Παρασκευή, Ιουλίου 21, 2017

Ο Ταραμάς ζυγίζεται

photo by Jennifer B. Hudson

Περπατάει κι απόψε μόνος του στους άδειους δρόμους της Κοζάνης. Είναι σκοτάδι, ώρα δυόμισι το πρωί. Προχωρεί χωρίς προορισμό και χωρίς να ξέρει καν τι σκέφτεται. Περπατάει αφηρημένα κι αίφνης στέκεται, στέκεται και διαβάζει σ' ένα μισοφωτισμένο τοίχο, για πρώτη φορά, το παράξενο σύνθημα:
ΣΩΣΤΕ ΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ
Του κάνει εντύπωση, γιατί ούτε βατράχια εκτρέφουν στην Κοζάνη ούτε ακούστηκε τίποτε σχετικό με εξόντωση βατράχων - και παρακάτω, σ' έναν άλλο, πιο φωτισμένο, άσπρο τοίχο, βλέπει να 'χουν γράψει:
ΒΑΤΡΑΧΙΑ ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ
ΨΗΦΙΣΤΕ ΖΑΡΑΜΠΟΥΛΙΑ

Ποιός είναι ο Ζαραμπούλιας; Δεν ξανάκουσε τέτοιο όνομα και του 'ρχεται να χαμογελάσει στυφά, περισσότερο από αμήχανη περιέργεια, αλλά δεν μπορεί, δεν μπορεί να χαμογελάσει, αν και σήμερα έχει κάθε λόγο να είναι χαρούμενος, αφού, επιτέλους, βγήκαν τ' αποτελέσματα και πέρασε πρώτος στις Πανελλήνιες, πρώτος στην Ιατρική Θεσσαλονίκης. Ο μπαμπάς και η μαμά που τον πίεζαν ανελέητα τόσα χρόνια να μην πέσει στη βαθμολογία κάτω από το δεκαεννιά, να μπει οπωσδήποτε στην Ιατρική, να γίνει γιατρός, να φορέσει άσπρη ρόμπα, και δεν άφηναν να πάει σινεμά, να βγαίνει με κορίτσια, να κάνει διακοπές, να διασκεδάζει με τους φίλους του «για να γίνει επιστήμων άνθρωπος», τώρα θα 'ναι ευτυχισμένοι. Μέχρι και οι αθηναϊκές εφημερίδες τον έχουν σήμερα φωτογραφία στην πρώτη σελίδα με τίτλο: «Ο Νικόλαος Ταραμάς απ' την Κοζάνη πρώτος στην Ιατρική Θεσσαλονίκης. Η επαρχία πάλι έχει τα πρωτεία».

Ο ίδιος όμως είναι ταραγμένος, νιώθει παράξενα, σαν να συμβαίνουν σε κάποιον άλλον όλα αυτά. Προχωρεί αφηρημένα και στρίβει απ' την πλατεία, παίρνει την Καραϊσκάκη και μετά μπαίνει δεξιά, στη Σκρά, για να πάει να δει την αγαπημένη του βιτρίνα γυναικείων παπουτσιών στο κατάστημα "La Bambola".
Στέκεται κανένα ημίωρο όρθιος μπροστά στη φωτισμένη προσθήκη παρατηρώντας με αφοσίωση τα παπούτσια, τα καινούργια σχέδια για γυναίκες και κορίτσια: δετά με ασημένιες τόκες, με τακούνι χαμηλό ή ψηλό, γόβες απλές, σε διάφορα χρώματα, μπαλαρινέ, αισθησιακά σαν της καθηγήτριάς του των Αγγλικών, μοκασίνια σε δέρμα, σε λουστρίνι ή μαύρο βελούδο, μπότες σκληρές, ψηλές, ιππασίας, ή πιο χαμηλές σουέτ, μέχρι λίγο πιο πάνω απ' τον αστράγαλο. Παρατηρεί τα γυναικεία παπούτσια αποχαυνωμένος, μέχρι που αρχίζει και νιώθει έναν έντονο ερωτικό ερεθισμό. Τραβάει προσεκτικά τη ζακέτα μπροστά, την κουμπώνει και προχωράει παρακάτω νιώθοντας μέσα του να ξεσπάνε αλλεπάλληλα κύματα επιθυμίας, αλλά και περίεργης αγανάκτησης, κάτι σκούρο και πηχτό που ανεβαίνει προς το κεφάλι του κι ύστερα ξαναγυρίζει κάτω στην κοιλιά, στέκεται εκεί, επιμένει, φέρνοντάς του ένα θηριώδη, ακατανόητο εκνευρισμό που τον κάνει να αισθάνεται ότι όλα τον πειράζουν, οι πάντες είναι εξοργιστικοί, αβάσταχτοι. Οι γονείς του δυο όρθιες ακατανόητες, μαύρες φιγούρες κι ολόκληρη η πόλη ένα μεγάλο, σκοτεινό εκτροφείο μαύρων σκιών. Ολοι αγωνίζονται να σκαρφαλώσουν, να φύγουν από τον υψηλό, πέτρινο φράχτη αλλά ποτέ δεν τα καταφέρνουν, τελευταία στιγμή γλιστρούν και ξαναπέφτουν εξουθενωμένοι μέσα στο μαύρο. Ετσι νιώθει και ο ίδιος. Ετσι φαντάζεται τον εαυτό του και μονολογεί: «Σκιά, σκιά με τις σκιές».

