Και περπατώ, και περπατώ, και περπατώ ενώ το 2007 αργοκυλά (να δεις όμως πόσο γρήγορα θα περάσει τελικά).
Χαζεύω στο μαγαζί με τα παπούτσια και αποφασίζω ότι χρειάζομαι μποτάκια. Αγοράζω ένα βραχιολάκι –ασημένιο μου είπε ο Νιγηριανός, τενεκές μου φαίνεται-, φωτογραφίζω κάτι Ιάπωνες που μου λένε δέκα «χαριστώ!», «τένκιου!» και άλλα τέτοια. Σκέφτομαι ότι πρέπει να πάω τη μηχανή τη Nikon –ιαπωνική δεν είναι;- για επισκευή. Δίπλα εκεί που τις επισκευάζουν δεν είναι και το μαγαζί με τις σακούλες για την ηλεκτρική σκούπα; Να πάρω και από αυτές – τι μπελάς κάθε φορά που τελειώνουν να πρέπει να τρέχω στο κέντρο. Σκέφτομαι τι άλλη δουλειά έχω να κάνω μια και θα κατεβώ στο κέντρο…
Στο μεταξύ, έχω φτάσει στην πλατεία Μοναστηρακίου. Ξαναβλέπω τις παράγκες και τα κλιματιστικά γύρω από το τζαμί και εκνευρίζομαι. Βρώμα γύρω παντού. Και μυρωδιά καμένου λίπους. Αφόρητη ασχήμια. Δεν πιστεύω να υπάρχει κανένας που να τη θεωρεί την ομορφότερη πλατεία της Ευρώπης. Ετσι τουλάχιστον όπως (δεν) την έχουν κάνει σε διώχνει. Πού σου ήρθε να μου δώσεις ραντεβού εδώ; Αργησες. Πάλι άργησες. Πάντα αργείς. Αντε, γιατί σου τα έχω μαζεμένα κι εσένα. Τέλος πάντων…
Πάμε όμως γιατί πείνασα. Πού; Πάλι σε εκείνον; Δεν θέλω. Θυμάσαι την προηγούμενη φορά το φαγητό που μου έφερε; Μια πιατέλα πιο μεγάλη από το τραπέζι. Πασπαλισμένη με μαϊντανό, δήθεν για στυλ. Στη μέση ένα φιλέτο το έλεγαν εκείνοι, για κάστανο το πέρασα εγώ. Τόσο μικρό και τσουρούτικο ήταν. Και στην άκρη αριστερά πέντε (τα μέτρησα) κυβάκια τηγανητής πατάτας – παγωμένα. Για όλη αυτή τη γαστρονομική έρημο, συν ένα ποτήρι κρασί, είχα πληρώσει 36 ευρώ. Θυμάσαι; Δεν ξαναπατάω! Ούτε σουβλάκι θέλω. Ας περπατήσουμε λίγο ακόμη και βλέπουμε.
Και περπατάμε, περπατάμε, περπατάμε στην ασχημόμορφη-ομορφάσχημη πόλη. Με τις χαρές και τις λύπες, με τα γέλια και τις μελαγχολίες μας. Καλά είμαστε, κάτι όμως μας βαραίνει. «Δεν έχει χαρά γύρω μας» λες όπως περνάμε έξω από τα κλειστά μαγαζιά με τις ρουτινιάρικες βιτρίνες ενώ ακούμε το νιοστό «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» της ημέρας.
Αυτό λείπει; Η χαρά; Ισως, κάποτε, περπατώντας, να τη βρούμε. Γι’ αυτό και περπατάμε, περπατάμε, περπατάμε… Γιατί κάνει καλό στην καρδιά. (Και αν όσο περπατάς στους δρόμους της Αθήνας τόσο μελαγχολείς, και αυτό κάνει καλό στην καρδιά;).
ΥΓ. Για δες! Εναν χρόνο μετά το 2006, και όμως τίποτε δεν έχει αλλάξει!
