Τετάρτη, Δεκεμβρίου 07, 2011

Do not gentle into that good night

Ο Βλάσσης έζησε γρήγορα, ορμητικά και άτσαλα. Πήγε κάποια στιγμή να σοβαρευτεί, μα δεν τα κατάφερε. Πέθανε άγαρμπα. Ηταν καλό παιδί. Πήγαινε με διακόσια, σε ένα αυτοκίνητο που δεν είχε φρένα.
Τον θυμάμαι σε μια φωτογράφηση του “Symbol”. Του είχαμε ζητήσει να μπλεχτεί στ’ ανθισμένα κλαδιά μιας μυγδαλιάς – να μιμηθεί την κλασική φωτογραφία του Ντίλαν Τόμας με τη γλυσίνα στην Ουαλία. Να είναι σοβαρός, βλοσυρός – μετά την περιπέτειά του, που πήγε να πεθάνει. Ηταν εκτός τηλεόρασης, μακριά από τη βουή που τον είχε θρέψει. Επαιξε τον βαρύ, σκεπτόμενο άνθρωπο τέλεια. Κι ήταν βαρύθυμος στ’ αλήθεια.
Ξανακοιτάζοντας τη φωτογραφία του (10 Μαρτίου 2001), με πιάνει άγρια λύπη για το θάνατό του. Η γενιά μου και, κυρίως, η γενιά του γοητεύτηκαν από εικόνες υπερβολής και απληστίας –και ζήτησαν να τα ζήσουν όλα, τώρα! Ανέβασαν στροφές μέχρι να καούν τα πάντα μέσα τους και άρχισαν να γερνούν μεταξύ κυνισμού και δακρύων, σε περίβλεπτες αρένες: ο Βλάσσης στην τηλεόραση.
Παρ’ ότι με στεναχωρούσε το τόσο χύμα του, ένιωθα πάντα την τρυφερή του πάστα. Ηταν ένα παιδί των λουλουδιών που γερνούσε έξαλλα και που, πάλι όπως ο Ντίλαν Τόμας, δεν ήθελε να πάει με το μαλακό μέσα στην όμορφη νύχτα. «Πρέπει να ουρλιάζουν και να καίνε τα γηρατειά μόλις βραδιάζει / οργίσου, οργίσου ενάντια στου φωτός τον τελειωμό».
Εχει κάτι εφηβικό και άγουρο αυτή η επιμονή, αυτή η απληστία. Κάτι που ήταν ακραίο, τεταμένο –και έσπασε. Ούτε η κόρη του ούτε η εύπορη κατάστασή του ούτε η γυναίκα του μπορούσαν να τον σταματήσουν. Ηταν το όμορφο, παράφορο αγόρι των Πελόμα Μποκιού, με τα φιλήδονα χείλη και το πονηρό βλέμμα, η βραχνή φωνή, που θύμιζε χόρτα στο βυθό της θάλασσας –ο εκρηκτικός Βλάσσης που δοκιμάζει την αντοχή των ορίων του- τα πολύ σοβαρά μάτια, οι σακούλες, τα ανάκατα μαλλιά.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα τι είναι καλύτερο: να καίγεσαι μέσα στην περιέργεια της ύπαρξης ή να καλλιεργείς έναν κήπο την άνοιξη, ενώ η κόρη σου παίζει κοντά σου. Ειλικρινά δεν ξέρω. Αλλά νομίζω δεν αποφασίζουμε εμείς – είναι αποφασισμένο μέσα μας. Ο Βλάσης σίγουρα ήταν προορισμένος να καεί. Χωρίς να είναι ιδιαιτέρως φιλοσοφικός, εξέφρασε με όλη του τη ζωή το στίχο αυτό που συγκεφαλαιώνει τη ροκ υπερβολή:
“Do not gentle into the good night