Προχωρεί και στέκεται για λίγο μπροστά σε μια βιτρίνα οπτικών ειδών. Οι φωτεινές, διακριτικά κι ευγενικά λαμπρές βιτρίνες των οπτικών, των γυαλιών για άνδρες και γυναίκες, κυρίως τ' ακριβά designs του Christian Dior, του Armani, της Nina Ricci, του Montana και των άλλων, είναι τα μόνο αντικείμενα που του μεταγγίζουν κάποιαν ηρεμία, ένα αίσθημα διαύγειας, καθαρότητας κι αγνότητας, μια πίστη σε κάτι που θα 'θελε πραγματικά, ολοκληρωτικά, ξεκάθαρα και δεν το ξέρει.

Ηρεμεί κάπως και ύστερα ξαναρχίζει να περπατάει, προχωρεί νιώθοντας, πάλι, σε λίγο, ν' ανεβαίνει μέσα του αυτό το περίεργο, σκοτεινό κύμα, σαν ρευστή, ζωντανή μούργα, ν' ανεβαίνει, να σκάει πλημμυρίζοντάς τον, κάνοντάς τον να θέλει να εκραγεί, να βγει απ' τον εαυτό του, κατόπιν υποχωρεί κυματιστά κι ύστερα πάλι ξανάρχεται, ανεβαίνει στο στήθος, προς τον λαιμό και τον σφίγγει φέροντάς του πνιγμονή.

Περπατώντας φτάνει μπροστά στην καφετέρια που πήγαινε κλεφτά, τόσα χρόνια, για λίγο, ενώ όλοι οι συμμαθητές του σύχναζαν, γλεντοκοπούσαν μέρα νύχτα εκεί. Η ώρα είναι τρεις το πρωί και δεν υπάρχει τριγύρω ψυχή. Δίπλα στην καφετέρια, απ' τη δεξιά πλευρά, στον τοίχο της πολυκατοικίας γράφει:
ΣΩΣΤΕ ΤΑ ΒΑΤΡΑΧΙΑ
ΨΗΦΙΣΤΕ ΖΑΡΑΜΠΟΥΛΙΑ

Απ' τη δεξιά μεριά φέγγει η βιτρίνα του κλειστού φαρμακείου, κάτω από τον κόκκινο σταυρό από νέον μέσα σε κύκλο. Αυτή η βιτρίνα είναι λαμπερή, πεντακάθαρη, αστραφτερή, το φως της είναι πολύ ισχυρό, έντονο, εκτυφλωτικό, σχεδόν ανελέητο και χαράζει μιαν εγκαυστική, επίμονη λάμψη μέσα στο μυαλό του Νίκου Ταραμά που αποχαυνωμένος, σαν υπνωτισμένος, ρουφάει, απολιθωμένος θαρρείς, όλο αυτό το εντατικό, εκρηκτικό υπερκόσμιο φως, το ρουφάει μέσα του βουλιμικά αλλά δεν το αντέχει - ξαφνικά στρέφει, κάνει δυο αδέξια, ακατανόητα βήματα, αδράχνει μια σιδερένια καρέκλα απ' αυτές που έχει έξω η καφετέρια, γυρίζει, και κραυγάζοντας: «Σκιά, σκιά με τις σκιές, σκιά με τις σκιές», τραβάει μια καρεκλιά στη βιτρίνα του φαρμακείου και στο τζάμι της πόρτας και τα κάνει όλα χίλια αστραφτερά κομμάτια θρύψαλα. Αφήνει ήσυχα την καρέκλα και μπαίνει μέσα στο φαρμακείο ήρεμος, ενώ ο συναγερμός της πόρτας αρχίζει να ουρλιάζει ασταμάτητα, εκκωφαντικά. Ξυπνούν οι γείτονες από πάνω κι από δίπλα. Τι συμβαίνει; Τι γίνεται;

