«Σε ποια;».
«Α, δεν την ξέρεις; Θα σου τη γνωρίσω. Θα τη βρεις εύκολα, κάθεται κοντά στην πόρτα, μπροστά από την πιάτσα των ταξί…».
Κι εκεί καθόταν όντως. Στο σταθμό υπήρχε κίνηση πολλή. Οι αναγγελίες από τα μεγάφωνα σε τακτά διαστήματα κινούσαν τους ανθρώπους και από τα φιλιά και τις αγκαλιές μπορούσες να ξεχωρίσεις αυτούς που θα ταξίδευαν από τους συνοδούς τους. Κάποτε ήρθε και ο Ιωνάς λοιπόν. «Αργησα πολύ;» μου λεει και, αφού κοίταξε το ρολόι, συμπλήρωσε: «Μπα, δεν άργησα. Εσύ ήρθες πιο νωρίς, πόση ώρα με περιμένεις;».
«Εχω κανένα μισάωρο… Γιατί ήρθαμε εδώ;».
Ο Ιωνάς κοκκίνισε απότομα. «Κοίτα», μου λεει, «επειδή όλα είναι σχετικά σ’ αυτή τη ζωή κι επειδή στους χώρους όπου κινείσαι δεν έχεις βγάλει άκρη, είπα να συναντηθούμε εδώ για να γνωρίσεις και τη Δέσποινα. Και να δούμε, ξέρω ‘γώ; Εχεις φωτογραφία της Εφης μαζί σου;».
«Στο κινητό την έχω, γιατί;».
«Για να τη δω».
Σχεδόν αμήχανος, μπήκα στο αρχείο μου και του ‘δειξα ένα πορτρέτο της Εφης χαμογελαστό. Δεν ξέρω γιατί, αλλά διάλεξα μια φωτογραφία της όπου ήταν ευτυχισμένη, κατά τη γνώμη μου. Ηταν μετά τον οργασμό της… Αλλά αυτό δεν του το είπα. Ο Ιωνάς χαμογέλασε που την είδε. Δεν μίλησε σε μένα καθόλου. Ξύπνησε μαλακά τη Δέσποινα χαϊδεύοντάς τη στην πλάτη και της έβαλε την οθόνη του κινητού πολύ κοντά στο πρόσωπό της.
«Πώς σου φαίνεται, Δέσποινα;» της είπε. «Καλό κορίτσι είναι;».
Η Δέσποινα άνοιξε τα μάτια της και κοιτούσε τη φωτογραφία. Μετά γύρισε το κεφάλι της να δει ποιος της μιλάει. Είδε τον Ιωνά και χρειάστηκε δευτερόλεπτα για να τον αναγνωρίσει… Τον αγκάλιασε και του ζήτησε ένα σάντουιτς να φαει, χαμηλά, στο αφτί. Ο Ιωνάς της είπε πως είμαστε μαζί και πήγε να της αγοράσει το σάντουιτς. Η Δέσποινα κοίταζε την Εφη καλά-καλά… Η οθόνη έσβησε και, χωρίς να το σκεφτώ, πήρα το κινητό από το χέρι της, πάτησα το μενού για να ξαναφωτίσει και της το ‘δωσα πάλι πίσω. Σήκωσε το βλέμμα της σε μένα και μου είπε: «Τι μου το δίνεις, δεν τον αγαπάει! Δεν την είδες που είναι όμορφη; Αυτές οι κούκλες τον εαυτό τους αγαπάνε… Μην του το πεις, αλλά θα τον αφήσει. Μόλις την αγαπήσει, θα τον αφήσει… Ετσι κάνουν αυτές. Και κλαινε κιόλας. Κλαινε που δεν ξέρουν ν’ αγαπούν…».
«Είναι καλό κορίτσι;», ψέλλισα έτοιμος να κλάψω, «την έχω γνωρίσει…».
«Να την παντρευτεί, άμα είναι καλή, τότε. Ετσι να του πεις! Να κάνει κι όμορφα παιδιά τότε».
Πριν προλάβω να της εξηγήσω πως εγώ χώρισα από την Εφη πριν τρεις μέρες κι όχι ο φίλος μου, όπως παρεξήγησε η Δέσποινα, ο Ιωνάς επέστρεψε με το σάντουιτς. «Λοιπόν», της είπε, «πώς σου φαίνεται το κορίτσι;».
Η Δέσποινα μιλούσε τρώγοντας: «Να της κάνεις παιδιά! Δύο να της κάνεις. Ενα αγόρι κι ένα κορίτς… Δέσποινα να το πεις το κορίτσι και το αγόρι Σταύρο… Αμάν! Εβαλε και μουστάρδα ο καφετζής;».
Καθώς άνοιγε τη σακούλα της για να αλλάξει τη ζακέτα της που λερώθηκε, συνέχισε: «Ειδάλλως, άσ’ τηνε να φύγει. Αν της κάνεις παιδιά, θα σ’ αγαπάει όμως! Οι γυναίκες στενοχωριούνται αν δεν κάνουν παιδιά…».
Εβγαλε τη λεκιασμένη ζακέτα της και στο γυμνό της μπράτσο διέκρινα ξεθωριασμένο κι ανορθόγραφο το τατουάζ που είχε χαραγμένο ποιος ξέρει από πότε: “ΣΤΑΒΡΟ ΣΑΓΑΠΑΟ”.
Θοδωρής Αθερίδης
"ΤΑ ΝΕΑ"-"ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ"
Δεκέμβριος 2005