Rage, rage against the dying of the light”

Ωραίος στίχος. Μα κάτι πρέπει να γίνει και με την πραγματικότητα. Τη λαχτάρα μας να ξαναδούμε τις μυγδαλιές την άνοιξη «πάση θυσία», την κούραση που νιώθουμε όταν κακές ειδήσεις έρχονται, φίλοι αποδεκατίζονται και το σκοτάδι αυξάνει…

Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
"ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"
16 Οκτωβρίου 2004

Πέμπτη, Οκτωβρίου 06, 2011

Steve Jobs

“I Quit…” ανακοίνωσε ο Steve Jobs συμπληρώνοντας ότι πλέον θα παρακολουθεί τις εξελίξεις από την καρέκλα του προέδρου της Apple, μία είδηση που προκάλεσε λογιστικό πυρετό στους χιλιάδες μετόχους και ρίγη συγκίνησης στα εκατομμύρια θαυμαστές του. Επειδή, απλούστατα, για πολλούς ο εκκεντρικός απόστολος της πληροφορικής είναι αναντικατάστατος. Τον Μάϊο που μας πέρασε ο Γιώργος Παπανδρέου μπήκε στην αίθουσα του Προεδρικού Μεγάρου όπου θα διεξαγόταν το συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών μ’ ένα iPad2 ανά χείρας. Κάθησε δίπλα στην Αλέκα Παπαρήγα, η οποία με τη σειρά της άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε από μέσα ένα iPad (σκέτο). Ο Αλέξης Τσίπρας, πιο δίπλα, έριξε μια ματιά στο iPhone του όσο ο Γιώργος Καρατζαφέρης περιοριζόταν στο να ζωγραφίζει καραβάκια σε ένα λευκό μπλοκ, μ’ ένα ταπεινό στυλό. Τους παρευρισκόμενους δημοσιογράφους εντυπωσίασε ένα γεγονός: η Παπαρήγα με iPad!
Και η ίδια, όμως, εξεπλάγη με την έκπληξη των δημοσιογράφων. Γιατί να μην έχει iPad, δηλαδή, αφού είναι λάτρις της τεχνολογίας; Και στο κάτω κάτω το iPad, όπως το iPhone, το iPod, οι υπολογιστές iMac και τόσα άλλα με πρώτο συνθετικό το «i», δεν είναι το κακό πρόσωπο του καπιταλισμού, αλλά το φωτεινό του, το δημιουργικό, το αισιόδοξο, αυτό που αναβαθμίζει την ποιότητα της ανθρώπινης ζωής και διαμορφώνει ολόκληρες βιομηχανίες.
Αυτό δεν το είπε η κυρία Παπαρήγα, αλλά όποιος έχει χρησιμοποιήσει κάποια από τα προαναφερθέντα προϊόντα της Apple το προσυπογράφει ανεπιφύλακτα. Και συμμετέχει στην παγκόσμια συγκίνηση για την παραίτηση από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου τα εταιρείας που τα διαθέτει στην αγορά, του ανθρώπου που είναι υπεύθυνος γα τη δημιουργία τους, του θρυλικού Steve Jobs, του πιο επιτυχημένου επιχειρηματία όλων των εποχών (μαζί με το αντίπαλο δέος, τον Bill Gates της Microsoft).
