σαν ένα στοίχημα κόντρα σε κανόνες
που δεν ίσχυαν, ενός συστήματος που δεν υπήρχε.
Ευτυχώς, όμως, τα καλύτερα παιδιά
που κάναμε παρέα μάς έκαναν να νιώθουμε
ότι δεν ήμασταν μόνοι, ακόμη κι όταν
μας έζωναν τα φίδια με κείνο
το Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν
από τον κόσμο έξω του Αλεξανδρινού,
καίτοι είχαμε ακούσει και κρότους χτιστών
και ήχους μαστόρων…
Και γιατί πρέπει να κάνουμε οικογένεια, και γιατί οι άντρες πρέπει να συμπεριφέρονται έτσι και οι γυναίκες αλλιώς… και γιατί ο άντρας πρέπει να ‘ναι βαρύς κι ασήκωτος και η γυναίκα σιωπηλή και ό,τι απαλό μυρωδάτο και πολύχρωμο να είναι γυναικείο κι ό,τι τραχύ γκρίζο και άκαμπτο να είναι αντρικό… Μας τη σπάνε τα πρέπει και τα μη που μας βάζουν σαν βαρύ χρέος πάνω στους άψητους ώμους μας και που πρέπει με μπέσα και λεβεντιά να το κουβαλάμε εφ’ όρου ζωής… αυτή η ακαλλιέργητη λεβεντιά και η ευαίσθητη κλαψομουνίαση… δεν έχουμε σκοπό να κρατήσουμε τίποτε απ’ όλα αυτά τα… ΑΠΑΡΑΒΑΤΑ… Εμείς θα κάνουμε ό,τι μας κατέβει στο κεφάλι έτσι για πλάκα, από αντίδραση, διότι… ροκ εντ ρολ.
Να μας αφήσουν ήσυχους οι δυσκοίλιοι ηθικολόγοι και οι συγκαμένοι αρχαιοκάπηλοι, που μες στη σκόνη από αρχαία σκουριά κουνάνε το δάχτυλο αυστηρά μπρος στ’ ανήσυχα πρόσωπά μας. Εμείς θα ζήσουμε όπως γουστάρουμε. Θ’ ακούμε άλλες μουσικές, θα ντυνόμαστε αλλιώς, θα γράφουμε διαφορετικά, θα διαβάζουμε αμφιλεγόμενους και οργισμένους συγγραφείς, θα χαϊδευόμαστε με κορίτσια κι αγόρια κατά το κέφι μας, θα φουμάρουμε ταξιδιάρικα καπνά, κι όχι ρετσίνα και φτωχό κομπολογάκι, ούτε τρεχαλητά Βέγγου και νάζια Βουγιουκλάκη. Τους λαϊκούς εραστές των ελληνικών ταινιών τούς έχουμε για γέλια… κάτι δύσκαμπτοι που γυρίζουνε να μιλήσουν με υγρές λιμασμένες ματιές λες κι έχουν περίοδο, τριχωτοί μέχρι πάνω στον αγκυλωμένο σβέρκο, που αναστενάζουνε και νταβραντίζονται τίγκα στο δράμα και στη μιζέρια. Έξω από μας αυτά… θα ζήσουμε ξένοιαστα, κοσμοπολίτικα, κομψά όπως οι ήρωες του Μπουνιουέλ, του Αντονιόνι, του Φελλίνι, ίσως λίγο μελαγχολικά αλλά με σουρεάλ χιούμορ και αριστοκρατικότητα… Γύρω μας οι οικοδόμοι, τα συλλαλητήρια, οι νεολαίες, τα φαντάσματα του Εμφυλίου, τα ξωκλήσια και το σήμαντρο, το αιγαιοπελαγίτικο μούχρωμα· οι χαροκαμένες μάνες λυσσομανάνε, ξαφνικά όλοι είναι θύματα του φασισμού και της προκλητικής παλατιανής διαχείρισης. Και πρέπει να ‘σαι ή το ένα ή το άλλο… ή με τους αριστερούς ή με τους δεξιούς, με το λαό ή με την εξουσία. Ε, όχι, ούτε το ‘να ούτε τ’ άλλο. Άστε μας ήσυχους, άρρωστοι… Μανία με την αδικία και ποιος έκλαψε και έκλεψε πιο πολύ και ποια διόρισε το χαζοβιόλικο παιδί ποιανού στο δημόσιο. Τι λύσσα να θέλετε να πάρετε τη θέση τους και να νομίζετε κι από πάνω πως μας ενδιαφέρουν τα παιχνίδια σας και θα κάνουμε και μεις τα ίδια, χα, χα, χα.
