skip to main |
skip to sidebar
Και τώρα θα σας πω μια ιστορία με έναν ταλαιπωρημένο γάτο που μου έδωσε τον ορισμό της ευτυχίας:
Ενα πιτσιρίκι βρήκε στο δρόμο του ένα γατί. Το πήρε σπίτι του και φώναξε τον πιο αγαπημένο του φίλο να το δει κι αυτός. Υστερα κάθισε κι έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ευτυχία είναι να βρίσκεις στο δρόμο σου ένα μικρό γκρίζο γατί, να το παίρνεις στο σπίτι σου και να το ταΐζεις. Και να σε ρωτά ο φίλος σου, ο Γιώργος, πού το βρήκες αυτό το γατί και να του λες στο δρόμο και να το αγαπάει κι αυτός!».
Το χελιδονάκι ακούει στο όνομα Μήτσος και “δε μασάει”. Κάνει τις πιο τρελές βουτιές, χάνεται στα ύψη, τσακώνεται κι αυθαδιάζει. Με το τέλος του καλοκαιριού, ο Μήτσος αρνείται τον κομφορμισμό των άλλων χελιδονιών - να μεταναστεύσουν σε τόπους πιο θερμούς. Οι γονείς και οι φίλοι του τον προειδοποιούν ότι θα περάσει δύσκολες μέρες. Τίποτε ο Μήτσος... Παραμένει.
Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής αρχίζει ένα σφίξιμο στην καρδιά του αντάρτη. Με τον παγωμένο βοριά η καρδούλα του τρέμει. Κι όταν οι πρώτες νιφάδες χιονιού τον ακουμπούν, ο Μήτσος, τρομοκρατημένος, παίρνει το δρόμο της ξενιτιάς. Ο δρόμος όμως είναι μακρύς και παγωμένος, ο Μήτσος εξαντλημένος, τσακίζεται σ' ένα στάβλο. Τον πλησιάζει η αγελάδα και τον... θάβει κάτω από τη φρέσκια και ζεστή κοπριά της. Ο Μητσάρας ζωντανεύει και -φραπ, φρουπ- βγάζει το κεφάλι του από την κοπριά. Και τότε... τότε τον παίρνει είδηση η γάτα. Τον πλησιάζει και -χλατς- τον κάνει μια μπουκιά.
Ηθικά διδάγματα της ιστορίας του τσαμπουκαλεμένου χελιδονιού, που άκουγε στο όνομα Μήτσος:
1. Οποιος σε ρίχνει στα σκατά δεν είναι υποχρεωτικά εχθρός σου.
2. Οποιος σε βγάζει από τα σκατά δεν είναι υποχρεωτικά φίλος σου.
3. Αμα σ' αρέσουν τα σκατά, τουλάχιστον κάτσε μέσα σ' αυτά ήσυχος για να μην σε κάνουν τσακωτό.
Περνάω τις νύχτες μου στο SeeUCM. Είναι μια νέα εφαρμογή του Inetrnet: μιλάς με κάποιον και, ταυτοχρόνως, τον βλέπεις στην οθόνη σου. Την ίδια ώρα σε βλέπει και αυτός. Λίγοι το ξέρουν και το χρησιμοποιούν (κυρίως για να αυνανίζονται), αλλά όλο και κάποια φιλέρημη καρδιά εμφανίζεται στην οθόνη σου. Το σύστημα δουλεύει full time. Οταν ο μισός κόσμος πέφτει για ύπνο, ο άλλος μισός ξυπνάει. Οταν οι μισές πόλεις κρυώνουν, οι άλλες μισές έχουν καύσωνα. Χθες βράδυ μιλούσα μ' έναν στο Σίδνεϋ - «σε παρακαλώ», του είπα, «κάνε μου λίγο έτσι την κάμερα, θέλω να δω το καλοκαίρι απ' το παράθυρό σου».
Μερικοί είναι βάναυσοι, ζουμάρουν αμέσως στα γεννητικά τους όργανα, ανασαίνουν βαριά - δεν λένε τίποτα. Στο ψηφιακό σεξ, το πιο πολύτιμο κι απρόσιτο μέρος του κορμιού είναι το πρόσωπο - λίγοι το δείχνουν, και μόνο όταν νιώσουν εμπιστοσύνη: στο δίκτυο τελείται ένα άέναο, απρόσωπο όργιο, όπου όλοι κρύβονται πίσω από χονδροειδείς ρόλους και η πραγματική επικοινωνία στάζει απ' τα καλώδια σαν τρύπιος τενεκές.