Η συγκίνηση οφείλεται, βέβαια, στον λόγο που οδηγεί τον μόλις 56 ετών Steve Jobs να πάρει τη δυσβάσταχτη αυτή απόφαση, στα σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει από το 2004. Η ομιλία του στους αποφοίτους του Πανεπιστημίου Στάνφορντ το 2005 ηχεί πιο επίκαιρη από ποτέ: «Δεν έχετε πολύ χρόνο, μην τον σπαταλήσετε, λοιπόν, ζώντας τη ζωή κάποιων άλλων. Μην αιχμαλωτιστείτε από το δόγμα που θέλει να ζείτε σύμφωνα με το τι νομίζουν οι άλλοι. Μην αφήνετε τη γνώμη των άλλων να πνίξει την εσωτερική φωνή σας. Και, το σημαντικότερο, να έχετε το θάρρος να ακούτε την καρδιά και τη διαίσθησή σας».Κάποιοι βλέπουν την απόφασή του να αποσυρθεί ως το τέλος μιας εποχής. Μιας εποχής που εκτείνεται τις δύο τελευταίες δεκαετίες κατά τη διάρκεια των οποίων η τεχνολογία της Apple άλλαξε τη ζωή μας τόσο ριζικά, ώστε να ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε για τον τρόπο με τον οποίο ζούσαμε προηγουμένως. Τον τρόπο που ακούγαμε μουσική, που επικοινωνούσαμε μεταξύ μας, που μοιραζόμασταν εμπειρίες, φωτογραφίες, βίντεο, που βλέπαμε animation. Τίποτε δεν είναι πια το ίδιο μετά την έλευση του κυρίου Jobs και του επιχειρηματικού δαιμονίου του.
Τουλάχιστον αποχωρεί ικανοποιημένος, διότι γνωρίζει με σιγουριά ότι το όραμα που μορφοποιήθηκε στο μυαλό του, από όταν ήταν έφηβος ακόμη, πραγματοποιήθηκε: τα κατάφερε και άλλαξε τον κόσμο. Οχι μόνο μία και δύο φορές. Είναι αυτός που εισήγαγε την έννοια το προσωπικού υπολογιστή ήδη από τη δεκαετία του 1970. Αυτός που παρουσίασε τον πρώτο υπολογιστή με ποντίκι, παράθυρα, εικονίδια και γραφικά (λέγε με και Macintosh) το 1984. Αυτός που το 2001 έβγαλε από την πίσω τσέπη του τριμμένου τζιν του το μινιμαλιστικό iPod και έδωσε στον κόσμο τα iTunes, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο που αγοράζουμε, διαχειριζόμαστε και ακούμε μουσική, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η μουσική βιομηχανία. Το χρωστάμε πολλά για το iPhone και τις εκατοντάδες χιλιάδες ευφάνταστες εφαρμογές του (apps) – μεταξύ των οποίων και το Instagram των 150 εκατ. φωτογραφιών που μοιράζονται στο iPhone τους επίδοξοι φωτογράφοι του αυθόρμητου. Το iPhone καταβρόχθισε στην ουσία το «μουσικόφιλο» ξαδερφάκι του, iPod, θέτοντας σε ισχύ έναν άγραφο νόμο της Silicon Valley: «Φάε εσύ ο ίδιος το φαγητό σου, προτού το κάνει κάποιος άλλος για σένα». Δηλαδή ένα προϊόν υψηλής αγοραστικής αξίας ενσωματώνεται στο τηλέφωνο που το διαδέχεται και ανταγωνίζεται τον προκάτοχό του. Πολλοί το σκέφτηκαν, μόνο ο Jobs το τόλμησε. Το iPad που προτιμούν και οι πολιτικοί μας αρχηγοί θα μπορούσε από την άλλη να είναι ο αγγελιοφόρος του… θανάτου των PC’s.
Αυτός ήταν και ο εμμονικός στόχος του Jobs, να καταπλήσσει τον κόσμο με κάθε νέο τεχνολογικό επίτευγμα της εταιρείας του. Αυτή η επιδίωξη τροφοδοτούσε το ασίγαστο πάθος του και όχι η επιθυμία του να πλουτίσει. Τουλάχιστον δεν ήταν πρώτη στη λίστα της ιεραρχίας του, μολονότι κατάφερε να κερδίσει το πρώτο του εκατομμύριο στα 24 χρόνια του, όταν η Apple διέθεσε ιδιωτικά μετοχές της, ενώ έπειτα από έναν περίπου χρόνο κέρδισε τα πρώτα του 200 εκατ. ως αποτέλεσμα της δημόσιας διάθεσης των μετοχών της εταιρείας. Το σπίτι που αγόρασε με τα πρώτα του χρήματα είχε μεν 19 κρεβατοκάμαρες, αλλά καμία διακόσμηση πέραν από έναν πίνακα του αμερικανού ζωγράφου Maxfield Parish.
