skip to main |
skip to sidebar
Επειδή όλη την εβδομάδα φαγωθήκαμε με τους ξένους του Παρισιού και με την αποξένωση που νιώθει ο οικονομικός μετανάστης στη θετή του πατρίδα, μετά έντεκα χρόνια στο Βερολίνο και έξι έξι-επτά δεξιά και αριστερά, μπορώ να έχω άποψη. Ο,τι και να κάνεις ποτέ δεν θα γίνεις ντόπιος. Μπορείς να μάθεις τη γλώσσα φαρσί, να μοιάζεις περισσότερο ντόπιος από ντόπιους, να τρως τα φαγητά τους, να διαβάζεις τις εφημερίδες τους και να βλέπεις τα σίριαλ της τηλεόρασής τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα είσαι κάτι σαν τη μαϊμού του γύφτου, που τη θαυμάζουν όλοι για το πόσο ωραία κάνει τη Βουγιουκλάκη. Στη χειρότερη γελοίος. Ποτέ όμως ίσος. Το «όλοι μας είμαστε ίδιοι και παιδιά του ίδιου Θεού» πέθανε με τον τελευταίο Αμερικανό που το 1975 αγόρασε πριονίδι για φούντα στο σουκ της Ταγγέρης. Είτε είσαι ανώτερος είτε κατώτερος, όταν είσαι ξένος υπάρχεις για να σε εκμεταλλεύονται. Εάν είσαι ανώτερος πάνε για τα λεφτά σου. Κατώτερος για τη δουλειά σου. Οσο περισσότερο μένεις σε μια χώρα, τόσο περισσότερο τους σιχαίνεσαι. Ας πούμε ότι είσαι ξένος στην Αθήνα. Την πρώτη μέρα βλέπεις την Ακρόπολη και σκέφτεσαι «τι μαγεία…». Μετά πέντε χρόνια λες «εδώ στρίβουμε αριστερά και ας ελπίσουμε ότι η Βεϊκου δεν είναι πηγμένη». Τα ονόματα των μαγαζιών των μεταναστών είναι ακριβώς αυτά που δεν θα έδιναν στη χώρα τους. Είναι δυνατόν να έχεις ανοίξει μαγαζί στο Κολωνάκι και να το βγάλεις «Alexis Zorbas»; Θα το βγάλεις «Down Town», θα το βγάλεις «Le tres bon pipe», να το βγάλεις «Ζορμπά» αποκλείεται. Στο εξωτερικό το «Zorbas» είναι υποχρεωτικό. Εκτός αν θέλεις να πρωτοτυπήσεις και να το βγάλεις «Akropolis». Το φολκλόρ πουλάει. Φτάνει να μην κάνει πολύ θόρυβο και να μην αφήνει ενοχλητικές μυρωδιές. Αλλο το να χορεύεις συρτάκι και 50 μεθυσμένες Γερμανίδες να πίνουν κερασμένα "Μεταξά" και άλλο πενήντα μεθυσμένοι Γεωργιανοί με μουσική από 50 λύρες να χορεύουν τον παραδοσιακό χορό με μαχαίρια, ενώ από την κουζίνα έρχεται η μυρωδιά του αρνιού, βραστού με το κεφάλι και στο λίπος του. Πενήντα μεθυσμένες Γερμανίδες εκ των οποίων οι μισές μονόφθαλμες που έχουν αναγουλιάσει από "Μεταξά" και τη μυρωδιά του αρνιού, δεν είναι κάτι που θέλει να ζήσει ούτε ο πιο σκληροτράχηλος μετανάστης. Ο γενικός κανόνας επιβίωσης του μετανάστη είναι «μοιάζε όπως αυτοί νομίζουν ότι μοιάζεις». Αν πιστεύουν ότι φοράς χλαμύδα, πάρε το σεντόνι. Αν νομίζουν φουστανέλα πάρε το και κάνε πιέτες. Στη Γερμανία γνώρισα έναν Ελληνα από τη Λάρισα που είχε "ψήσει" το μισό Ανόβερο ότι το εθνικό μας όργανο είναι το σαξόφωνο. Είμαι βέβαιος ότι ακόμα και σήμερα Γερμανοί ψάχνουν να βρουν τον τάφο του Τσάρλι Πάρκερ στο κοιμητήριο Λαρίσης.
Προκαταλήψεις
Η προκατάληψη είναι μια επαναλαμβανόμενη εμπειρία που σου επιτρέπει να μαντεύεις το μέλλον. Το να βλέπεις ότι αν κάποιος κύριος στα σύνορα φοράει στολή, έρχεται κατά πάνω σου και δείχνει τη βαλίτσα σου, δεν είναι ότι έχεις προκατάληψη με τους κυρίους με στολές που δείχνουν βαλίτσες και τους περνάς για τελωνειακούς, αλλά το έτσι μοιάζουν οι τελωνειακοί.
Το ίδιο ισχύει και με τους λαούς. Επειδή έχω φαει αρκετούς μήνες στη Βόρεια Αφρική μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αν ένας άγνωστος νεαρός σε πλησιάσει στο δρόμο, κάτι θέλει. Να σου ζητήσει ή να σου δώσει. Είμαι βέβαιος ότι αν μείνεις πέντε χιλιάδες χρόνια στο Μαρόκο, μια μέρα ένας δεκαοκτάχρονος θα σε πλησιάσει και θα σου πει «θέλεις να σου διαβάσω τη "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη στην έκδοση του ’12, του Δημητράκου;». Είμαι βέβαιος ότι αυτόν θα τον αδικήσω. Γιατί είμαι βέβαιος ότι θα του έχω πει πριν «go. I do not want to buy hashish» όπως έχω πει σε πέντε χιλιάδες νεαρούς Μαροκινούς που δοκίμασαν να μου πουλήσουν το πριονίδι από τα έπιπλα της μαμάς τους σαν «good hash».
Αυτό που βλέπεις είναι συνήθως αυτό που τελικά θα είναι. Είπαμε να έχουμε ανοιχτό μυαλό και να μην κρίνουμε τους ανθρώπους πριν τους γνωρίσουμε αλλά όταν σε ξένο μέρος, σε σκοτεινό μέρος, μου έρχονται τρεις σωματώδεις νεαροί φάτσα και στο δόξα πατρί, το τελευταίο που με ενδιαφέρει είναι ότι αν δεν συνεχίσω τον δρόμο μου προς τη μεριά τους μπορεί να είναι τα εγγόνια του "Τρίο Ατενέ" και εγώ να τους περνάω για συμμορία και να τους αδικώ.
Ταξιδεύοντας δημιουργείς προκαταλήψεις. Δεν πειράζει. Οι προκαταλήψεις στα ταξίδια είναι σαν τα αντισώματα για τη δυσεντερία στις Ινδίες. Καλό είναι να τις αφήνεις να αναπτύσσονται. Καλύτερα σφιγμένος παρά χεσμένος.
Αντώνης Πανούτσος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
13 Νοεμβρίου 2005