα. Τι συμβαίνει; Τι γίνεται;

Ο Ταραμάς προχωρεί ψυχρός, άνετος μέσα στο φαρμακείο, ενώ μια σειρήνα περιπολικού ακούγεται κιόλας από μακριά. Ο συναγερμός συνεχίζει, ο κόσμος βγαίνει απ' τα σπίτια του, μερικοί έχουν κιόλας πλησιάσει έξω απ' το φαρμακείο. Στα διπλανά καταστήματα ανάβουν φώτα, στα μπαλκόνια των απέναντι διαμερισμάτων περίεργοι εμφανίζονται με τις πιτζάμες και βλέπουν παραξενεμένοι κάτω από τα σπασμένα, τα θρυμματισμένα τζάμια που γυαλίζουν εφιαλτικά. Αλλοι κατεβαίνουν βιαστικά απ' τις πολυκατοικίες και κοιτούν, σκύβουν με προφύλαξη να δουν τι γίνεται μέσα στο φαρμακείο. Ο κόσμος όλο και πυκνώνει, ο Ταραμάς περιεργάζεται για λίγο το χώρο, που αναδίνει μια στυπτική ευωδία αυστηρής καθαριότητας και ένα αίσθημα μεθοδικής, αστραφτερής τακτοποίησης των πάντων κι ύστερα, ενώ απέξω έχουν μαζευτεί πάνω από πενήντα άτομα και τον βλέπουν, αρχίζει, δίχως καθόλου να βιάζεται, να βάζει στις τσέπες του σαμπουάν, μαστίχες χωρίς ζάχαρη, αποσμητικά, φάρμακα, αντιβιοτικά, ενέσεις, μπουκαλάκια, ό,τι πιάνει πιο εύκολα το χέρι του, είναι εντελώς σοβαρός και συνεχίζει να παίρνει διάφορα πράματα. Ο συναγερμός συνεχίζει να ουρλιάζει, ο κόσμος να πυκνώνει και να συνωθείται απέξω.

Το περιπολικό έχει φτάσει, πέντε αστυνομικοί με τα περίστροφα στα χέρια πετάγονται απ' το αυτοκίνητο  και πλησιάζουν, περνώντας ανάμεσα απ' τους περίεργους φτάνουν στη σπασμένη βιτρίνα, βλέπουν μέσα στο φαρμακείο το νεαρό που τους κοιτάζει κι αυτός αλλά συνεχίζει, ήρεμος, απαθής, απτόητος, να βάζει διάφορα πράματα ασταμάτητα στις τσέπες του, που έχουν κιόλας παραφουσκώσει. Στέκουν οι αστυνομικοί άναυδοι και τον παρατηρούν, τον ξέρουν πολύ καλά, τον ξέρουν,  είναι ήσυχο, ευγενικό και καλό παιδί, γιος γιατρού, ο Νικόλαος Ταραμάς, γιος του Γεωργίου Ταραμά, του ακτινολόγου, τον είδαν και σήμερα στις εφημερίδες, πρώτη σελίδα, πέρασε πρώτος στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, τον βλέπουν κι απορούν, ενώ εκείνος συνεχίζει να βάζει στις τσέπες του πράματα από διάφορους πάγκους και ράφια.

Κάποια στιγμή σταματάει, στέκεται, ρίχνει μια ματιά προς την όρθια λευκή ζυγαριά του φαρμακείου κι ανεβαίνει να ζυγιστεί, ζυγίζεται εντελώς ήρεμος, απαθής, σαν να είναι απών, κι ενώ σκύβει ελαφρά προσπαθώντας να δει ακριβώς τα κιλά του, τη στιγμή που βλέπει ότι η κόκκινη βελόνα τραντάζεται αλλά δεν κινείται, ότι η ζυγαριά είναι χαλασμένη, οι αστυνομικοί πλησιάζουν προσεκτικά και τον αρπάζουν απ' τις μασχάλες γερά, αποφασιστικά, τον κατεβάζουν απ' τη χαλασμένη ζυγαριά και τον τραβούν προς την έξοδα - ενώ η κόκκινη βελόνα της ζυγαριάς, ξανατραντάζεται, πάλλεται πέρα δώθε και ακινητοποιείται λίγο πριν από το έντονο, μαύρο μηδέν.