O Jobs ατένιζε τον κόσμο από την κορυφή, όμως πολύ σύντομα θα κατακρημνιζόταν και θα βρισκόταν υπό διωγμόν από την ίδια την εταιρεία που δημιούργησε το 1985. Αλλά θα σκαρφάλωνε ξανά στην κορυφή και μάλιστα με πολύ πιο θεαματικό τρόπο από την πρώτη φορά. Από το 1997, οπότε και ανέλαβε (ξανά) τα ηνία της Apple, ως σήμερα, η μετοχή της εταιρείας έχει πολλαπλασιάσει την αξία της 57 φορές. Η Apple φιγουράρει σήμερα ως το πιο πολύτιμο brand του πλανήτη, με χρηματιστηριακή αξία που αγγίζει τα 324 δισ. δολάρια.
«Θεός» ο Jobs. Για τα εκατομμύρια θαυμαστές του, αλλά πρωτίστως για τον εαυτό του. Εξάλλου, στο καθιερωμένο αποκριάτικο εταιρικό πάρτι της Apple το 1978 εμφανίστηκε ντυμένος ως Ιησούς Χριστός. Η ασυνήθιστη επιλογή δεν πέρασε απαρατήρητη από τους συνεργάτες του, οι οποίοι ταλαιπωρούνταν από το υπερτροφικό Εγώ και την αλαζονεία του. Τα υπέμεναν όλα. Για ποιον λόγο ακριβώς; Επειδή η γοητεία και το μέγεθος του οράματός του ήταν ακαταμάχητα. «Θα κάνουμε τον υπολογιστή Lisa τόσο σημαντικό, ώστε να προκαλέσουμε το σύμπαν» τους παρότρυνε και κανείς δεν αμφισβητούσε τον προφήτη της Apple. Αυτός ήταν ο απόστολος της θρησκείας του προσωπικού υπολογιστή.
Πώς τα κατάφερε, όμως, και πώς έφτασε ως εδώ αυτός ο πάλαι ποτέ ασκητικός νέος, ο ορκισμένος χορτοφάγος, ο άπλυτος και ξυπόλητος οπαδός της ζεν φιλοσοφίας, με τα μακριά, αχτένιστα μαλλιά, ο οποίος εγκατέλειψε το ελιτίστικο κολλέγιο Ριντ στο Πόρτλαντ του Ορεγκον ένα εξάμηνο αφότου μισο-παρακολούθησε τα μαθήματα; Επειδή από τότε ήξερε πώς να πάρει τα χρήματα για τα δίδακτρα πίσω και να πείσει επιπλέον τον πρύτανη να τον αφήσει να κοιμάται στο κοιτώνα του κολεγίου δωρεάν. Η ικανότητα του να πείθει, να κλείνει συμφωνίες και να παίρνει ρίσκα εκεί που οι άλλοι λούφαζαν, καθώς και η ψυχαναγκαστική τελειομανία του έγιναν το εισιτήριό του για την επιτυχία. Είναι τόσο απλό;
Μάλλον όχι. Στο βιβλίο «iCon Steve Jobs: Η εντυπωσιακότερη δεύτερη πράξη στην ιστορία των επιχειρήσεων» (εκδόσεις Ωκεανίδα) των Jeffrey S. Young και William L. Simon, περιγράφονται εύστοχα οι λόγοι που έφεραν τον Jobs στην κορυφή του κόσμου, σε αντίθεση με όσους βρέθηκαν στον δρόμο του και συχνά παραγκωνίστηκαν από αυτόν. Εξ ου και ο τίτλος «iCon», ο οποίος συνοψίζει τη βαθιά αντιφατική προσωπικότητα του Jobs – πρωτοπόρος, αλλά και «απατεώνας» μαζί: «Διέθετε τον ενθουσιασμό ενός πωλητής για το προϊόν του, το βιβλικό πάθος του ιεροκήρυκα, την εμμονή ενός ζηλωτή και την αποφασιστικότητα ενός φτωχού παιδιού να πιάσει την καλή». Επιπλέον, βρέθηκε στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή: Οταν η Silicon Valley ήταν «η Φλωρεντία της Αναγέννησης», στις αρχές της δεκαετίας του ’70, και η ψηφιακή εποχή μόλις άρχιζε να ανατέλλει. Το timing δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο.
