Μερικοί είναι βάναυσοι, ζουμάρουν αμέσως στα γεννητικά τους όργανα, ανασαίνουν βαριά - δεν λένε τίποτα. Στο ψηφιακό σεξ, το πιο πολύτιμο κι απρόσιτο μέρος του κορμιού είναι το πρόσωπο - λίγοι το δείχνουν, και μόνο όταν νιώσουν εμπιστοσύνη: στο δίκτυο τελείται ένα άέναο, απρόσωπο όργιο, όπου όλοι κρύβονται πίσω από χονδροειδείς ρόλους και η πραγματική επικοινωνία στάζει απ' τα καλώδια σαν τρύπιος τενεκές.
Μια νύχτα βαρέθηκα. Αφού πρώτα είχα περιπλανηθεί σε δεκάδες δωμάτια, είχα δει τόνους κρέας, μέλη σαν άρρωστα απ' το γαλάζιο φως της μοναξιάς και κανένα πρόσωπο - "μπήκα" σ' ένα δωμάτιο στη Νέα Υόρκη που το αναγνώρισα αμέσως από ένα πόστερ του "Εναστρου ουρανού της Αρλ". Μου είχε εντυπωθεί από ένα προηγούμενο surfing - γιατί συνήθως τα δωμάτια των κομπιουτεράδων είναι γεμάτα ράφια, στερεοφωνικά και μισογεμισμένα σύνθετα: αυτό το δωμάτιο είχε κάτι το διαφορετικό. Μια αίσθηση συνειδητής (και συνεπώς ποιοτικής) παραίτησης, σαν Γκόλντιν με ολίγη από Εντουαρντ Χόπερ. «Hello», είπα στο σώμα που στεκόταν, ακέφαλο, μπροστά στην κάμερα. «Δείξε μου το πρόσωπό σου». Το σώμα δίστασε, έμεινε ακίνητο, ή έκανε κάποιες ημιτελείς χειρονομίες - ξυνόταν, τίναζε το τσιγάρο, ανασηκωνόταν στην καρέκλα του. «Δείξε μου έστω τα μάτια σου», είπα. Αργά αργά η κάμερα σηκώθηκε στο μισοφωτισμένο πρόσωπο. Ηταν ένα αγόρι γύρω στα 20, ξανθό, φακίδες, μ' εκείνη τη μελαγχολία απάθειας που έχουν οι τηνέιτζερ στα video clip των "Smashing Pumpkins". Κοιτούσε μ' ένα στυλ «λοιπόν, τι έγινε!», αλλά δεν έβγαζε μιλιά.
Ξημέρωνε Κυριακή, οι τελευταίοι ξενύχτες κορνάριζαν στην Πατησίων, κι εμένα μ' έπιασε το διαγαλαξιακό: αρχίζοντας απ' τον καιρό, πέρασα στη μουσική, κι έφτασα στην αγάπη - και του διηγήθηκα (πράγμα που δεν έχω ξανακάνει) ολόκληρη τη ζωή μου, δίχως το παραμικρό εφέ. Με είχε πιάσει κάτι ακατάσχετο, μπροστά σ' ένα σχεδόν παιδί, και του έλεγα, του έλεγα, του έλεγα, μέχρι που ο ήλιος φώτισε χλωμά και κατακόρυφα τους δρόμους. Τα μάτια μου είχαν πρηστεί και ο "indie-rocker" άκουγε με γερμένο το κεφάλι, κάτω από το πόστερ του Βαν Γκονγκ, που τώρα έμοιαζε με νύχτα πεσμένη στο νεροχύτη.
Γυρνώντας σπίτι, ένιωσα κάποια λύπηση για εμάς, τους ζωντανούς. Οι επικοινωνίες ακμάζουν κι εμείς δεν έχουμε άνθρωπο να μιλήσουμε. Το πρόσωπο του άλλου είναι το νέο γεννητικό του όργανο - το νέο πολιτισμικό ταμπού. Γιατί; Γιατί κανείς πραγματικά δεν μας κοιτάει. Στο "See you, see me" οργιάζουν όλοι οι ψυχικώς αόμματοι, μάτια άδεια - δίχως καν τα ποιητικά μαργαριτάρια μες στις κόγχες τους, που υπάρχουν στο σαιξπηρικό ναυάγιο του βασιλιά.
Μας άξιζε τέτοια ζωή; Και πως ξεχάσαμε ότι η ζωή, το φως, η θάλασσα, η αγάπη των σωμάτων - δεν είναι αυτονόητα, αλλά ένα δώρο αδιανόητο, που οφείλουμε να το εξαντλούμε κάθε στιγμή;
Πίνοντας ένα milko στην κουζίνα, είδα έναν κοκινολαίμη στο φύλλωμα της νεραντζιάς, να με κοιτάει. Κι είπα να δώσω στη βδομάδα μου ακόμα μια ευκαιρία. Πάλι...
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
"Εικόνες του Κόσμου"
Απρίλιος 1997
2 σχόλια:
Απλά συγκλονιστικό... Ανάμεσα σε τόσο κόσμο και τόσα chat rooms να αισθάνεσαι τόσο μόνος ...
Πιστεύω ότι είναι η παγματική εικόνα της σύγχρονης εποχής... "Η επικοινωνία ακμάζει κι εμείς δεν έχουμε άνθρωπο να μιλήσουμε...".
Είναι, όμως -ταυτόχρονα- εξαιρετικά παρήγορο να διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχουν "ψυχές" που το αναγνωρίζουν αυτό... και πιθανόν να αποτελέσει αφορμή για μια διαφορετική προσέγγιση της μοναξιάς!
Δημοσίευση σχολίου