Οι αστυνομικοί σέρνουν προσεκτικά τον Ταραμά ανάμεσα απ' τον κόσμο προς το περιπολικό, τον βάζουν στο αυτοκίνητο και ξεκινούν με τη σειρήνα στη διαπασών. Εκείνος συνεχίζει να είναι απαθής, αδιάφορος, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Περνώντας πάλι ένα δρόμο, από εκείνους που είχε περάσει πριν, ξαναδιαβάζει στον τοίχο το σύνθημα:
ΒΑΤΡΑΧΙΑ ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ
ΨΗΦΙΣΤΕ ΖΑΡΑΜΠΟΥΛΙΑ
Και στο διπλανό τοίχο τη φράση:
ΠΑΛΙ ΚΕΝΤΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
"Πάλι κεντάει ο στρατηγός"
1996

Τετάρτη, Ιουνίου 07, 2017

Σαράντα χρόνια στην αιώρα

Τα τελευταία 40 χρόνια με το ολέθριο σύνθημα «Ολα επιτρέπονται» βουλιάξαμε σ' έναν ωκεανό. Ετσι η αλαζονεία της ελεύθερης βούλησης μας οδήγησε στον κρημνό, στο μοιραίο άλμα προς το έρεβος. Εγκαταλείφθηκε ο χρυσός κανόνας του μέτρου, της ισορροπίας, ως κανόνας ζωής. Εβιάσθησαν οι κορυφαίες διεκδικήσεις του ανθρώπου, το δίκαιο και η αλήθεια. Οι διεφθαρμένοι και κενόδοξοι πολιτικοί διέπραξαν πράξεις ακραίας καταισχύνης, διεκδικώντας πρωτεία ακόμη και σε αυτήν.

Στο απέραντο ελληνικό φρενοκομείο ο δημαγωγός του 1981 χορηγούσε ΑΤΑ και παροχές με δανεικά! Από την άλλη οι νεόπλουτοι, με απίστευτο κόμπλεξ, επιδεικτική καυχησιολογία, με σημαία την (δήθεν) κοινωνική καταξίωση και άκρατο μιμητισμό, αγόραζαν κατά χιλιάδες τα 4x4 ξεχνώντας τι σημαίνει κουμπαράς. Επικράτησε η τρυφηλότητα και η ραθυμία σε συνδυασμό με την οίηση με τις επαύλεις, τις πισίνες και τις αναρίθμητες offshore. Επλεόνασε η οίηση της αμάθειας και η ευχέρεια. Νεοαστοί συναγελάζονται στα γήπεδα και τα καφενεία. Παρακολουθούν αποχαυνωμένοι, τούρκικα σίριαλ και τηλεπαιχνίδια απολαμβάνοντας τη ζάλη του σκυλάδικου και με απίθανες φλυαρίες σκοτώνουν τον πολύτιμο χρόνο τους σαν τα τζιτζίκια, αντί να εργάζονται σαν μέλισσες. Λόγω της διαφθοράς και της αλλοτρίωσης έμειναν μόνο υποτυπώδη τρίμματα εντροπής ή φιλοτιμίας.

Ο Ελληνας διχαστικός εσαεί αυτοχειριάζεται και αυτοκαταστρέφεται με ιερή μανία. Ζει τον φθόνο της εξόντωσης του διπλανού. Ο άνθρωπος κατά του ανθρώπου, γιατί ο φιλειρηνισμός πρέπει να διαθέτει υψηλής θερμοκρασίας ευγένεια. Η αμάθεια προκάλεσε θράσος και η αδράνεια φθορά. Η Ρώμη της παρακμής. Εφησυχασμός στην αφέλεια της πλαστικής ευδαιμονίας. Ανίδεοι, αδιάφοροι, ολιγομαθείς, απαίδευτοι, αργόσχολοι, ανεπαρκείς, εκρηκτικοί, ασυνεχείς, έχουν σύνθημα «τσιγάρο, πρέφα και καφές», χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα και διάθεση προκοπής, πραγματικά ανθρώπινα ερείπια.