Δεν ισχύει το ίδιο για τα παιδικά του χρόνια. Ο Steve Jobs γεννήθηκε στο Σαν Φρανσίσκο το 1955, σε μια εποχή, δηλαδή, όπου οι ανύπαντρες μητέρες συνήθως δεν κρατούσαν τα παιδιά τους, αλλά τα έδιναν για υιοθεσία. Οι πραγματικοί γονείς του, ανύπαντροι και φοιτητές στο Πανεπιστήμο του Γουισκόνσιν, του κληροδότησαν λαμπερά γονίδια. Ο πατέρας του ήταν αραβικής καταγωγής και έκανε διδακτορικό στις πολιτικές επιστήμες, η μητέρα έκανε μεταπτυχιακό στη λογοθεραπεία. Μωρό ακόμη, υιοθετήθηκε από τον Paul και την Clara Jobs και δεν γνώριζε τίποτε για τους πραγματικούς του γονείς επί σειρά ετών. Ενας παλιός φίλος του έχει πει ότι «κάπου βαθιά μέσα του τον έτρωγε η ανασφάλεια, ένιωθε ότι έπρεπε να αποδείξει πόσο σπουδαίος ήταν. Η ορφάνια οδήγησε τον Steve σε μονοπάτια που οι περισσότεροι από εμάς δεν θα κατανοήσουμε ποτέ».
Ο θετός πατήρ Jobs είχε καλές μηχανολογικές γνώσεις και ζούσε την οικογένειά του εισπράττοντας καθυστερούμενες δόσεις από την αγορά αυτοκινήτων. «Πανέξυπνος», αλλά «μοναχικός» στο σχολείο, ο Steve αδιαφορούσε για τα μαθήματα και προτιμούσε να ταράζει τους δασκάλους του ρίχνοντας στην τάξη αυτοσχέδιες βόμβες ή αμολώντας φίδια (!) στην αίθουσα. Οι αποβολές ήταν συνηθισμένο φαινόμενο και μόνο μια δασκάλα στη Δ’ Δημοτικού στάθηκε ικανή να τον τιθασεύσει και να τον πείσει να διαβάσει: τον δωροδόκησε. «Το χρήμα άναβε μέσα του το πάθος της γνώσης» σχολιάζουν οι συγγραφείς του «iCon».
Στο Γυμνάσιο του Κουπερτίνο γνώρισε τον έτερο Steve, τον κατά πέντε χρόνια μεγαλύτερό του Wozniak, με τον οποίο θα ξεκινούσαν λίγο αργότερα την Apple μέσα σ’ ένα παλιό γκαράζ, όπως ακριβώς αποπειρόνταν τόσοι και τόσοι επίδοξοι φοιτητές παθιασμένοι με τα ηλεκτρονικά στις παρυφές της Silicon Valley.