Χαζεύω στο μαγαζί με τα παπούτσια και αποφασίζω ότι χρειάζομαι μποτάκια. Αγοράζω ένα βραχιολάκι –ασημένιο μου είπε ο Νιγηριανός, τενεκές μου φαίνεται-, φωτογραφίζω κάτι Ιάπωνες που μου λένε δέκα «χαριστώ!», «τένκιου!» και άλλα τέτοια. Σκέφτομαι ότι πρέπει να πάω τη μηχανή τη Nikon –ιαπωνική δεν είναι;- για επισκευή. Δίπλα εκεί που τις επισκευάζουν δεν είναι και το μαγαζί με τις σακούλες για την ηλεκτρική σκούπα; Να πάρω και από αυτές – τι μπελάς κάθε φορά που τελειώνουν να πρέπει να τρέχω στο κέντρο. Σκέφτομαι τι άλλη δουλειά έχω να κάνω μια και θα κατεβώ στο κέντρο…
Στο μεταξύ, έχω φτάσει στην πλατεία Μοναστηρακίου. Ξαναβλέπω τις παράγκες και τα κλιματιστικά γύρω από το τζαμί και εκνευρίζομαι. Βρώμα γύρω παντού. Και μυρωδιά καμένου λίπους. Αφόρητη ασχήμια. Δεν πιστεύω να υπάρχει κανένας που να τη θεωρεί την ομορφότερη πλατεία της Ευρώπης. Ετσι τουλάχιστον όπως (δεν) την έχουν κάνει σε διώχνει. Πού σου ήρθε να μου δώσεις ραντεβού εδώ; Αργησες. Πάλι άργησες. Πάντα αργείς. Αντε, γιατί σου τα έχω μαζεμένα κι εσένα. Τέλος πάντων…
Πάμε όμως γιατί πείνασα. Πού; Πάλι σε εκείνον; Δεν θέλω. Θυμάσαι την προηγούμενη φορά το φαγητό που μου έφερε; Μια πιατέλα πιο μεγάλη από το τραπέζι. Πασπαλισμένη με μαϊντανό, δήθεν για στυλ. Στη μέση ένα φιλέτο το έλεγαν εκείνοι, για κάστανο το πέρασα εγώ. Τόσο μικρό και τσουρούτικο ήταν. Και στην άκρη αριστερά πέντε (τα μέτρησα) κυβάκια τηγανητής πατάτας – παγωμένα. Για όλη αυτή τη γαστρονομική έρημο, συν ένα ποτήρι κρασί, είχα πληρώσει 36 ευρώ. Θυμάσαι; Δεν ξαναπατάω! Ούτε σουβλάκι θέλω. Ας περπατήσουμε λίγο ακόμη και βλέπουμε.
Και περπατάμε, περπατάμε, περπατάμε στην ασχημόμορφη-ομορφάσχημη πόλη. Με τις χαρές και τις λύπες, με τα γέλια και τις μελαγχολίες μας. Καλά είμαστε, κάτι όμως μας βαραίνει. «Δεν έχει χαρά γύρω μας» λες όπως περνάμε έξω από τα κλειστά μαγαζιά με τις ρουτινιάρικες βιτρίνες ενώ ακούμε το νιοστό «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» της ημέρας.
Αυτό λείπει; Η χαρά; Ισως, κάποτε, περπατώντας, να τη βρούμε. Γι’ αυτό και περπατάμε, περπατάμε, περπατάμε… Γιατί κάνει καλό στην καρδιά. (Και αν όσο περπατάς στους δρόμους της Αθήνας τόσο μελαγχολείς, και αυτό κάνει καλό στην καρδιά;).
ΥΓ. Για δες! Εναν χρόνο μετά το 2006, και όμως τίποτε δεν έχει αλλάξει!
Κοσμάς Βίδος
"ΤΟ ΒΗΜΑ" - "ΒΗΜΑGAZINO"
6-7 Ιανουαρίου 2007