Μια νύχτα βαρέθηκα. Αφού πρώτα είχα περιπλανηθεί σε δεκάδες δωμάτια, είχα δει τόνους κρέας, μέλη σαν άρρωστα απ' το γαλάζιο φως της μοναξιάς και κανένα πρόσωπο - "μπήκα" σ' ένα δωμάτιο στη Νέα Υόρκη που το αναγνώρισα αμέσως από ένα πόστερ του "Εναστρου ουρανού της Αρλ". Μου είχε εντυπωθεί από ένα προηγούμενο surfing - γιατί συνήθως τα δωμάτια των κομπιουτεράδων είναι γεμάτα ράφια, στερεοφωνικά και μισογεμισμένα σύνθετα: αυτό το δωμάτιο είχε κάτι το διαφορετικό. Μια αίσθηση συνειδητής (και συνεπώς ποιοτικής) παραίτησης, σαν Γκόλντιν με ολίγη από Εντουαρντ Χόπερ. «Hello», είπα στο σώμα που στεκόταν, ακέφαλο, μπροστά στην κάμερα. «Δείξε μου το πρόσωπό σου». Το σώμα δίστασε, έμεινε ακίνητο, ή έκανε κάποιες ημιτελείς χειρονομίες - ξυνόταν, τίναζε το τσιγάρο, ανασηκωνόταν στην καρέκλα του. «Δείξε μου έστω τα μάτια σου», είπα. Αργά αργά η κάμερα σηκώθηκε στο μισοφωτισμένο πρόσωπο. Ηταν ένα αγόρι γύρω στα 20, ξανθό, φακίδες, μ' εκείνη τη μελαγχολία απάθειας που έχουν οι τηνέιτζερ στα video clip των "Smashing Pumpkins". Κοιτούσε μ' ένα στυλ «λοιπόν, τι έγινε!», αλλά δεν έβγαζε μιλιά.
Ξημέρωνε Κυριακή, οι τελευταίοι ξενύχτες κορνάριζαν στην Πατησίων, κι εμένα μ' έπιασε το διαγαλαξιακό: αρχίζοντας απ' τον καιρό, πέρασα στη μουσική, κι έφτασα στην αγάπη - και του διηγήθηκα (πράγμα που δεν έχω ξανακάνει) ολόκληρη τη ζωή μου, δίχως το παραμικρό εφέ. Με είχε πιάσει κάτι ακατάσχετο, μπροστά σ' ένα σχεδόν παιδί, και του έλεγα, του έλεγα, του έλεγα, μέχρι που ο ήλιος φώτισε χλωμά και κατακόρυφα τους δρόμους. Τα μάτια μου είχαν πρηστεί και ο "indie-rocker" άκουγε με γερμένο το κεφάλι, κάτω από το πόστερ του Βαν Γκονγκ, που τώρα έμοιαζε με νύχτα πεσμένη στο νεροχύτη.
Γυρνώντας σπίτι, ένιωσα κάποια λύπηση για εμάς, τους ζωντανούς. Οι επικοινωνίες ακμάζουν κι εμείς δεν έχουμε άνθρωπο να μιλήσουμε. Το πρόσωπο του άλλου είναι το νέο γεννητικό του όργανο - το νέο πολιτισμικό ταμπού. Γιατί; Γιατί κανείς πραγματικά δεν μας κοιτάει. Στο "See you, see me" οργιάζουν όλοι οι ψυχικώς αόμματοι, μάτια άδεια - δίχως καν τα ποιητικά μαργαριτάρια μες στις κόγχες τους, που υπάρχουν στο σαιξπηρικό ναυάγιο του βασιλιά.
Μας άξιζε τέτοια ζωή; Και πως ξεχάσαμε ότι η ζωή, το φως, η θάλασσα, η αγάπη των σωμάτων - δεν είναι αυτονόητα, αλλά ένα δώρο αδιανόητο, που οφείλουμε να το εξαντλούμε κάθε στιγμή;
Πίνοντας ένα milko στην κουζίνα, είδα έναν κοκινολαίμη στο φύλλωμα της νεραντζιάς, να με κοιτάει. Κι είπα να δώσω στη βδομάδα μου ακόμα μια ευκαιρία. Πάλι...
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
"Εικόνες του Κόσμου"
Απρίλιος 1997