Τώρα αγωνιωδώς προσπαθούμε να βρούμε τον μίτο αλλά είναι αργά. Καμία διέξοδος, κανένα φως, γιατί απλούστατα η παράνοια διήρκεσε 40 χρόνια.
 
Στις κρίσιμες αυτές ώρες θα χρειαστούν μεγάλοι άνδρες και οριακές μεγαλοφυΐες που να κομίζουν ηφαιστειακά έγκατα. Αραγε υπάρχουν;
Γιώργος Τρανταλίδης
"Documento"
28 Μαΐου 2017

Παρασκευή, Απριλίου 14, 2017

Αυτοί είμαστε, οι Ελληνες, κουνάμε τα σημαιάκια...

(...)
- Είσαι μισός Ελληνας, μισός Τσέχος.
«Στην Ελλάδα μας διακρίνει κακομοιριά, από τους πολιτικούς μέχρι τον τελευταίο πολίτη. Το βλέπω ακόμη και στον πατέρα μου! Από τη μητέρα μου κληρονόμησα την πειθαρχία. Ξέρω ότι πολλοί παρεξηγούν τον χαρακτήρα μου αλλά δεν θυμώνω...».

- Δύσκολη εποχή για να δηλώνει κάποιος Ελληνας.
«Πόσο μικροί είμαστε και πόσο μεγάλοι θέλουμε να λέμε ότι είμαστε! Γελάει ο κόσμος παραέξω. Εάν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι βγουν και δουν την κατάντια μας θα ξαναμπούν στον τάφο τους».

- Πώς θα ήθελες να σε θυμούνται στο μέλλον;
«Είμαι βέβαιος ότι δεν θα θυμούνται τίποτε. Ο κόσμος κρατάει στη μνήμη μόνο όσους ταυτίζονται με μια σημαία. Τον Διαμαντίδη, τον Αλβέρτη... Ούτε για τον Σπανούλη είμαι σίγουρος. Αυτοί είμαστε, οι Ελληνες, κουνάμε τα σημαιάκια...».
Λουκάς Μαυροκεφαλίδης
"Documento"
2 Απριλίου 2017

Παρασκευή, Ιανουαρίου 27, 2017

Η αστική ανηθικότητα του σκισμένου τζιν (punk is dead)

Το πιο συνηθισμένο ρούχο, συνυφασμένο με την καθημερινότητά μας σε όλες τις εκφάνσεις της, επίσημες, οικιακές, φιλικές, επαγγελματικές (με σακάκι), δεν είναι στην ουσία τίποτε άλλο από το μπλου τζιν. Γελαδάρηδες, τσομπάνηδες, το φοράγανε και μετά βαρούσαν κουμπουριές. Το ρούχο, αν και κόβει φριχτά στον καβάλο, έγινε κυριολεκτικά σύμβολο του "Επαναστάτη χωρίς αιτία".

Λίγες μέρες πριν, ο γιος του ιδιοφυούς Malcolm McLaren, μαζί με τη δαιμόνια σχεδιάστρια Vivienne Westwood, έβαλε φωτιά σε συλλεκτικά αναμνηστικά αντικείμενα αξίας 5 εκατ. λιρών, με αφορμή το ξερατό που ένιωσε όταν η βασίλισσα Ελισάβετ "ευλόγησε" την 40ή επέτειο του "Anarchy in the UK" με εκδηλώσεις κάτω από τον γενικό τίτλο "Punk London".
«Το ότι η βασίλισσα έδωσε επίσημα την ευλογία της στο να γίνει το 2016 έτος του punk είναι το πιο τρομακτικό πράγμα που έχω ακούσει» απαντά ο Joseph Corré σε σχετική ανακοίνωση του, συνεχίζοντας: «Μιλάμε για την ιδιοποίηση της εναλλακτικής πρότασης και της κουλτούρας του punk από το mainstream. Αντί για κίνημα για αλλαγή, το punk έγινε μουσειακό έκθεμα ή tribute act. Μια γενική δυσφορία έχει εξαπλωθεί τώρα στο βρετανικό κοινό. Οι άνθρωποι νιώθουν μουδιασμένοι. Και με το μούδιασμα έρχεται ο εφησυχασμός. Οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν έχουν πια φωνή. Το πιο επικίνδυνο πράγμα είναι ότι έχουν σταματήσει να αγωνίζονται για τα πιστεύω τους. Εχουν παρατήσει πια τον αγώνα. Χρειαζόμαστε κάποια έκρηξη για άλλη μια φορά».

