Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2012

Η άλλη επιτήρηση της οικονομίας

«Η δημόσια διοίκηση είναι υπερβολικά εκτεταμένη, κακοπληρωμένη και αποθαρρημένη. Οι χαμηλοί μισθοί προσαυξάνονται βάσει ενός εντελώς συγκεχυμένου συστήματος επιδομάτων, χάρη στα οποία μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι κερδίζουν μέχρι και τέσσερις φορές περισσότερο από τον βασικό τους μισθό… Το αποτέλεσμα είναι απόλυτη αποδιοργάνωση. Ποτέ άλλοτε δεν έχω δει διοικητική δομή που να είναι, λόγω ανικανότητας και αναποτελεσματικότητας και μόνο, τόσο απαράδεκτη. Απλούστατα δεν είναι δυνατόν να βασιστεί κανείς ότι η δημόσια διοίκηση θα φέρει εις πέρας τις πιο απλές λειτουργίες μιας κυβέρνησης –την είσπραξη φόρων, την εφαρμογή οικονομικών κανόνων, την επισκευή των δρόμων».

Το παραπάνω απόσπασμα δεν αφορά τη σημερινή κατάσταση της χώρας, αλλά αποτελεί μέρος ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό “Collier’s” στις 20 Σεπτεμβρίου 1947. Εχει την υπογραφή του Paul A. Porter, ο οποίος ως απεσταλμένος του Αμερικανού προέδρου Harry S. Truman κατέγραψε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας λίγο πριν αυτή μπει στην πρώτη μεταπολεμική επιτήρηση. Και ήταν μια επιτήρηση πολύ πιο στενή από τη σημερινή. Αμερικανοί αξιωματούχοι ήλεγχαν όλες τις δαπάνες των υπουργείων, είχαν μπει στα παραγωγικά υπουργεία, ακόμη και η διοίκηση του ΙΚΑ είχε δοθεί στον Oscar M. Powell, πρώην διευθυντή του αμερικανικού συστήματος ασφάλισης.

Σήμερα και υπό το βάρος της κομμουνιστικής προπαγάνδας λέγονται πολλά και ρηχά για την αμερικανική παρέμβαση εκείνης της περιόδου. Κάποια από αυτά είναι δικαιολογημένα, υπό την έννοια ότι υπολείμματα εκείνων των μηχανισμών σωτηρίας της Ελλάδας μεταλλάχθηκαν επί το χείρον και συνεργάστηκαν με ντόπιους μηχανισμούς για να αλυσοδέσουν τη χώρα. Ομως, το 1947, τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση, η Ελλάδα ήταν στα πρόθυρα ανθρωπιστικής καταστροφής. Ο πληθυσμός (και ένα μεγάλο μέρος των παιδιών) υποσιτιζόταν. Η διεθνής βοήθεια κατέληγε στα χέρια πρώην μαυραγοριτών και γινόταν χρυσές λίρες που έμπαιναν σε σεντούκια ή έφευγαν ως συνάλλαγμα στο εξωτερικό. Το 1946, γράφει ο καθηγητής Γιώργος Σταθάκης, εισέρρευσαν στην Ελλάδα 520 εκατομμύρια δολάρια. «Ο απολογισμός από την τεράστια αυτή ροή πόρων ήταν απογοητευτικός. Σε 11 μήνες δεν είχε απομείνει απολύτως τίποτα. Στα έργα ανασυγκρότησης δεν είχε δαπανηθεί ουσιαστικά ούτε ένα δολάριο και η ανάκαμψη της εγχώριας παραγωγής, αν και εντυπωσιακή, δεν διοχέτευε ούτε ένα κιλό εγχώριων τροφίμων στο σύστημα διανομής με δελτίο… Την ίδια στιγμή η εθνική αποταμίευση είχε εκτοξευθεί στα ύψη, με τις χρυσές λίρες να φτάνουν τα 6-7 εκατομμύρια, δηλαδή περίπου 120-140 εκατομμύρια δολάρια. Η Ελλάδα μπορεί να ήταν φτωχότερη παρά ποτέ, αλλά για μια μερίδα του πληθυσμού της το 1946 ήταν μια εξαιρετικά αποδοτική χρονιά».

Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος «δεν είχε κατ’ ουσίαν άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρήσει την εξουσία, απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος κατά τον πόλεμο και επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχειρήματα για την παροχή ξένης βοήθειας σε τεράστιες ποσότητες. Στόχος της... είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα» (Paul A. Porter, ό.π.).