Ο Ταραμάς προχωρεί ψυχρός, άνετος μέσα στο φαρμακείο, ενώ μια σειρήνα περιπολικού ακούγεται κιόλας από μακριά. Ο συναγερμός συνεχίζει, ο κόσμος βγαίνει απ' τα σπίτια του, μερικοί έχουν κιόλας πλησιάσει έξω απ' το φαρμακείο. Στα διπλανά καταστήματα ανάβουν φώτα, στα μπαλκόνια των απέναντι διαμερισμάτων περίεργοι εμφανίζονται με τις πιτζάμες και βλέπουν παραξενεμένοι κάτω από τα σπασμένα, τα θρυμματισμένα τζάμια που γυαλίζουν εφιαλτικά. Αλλοι κατεβαίνουν βιαστικά απ' τις πολυκατοικίες και κοιτούν, σκύβουν με προφύλαξη να δουν τι γίνεται μέσα στο φαρμακείο. Ο κόσμος όλο και πυκνώνει, ο Ταραμάς περιεργάζεται για λίγο το χώρο, που αναδίνει μια στυπτική ευωδία αυστηρής καθαριότητας και ένα αίσθημα μεθοδικής, αστραφτερής τακτοποίησης των πάντων κι ύστερα, ενώ απέξω έχουν μαζευτεί πάνω από πενήντα άτομα και τον βλέπουν, αρχίζει, δίχως καθόλου να βιάζεται, να βάζει στις τσέπες του σαμπουάν, μαστίχες χωρίς ζάχαρη, αποσμητικά, φάρμακα, αντιβιοτικά, ενέσεις, μπουκαλάκια, ό,τι πιάνει πιο εύκολα το χέρι του, είναι εντελώς σοβαρός και συνεχίζει να παίρνει διάφορα πράματα. Ο συναγερμός συνεχίζει να ουρλιάζει, ο κόσμος να πυκνώνει και να συνωθείται απέξω.

Το περιπολικό έχει φτάσει, πέντε αστυνομικοί με τα περίστροφα στα χέρια πετάγονται απ' το αυτοκίνητο  και πλησιάζουν, περνώντας ανάμεσα απ' τους περίεργους φτάνουν στη σπασμένη βιτρίνα, βλέπουν μέσα στο φαρμακείο το νεαρό που τους κοιτάζει κι αυτός αλλά συνεχίζει, ήρεμος, απαθής, απτόητος, να βάζει διάφορα πράματα ασταμάτητα στις τσέπες του, που έχουν κιόλας παραφουσκώσει. Στέκουν οι αστυνομικοί άναυδοι και τον παρατηρούν, τον ξέρουν πολύ καλά, τον ξέρουν,  είναι ήσυχο, ευγενικό και καλό παιδί, γιος γιατρού, ο Νικόλαος Ταραμάς, γιος του Γεωργίου Ταραμά, του ακτινολόγου, τον είδαν και σήμερα στις εφημερίδες, πρώτη σελίδα, πέρασε πρώτος στην Ιατρική Θεσσαλονίκης, τον βλέπουν κι απορούν, ενώ εκείνος συνεχίζει να βάζει στις τσέπες του πράματα από διάφορους πάγκους και ράφια.

Κάποια στιγμή σταματάει, στέκεται, ρίχνει μια ματιά προς την όρθια λευκή ζυγαριά του φαρμακείου κι ανεβαίνει να ζυγιστεί, ζυγίζεται εντελώς ήρεμος, απαθής, σαν να είναι απών, κι ενώ σκύβει ελαφρά προσπαθώντας να δει ακριβώς τα κιλά του, τη στιγμή που βλέπει ότι η κόκκινη βελόνα τραντάζεται αλλά δεν κινείται, ότι η ζυγαριά είναι χαλασμένη, οι αστυνομικοί πλησιάζουν προσεκτικά και τον αρπάζουν απ' τις μασχάλες γερά, αποφασιστικά, τον κατεβάζουν απ' τη χαλασμένη ζυγαριά και τον τραβούν προς την έξοδα - ενώ η κόκκινη βελόνα της ζυγαριάς, ξανατραντάζεται, πάλλεται πέρα δώθε και ακινητοποιείται λίγο πριν από το έντονο, μαύρο μηδέν.

Οι αστυνομικοί σέρνουν προσεκτικά τον Ταραμά ανάμεσα απ' τον κόσμο προς το περιπολικό, τον βάζουν στο αυτοκίνητο και ξεκινούν με τη σειρήνα στη διαπασών. Εκείνος συνεχίζει να είναι απαθής, αδιάφορος, σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Περνώντας πάλι ένα δρόμο, από εκείνους που είχε περάσει πριν, ξαναδιαβάζει στον τοίχο το σύνθημα:
ΒΑΤΡΑΧΙΑ ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ
ΨΗΦΙΣΤΕ ΖΑΡΑΜΠΟΥΛΙΑ
Και στο διπλανό τοίχο τη φράση:
ΠΑΛΙ ΚΕΝΤΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ
Γιώργος Σκαμπαρδώνης
"Πάλι κεντάει ο στρατηγός"
1996