Δε γουστάρουμε ούτε θέσεις ούτε χοντρά φράγκα, ούτε πρωτιές ούτε τρικλοποδιές και αγκωνιές… Καλοί παίχτες θέλουμε να γίνουμε στο παιχνίδι της ζωής, ανάλαφροι, συνεργάσιμοι, μ’ όσο γίνεται λιγότερο πόνο, να ζούμε με χιούμορ, ν’ ακούμε τον άλλο, να συγχωρούμε… και πού και πού να ξενυχτάμε μ’ έρωτες και μουσική, γιατί το ηλιοβασίλεμα και η ανατολή μάς πήραν το μυαλό και η ελληνική μυθολογία ήρθε και μας μάγεψε. (…)
Αυτό είναι… μ’ αρέσει η φυλή των αέρινων αντρών και γυναικών, που ζούνε ανάλαφρα και με γούστο. Αποφεύγουμε τους φεγγαροχτυπημένους και τους ψυχανώμαλους που αργούν να πάρουν μπρος και ξαφνικά βρίσκονται μπροστά στο χείλος του γκρεμού… και τους άλλους που καμαρώνουν για τα κατορθώματά τους με ύφος λεβεντομαλάκα και στα δύσκολα «Βοηθάτε, χριστιανοί, με φάγανε». Καλά σου κάνουνε, μπούλη της μαμάς σου, άντε τώρα στην αγκαλιά της για να σε κανακέψει, θρεφτάρι…
Ευτυχώς η μητέρα μου ποτέ δεν μ’ είχε χαϊδέψει με «Είσαι ο πρώτος, θα τους σκίσεις όλους, λεβέντη μου, παλικαρά μου» και τέτοιες μαλακίες –άσε που ‘φυγε νωρίς- αλλά ποτέ ο μόσχος ο σιτευτός. Τι φρίκη, άκου ο μόσχος. Με είχε αφήσει μόνο μου ν’ αποφασίζω για τη ζωή μου που όσο παρορμητικά κι αν τη ζω κιόλας –για να ξεφύγω λίγο απ’ την καλή ανατροφή μου- δεν γέρνω σε καμιά αγκαλιά να με νταντέψει… το βρίσκω φτωχούλικο και λυπητερό και το αποφεύγω… βουρκώνεις χωρίς να το πάρεις χαμπάρι, με νευριάζει αυτό. (…)
Η παρέα μας εξοργιζόταν με τα κλισέ των μεγάλων, τα ‘χαν υιοθετήσει και κάτι μονοκόμματοι συνομήλικοι και τα επαναλάμβαναν βλακωδώς. Ή άσπρο ή μαύρο, ή δεξιός ή αριστερός, ή άντρας ή αδερφή, ή πλουσιόπαιδο ή φτωχόπαιδο. Δίνουμε τις καθημερινές μας αψιμαχίες με τον μπακάλη, τον περιπτερά, τον εισπράχτορα, που μας κιαλάρουν καχύποπτα επειδή δεν μπορούν να καταλάβουν τι καπνό φουμάρουμε. Σκουντιούνται στο πέρασμά μας, πετάνε μπηχτές για τα μαλλιά μας, τα ρούχα μας, τον αέρα μας, που δεν έχουν καμία σχέση με τον άχρωμο αποπνιχτικό κόσμο τους. Αυτό μας έλειπε, να μοιάσουμε σ’ αυτούς τους μαγκωμένους χοντράνθρωπους που τρέμουν για την υπόληψή τους –σιγά τ’ αυγά- σ’ αυτή την κοινωνία – σιγά τον πολυέλαιο. Λευκή κάλτσα, σωληνωτό παντελόνι, κόκκινο κοτλέ, τους έπιανε αμόκ και θέλανε να μας νουθετήσουν σώνει και καλά. Μας θέλουν βαρείς κι ασήκωτους, με τη μουντή νοοτροπία τους περί συμφέροντος, διορισμού και άλλα δουλοπρεπή, για να πετύχουμε στην κοινωνία. Σ’ αυτή τη χρεοκοπημένη κοινωνία τους. Εμείς είχαμε μπει μ’ ορμή στην περιπέτεια του οράματος για τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο, κι αυτοί μας φρέναραν καθημερινά με κακεντρεχείς συνωμοτικότητες κι αρσενικές πρωτιές… όλες οι γυναίκες είναι πουτάνες… άκου μυαλά. Τ’ αρσενικό – άκου λέξη, απ’ την εποχή των σπηλαίων. Ο κόσμος προχωράει τρέχει με χίλια, αγόρια κορίτσια κι αγοροκόριτσα μ’ άλλο σκαρί, άλλη αύρα κι άλλα γούστα καλπάζουν, κι αυτοί σκιές κολλημένοι στις αραχνιασμένες ρίζες τους.