Δεν ήταν μόνον οι κομμουνιστές αντάρτες που απειλούσαν να διαμελίσουν τη χώρα. Ούτε οι συντεχνίες των δημοσίων υπαλλήλων που προάσπιζαν την ανορθολογική δημόσια διοίκηση (το 1939 υπήρχαν 140.979 δημόσιοι υπάλληλοι, το 1945 ήταν 324.500). Υπήρχε ένα πλέγμα διάσπαρτων συμφερόντων που απομυζούσε κάθε ικμάδα της χώρας. Υπήρχε η «κλίκα των τραπεζιτών» η οποία «είναι αποφασισμένη πάνω απ’ όλα να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια όποιο και αν είναι το κόστος σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας. Τα μέλη της θέλουν να διατηρηθεί ένα φορολογικό σύστημα που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους». Υπήρχε η κλίκα των επιχειρηματιών οι οποίοι «είναι παλιές καραβάνες στο να μετατρέπουν τα κέρδη τους σε χρυσό ή συνάλλαγμα, να τα φυγαδεύουν και να τα διασφαλίζουν στο εξωτερικό. Τους είπα ότι ένας ξένος έχει την εντύπωση πως οι επιχειρηματίες της Ελλάδας ξεπουλάνε τη χώρα τους» (Paul A. Porter, Ημερολόγιο 4.2.1947). Υπήρχαν δοτοί δήμαρχοι και νομάρχες «ανδρείκελα των Αθηνών χωρίς ουσιαστική ισχύ και οι περισσότεροι έτρεμαν για τις καρέκλες τους. Πώς μπορεί να ελπίζει να λειτουργήσει μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία όταν η οργάνωσή της γίνεται από τα πάνω προς τα κάτω; Ο λαός δεν μπορεί να ασκήσει καμία πίεση για θεμελιώδη ζητήματα, όπως η βελτίωση των δρόμων και η πρόοδος βασικών έργων ανοικοδόμησης. Η ανάπτυξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για μια υγιή οικονομία» (Ημερολόγιο 1.2.1947). Υπήρχε μια αριστερά φωνασκούσα αλλά χωρίς ουσία: «[Στην συνέντευξη Τύπου] ο απεσταλμένος της κομμουνιστικής εφημερίδας ήταν ιδιαίτερα επιθετικός, αλλά απέφυγε να κάνει πραγματικά δυσάρεστες ερωτήσεις» (Ημερολόγιο 21.1.1947).


Τέλος, υπήρχαν οι πολίτες οι οποίοι διαρκώς ζητούσαν από το κράτος (ή τους Αμερικανούς χρηματοδότες του) βοήθεια και χρήματα για να λυθούν επείγοντα προβλήματα. Σε ολόκληρο το ημερολόγιο του Porter είναι διάχυτη η έκπληξή του για την απουσία εθελοντικής εργασίας στα διάφορα χωριά για να λυθούν τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα, εκείνα τα απλά που δεν χρειάζονται κεφάλαια, αλλά μόνο εργασία.

Το αποτέλεσμα: «Σε ολόκληρη την χώρα, από την μια άκρη στην άλλη, κυριαρχεί μια γκρίζα, ανυπεράσπιστη, βαθιά έλλειψη πίστης στο μέλλον – μια έλλειψη πίστης που οδηγεί σε πλήρη απραξία στο παρόν. Από τους ιδιοκτήτες μεγάλων υφαντουργικών βιομηχανιών στην Αθήνα έως τους μικρούς μαγαζάτορες στο βορειότερο άκρο της Μακεδονίας, οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο. Οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν. Οι καταστηματάρχες δεν αποθηκεύουν προμήθειες. Οι αγρότες δεν επιδιορθώνουν τα κατεστραμμένα σπίτια τους» (“Collier’s” 20.12.1947). «Καθίσταται ολοένα σαφέστερο ότι ένα από τα κυριότερα εμπόδια τα οποία πρέπει να υπερπηδήσουμε είναι η μοιρολατρία πολλών μορφωμένων Ελλήνων και η ανακάλυψη μιας συνταγής για να ενθαρρυνθεί η πρωτοβουλία και η επιχειρηματικότητα».
Πάσχος Μανδραβέλης
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
5 Δεκεμβρίου 2010