Στα 18 του ο Jobs προσελήφθη στη γνωστή εταιρεία videogame Atari. Η δύναμη της πειθούς τους ήταν από τότε τεράστια και στη συγκεκριμένη περίσταση περιορίστηκε στη λιτή, αλλά αδιαπραγμάτευτη δήλωση: «Δεν φεύγω από ‘δω μέσα μέχρι να με προσλάβετε». Ο αρχιμηχανικός που το έκανε, είδε έναν ένθερμο οραματιστή στο πρόσωπο του Jobs, δηλαδή κάποιον «ο οποίος διαθέτει ένα εσωτερικό όραμα που δεν υποστηρίζεται από αντικειμενικά γεγονότα».Σύντομα, βέβαια, κέρδισε τις εντυπώσεις με την χαρισματικότητά του, αλλά και εμπνέοντας την εμπιστοσύνη στους γύρω του, όπως θα συνέβαινε διαρκώς στη μετέπειτα επαγγελματική ζωή του. Του ανέθεσαν, μάλιστα να απλουστεύσει τον μηχανισμό κατασκευής ενός παιχνιδιού με τίτλο «Breakout». Ο Jobs στράφηκε για βοήθεια στον Wozniak, τον φίλο του και μάγο των ηλεκτρονικών, και ο καταμερισμός εργασίας έγινε ως εξής: «Ο Jobs αγόραζε καραμέλες και Coca-Cola κατά τη διάρκεια του 48ωρου που ο Wozniak σχεδίαζε τα κυκλώματα». Τι πιο λογικό; Ο ένας ήθελε να σχεδιάζει, ο άλλος ήξερε πώς να βγάζει χρήμα. Η αμοιβή τους ήταν 1.000 δολάρια. Ο Jobs είπε στον Wozniak ότι τους έδωσαν 600 και του παρέδωσε το μερίδιο που του αντιστοιχούσε, δηλαδή 300 δολάρια. Ο ίδιος είχε βάλει στην τσέπη τα υπόλοιπα. Είναι γνωστό ότι ο επιτυχημένος επιχειρηματίας δεν περπατά πάντα σε δρόμους στρωμένους με ροδοπέταλα.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, ο Jobs θα έπαιρνε όλα τα εύσημα για τη δημιουργία του Macintosh, χωρίς ποτέ να γίνει ευρέως γνωστό ότι αυτός που είχε οραματιστεί και εξελίξει τον συγκεκριμένο υπολογιστή ήταν στην ουσία ο Jef Raskin. Ο Jobs ήταν εμμονικά απορροφημένος από τη φιλόδοξη δημιουργία της Lisa, ενός υπολογιστή που έμελλε να μην απογειωθεί ποτέ στην αγορά. Η Lisa απέτυχε μολονότι ο Jobs εμπιστεύθηκε το πιο αξιόπιστο focus group που γνώριζε: τον εαυτό του. «Οταν ο Bell ανακάλυπτε το τηλέφωνο, δεν βγήκε να κάνει έρευνα αγοράς για να δει αν το χρειαζόταν ο κόσμος» ήταν το αποστομωτικό επιχείρημά του. Ο τελικός Macintosh που παρέδωσε στην αγορά δεν είχε μεγάλη σχέση με αυτόν που άφησε μισοτελειωμένο όταν έφυγε από την εταιρεία ο Raskin ηττημένος από τον Jobs. Το σίγουρο, όμως, είναι ότι δεν ήταν εξ’ ολοκλήρου δημιούργημα του Jobs.
Θα περνούσαν χρόνια για να πει το περίφημο «η Apple είναι ομαδικό σπορ», όταν θα αναλάμβανε ξανά την εταιρεία και αφότου οι φιλοδοξίες του είχαν ήδη σκοντάψει αρκετές φορές. Σαφέστατα ήξερε να επιλέγει τους καλύτερους. Με ερωτήσεις του τύπου: «πόσες φορές έχεις πάρει ναρκωτικά; Πότε έχασες την παρθενιά σου;» ρωτούσε ο λάτρης του LSD εκείνη την εποχή, περιμένοντας να ακούσει εύστροφες απαντήσεις.