Λόγια από τον γιο του ανθρώπου που έκανε τους Sex Pistols Madonna. Ο,τι κι αν γράψω ύστερα από αυτό θα είναι απλώς για να γεμίσει η σελίδα.
Ο καλύτερος τρόπος για να υποβιβάσεις ένα κίνημα είναι να ενστερνιστείς κυβερνητικά την πολιτιστική αξία. Αυτόματα το ακυρώνεις και το καθιστάς συστημικό. Δεν ανέφερα τυχαία την Madonna στην αρχή της παραγράφου. Το σκισμένο τζιν, τα σκισμένα ρούχα, οι αλυσίδες και το piercing γεννήθηκαν είτε ως ανάγκη από ανθρώπους που πραγματικά δεν είχαν λεφτά να αγοράσουν ένα καινούργιο ρούχο είτε σαν μανιφέστο αντικομφορμισμού και αμφισβήτησης των προτύπων. Η rock underground βιομηχανία, αποδεδειγμένα η πιο καπιταλιστική και χρηματοφάγα από όλες, η οποία πάντα ποντάρει στη νέα μόδα οργής, ανακάλυψε χρυσωρυχείο. Το φθαρμένο σου σκισμένο τζιν που δεν θα το έπαιρνε ούτε το φιλόπτωχο ίδρυμα άρχισε ξαφνικά να κοστολογείται στα 400 και 500 ευρώ. Γιατί η διαφορά κρύβεται πάντα στο ποιος κρατάει το ξυράφι κι άλλο να το σκίζεις εσύ, άλλο η Westwood.

Στη δεκαετία του '80 ήταν μόδα, μετά χαρακτηρίστηκε γύφτικο και σήμερα που δεν υπάρχει βάση να πιαστείς κι όλοι ποντάρουν στην πιο πιασάρικη εκταφή, επανέρχεται με τον πιο ανήθικο τρόπο. Εν μέσω κρίσης που οι άνθρωποι ντύνονται κουρέλια, πιτσιρίκια, 40άρηδες και 50άρηδες κουρελιάζουν το παντελόνι τους χωρίς να ξέρουν ακριβώς τον λόγο, με ιδεολογικό καθοδηγητή μια, δυο, τρεις στιλίστριες. Με αυτή την extreme επαναστατική τους πράξη αισθάνονται τεκνά έτοιμα για πάρσιμο, αντισυστημικοί επαναστάτες. Βάρα και δυο ακριβά γιλέκα, σκουλαρίκια, πεοδαχτυλίδια από πάνω ή κάτω και είναι έτοιμο το σετάκι του πάρτι. Και της προσβολής.

Το αισθάνθηκα, φίλε, δυο τρεις φορές που το έκανα κι εγώ και πέρασα από το μετρό της Ομόνοιας με τους ανθρώπους κατάχαμα να μου ζητάνε λεφτά κι εγώ με το σκισμένο μου τζιν να ποζάρω ως γεροντότεκνο, να λέω δεν έχω, ενώ στην τσέπη μου καραδοκούσε 150άρικο για να τα πιω στο σκυλάδικο. Μαλάκα μου, τι ντροπή όταν το συνειδητοποίησα. Οταν συνειδητοποίησα ότι χρησιμοποιώ την απελπισία τους ως αναρχική ντεκλαρασιόν της δικής μου εύπορης πόζας, καλεσμένος στου Σφακιανάκη που πέρυσι-πρόπερσι τις Απόκριες τραγούδησε ντυμένος τσολιάς.
Τάσος Κατρής-Θεοδωρόπουλος
"Documento" - DocVille Media
8 Ιανουαρίου 2017