Το καλοκαίρι του ’74 ο Jobs έκανε ένα ταξίδι αυτογνωσίας στην Ινδία. Αφότου περιπλανήθηκε ως κουρελής μοναχός-επαίτης με το κεφάλι ξυρισμένο, κατέληξε, όπως έλεγε αργότερα, στο εξής συμπέρασμα: «Ισως ο Thomas Edison έκανε πολύ περισσότερα για να καλυτερέψει τον κόσμο από όσα ο Karl Marx και ο Neem Karoli Baba μαζί». Είναι ενδιαφέρουσα η επιλογή προτύπου που κάνει ο Jobs. Ο παραγωγικότερος εφευρέτης της σύγχρονης εποχής, ο Thomas Edison, προσέφερε πολύ μεγάλες υπηρεσίες στην ανθρωπότητα με τον φωνογράφο του, τον ηλεκτρικό λαμπτήρα και την κινηματογραφική μηχανή. Είναι λιγότερο γνωστός για το πόσο πολέμησε, πόσο σαμποτάρισε τον ανταγωνιστή του, Nikola Tesla, προκειμένου να μην επικρατήσει η ανακάλυψή του, το εναλλασσόμενο ρεύμα.
Βέβαια, οι τακτικές του Edison δεν μειώνουν την αξία των ανακαλύψεών του. Ισως θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι ο Jobs είναι ο σύγχρονος Edison, η ιδιοφυΐα του, όμως, παραμένει αδιαμφισβήτητη. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει το σπάνιο αισθητικό κριτήριό του, τόσο σπάνιο στον χοντροκομμένο κόσμο της τεχνολογίας, πλασμένο από άπειρες αλληλουχίες 0 και 1.
«Δημιουργούσε αντικείμενα που ο κόσμος ποθούσε να αποκτήσει. Προσέδιδαν κύρος σε όποιον τα χρησιμοποιούσε. Από το πρώτο Mac μέχρι το πρόσφατο iPad, η ιδιοφυΐα του Jobs έγκειται, όμως, και στην ευχρηστία και στην εργονομία των προϊόντων του» λέει στο ΒΗΜagazino ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος της γραφιστικής ομάδας Beetroot: «Ηταν πανούργος και έδωσε την ευκαιρία στο ευρύ κοινό να χειριστεί μια φαινομενικά περίπλοκη συσκευή, διευκολύνοντάς του έτσι τη ζωή. Οι γραφίστες προτίμησαν τους υπολογιστές της Apple, αρχικά επειδή το λογισμικό που παρείχαν αυτοί ήταν πιο προχωρημένο. Σήμερα κάτι τέτοιο δεν ισχύει, όμως τα αντικείμενα της Apple είναι πλέον φετίχ λόγω του design τους. Ενα άλλο συγκριτικό πλεονέκτημα των προϊόντων του ήταν η αξιοπιστία τους ως μηχανημάτων, γι’ αυτό και ήταν πολύ ακριβότερα».
Ο βιομηχανικός σχεδιαστής Κωνσταντίνος Χούρσογλου εστιάζει με τη σειρά του στην υψηλή αισθητική των προϊόντων της Apple: «Από την αρχή ήταν μακράν μπροστά σε σχέση με οτιδήποτε άλλο κυκλοφορούσε στην αγορά. Η σημασία που έδινε ο Jobs στη λεπτομέρεια ήταν μοναδική. Δεν υπάρχει ούτε ένα στοιχείο του μηχανήματος, είτε το βλέπεις είτε όχι, που να μην είναι σχεδιασμένο μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Προσωπικά, με εντυπωσιάζει αυτή η εμμονή με τη λεπτομέρεια».
Το ερώτημα στα χείλη όλων είναι, βέβαια, ποιος θα αλλάζει τον κόσμο εφεξής. Λέγεται ότι ο Timothy D. Cook που αναλαμβάνει δεν είναι τύπος ανάλογου διαμετρήματος. Το νέο iPhone, παρ’ όλα αυτά, κυκλοφορεί το φθινόπωρο και το νέο iPad μέσα στο 2012. Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος δεν έχει απόλυτη ανάγκη τη διαρκή αναβάθμιση της τεχνολογίας του. Ο κόσμος, όμως, διψά για τη μαγεία της Apple. Αφήστε που μάλλον έχει ξεχάσει από καιρό να ζωγραφίζει καραβάκια με στυλό…

Μαρίνα Αστραπέλλου
“ΤΟ ΒΗΜΑ” – “BHMagazino”
4 Σεπτεμβρίου 2011

Ο Steve Jobs είναι το αντίθετο του μάρκετινγκ. Τι κάνει το μάρκετινγκ; Ερευνά την αγορά, ρωτάει τους καταναλωτές για τις ανάγκες τους, οργανώνει ποσοτικές και ποιοτικές έρευνες, δοκιμάζει πρότυπα μοντέλα των προϊόντων σε χρήστες για να δει τις αντιδράσεις τους και να διορθώσει συνακόλουθα το τελικό προϊόν.
Τίποτα από αυτά δεν έκανε ο Jobs. Σε μια εποχή κατά την οποία οι μεγάλες εταιρείες ξοδεύουν εκατομμύρια για έρευνα, αυτός σχεδίαζε τα προϊόντα του μέσα στο νου του. Οταν του μιλούσαν για έρευνα απαντούσε: «Μα οι καταναλωτές δεν ξέρουν τι θέλουν».
Και πραγματικά: Ποιος ήξερε ότι χρειάζεται μια ταμπλέτα, ένα iPhone ή μια οθόνη με εικονίδια και ποντίκι; Ποιος φαντάστηκε ποτέ έναν χώρο σαν το iTunes που περιέχει όλη τη μουσική στον κόσμο, έτοιμη να την αγοράσεις και να την απολαύσεις μ’ ένα κλικ;
Ολα αυτά τα οραματίστηκε και τα υλοποίησε ο Jobs με τρόπο τέλειο. Γιατί και όταν κάτι το είχαν εφεύρει άλλοι, πριν από αυτόν, του έδινε νέα μορφή και τρόπο χρήσης, που το έκανε μοναδικό. Το iPod δεν ήταν το πρώτο mp3 – πριν από αυτό είχα ήδη άλλες τέσσερις συσκευές συμπιεσμένης μουσικής. Αλλά μόνο με το iPod συνειδητοποίησα και εγώ και ο κόσμος τι θα πει διαχείριση φορητής μουσικής. Σε δύο χρόνια κέρδισε την αγορά.
Και έπειτα αυτή η λατρεία του στη φόρμα – στην ομορφιά… Από τη Lisa και τον πρώτο Mac ήδη φαινόταν πως ο Jobs έβλεπε κάθε προϊόν σαν έργο τέχνης. Μετά την επάνοδό του στην Apple έσμιξε με τον Jonathan Ive, τον ιδιοφυή chief designer της Apple, που συνέχισε τη μεγάλη παράδοση της Braun της δεκαετίας του ’50-’60. Ο Ive προλογίζει και το βιβλίο για τον Dieter Rams της Braun, τον μεγαλύτερο σχεδιαστή βιομηχανικών προϊόντων του 20ού αιώνα, και παραδέχεται ότι ακολουθεί τις αρχές του.
Το πρώτο δείγμα της συνεργασίας Jobs – Ive ήταν το iMac (1998), που άλλαξε με χρώμα τον κόσμο των υπολογιστών. Και έπειτα ακολούθησε όλη η σειρά των i-προϊόντων που γοήτευσαν και γοητεύουν εκατομμύρια ανθρώπους σε όλη τη Γη. Η λειτουργικότητα έγινε τέχνη – και η τέχνη λειτουργία. Και ο Jobs ποιητής της τεχνολογίας.
Και αυτόν τον άνθρωπο τον έδιωξαν από την Apple κάτι γραφειοκράτες που μετά βούλιαξαν την εταιρεία. Τον κατηγόρησαν πως ήταν εγωιστής, μονομανής, νάρκισσος, υπερόπτης, αυταρχικός. Ε, και; Ηταν όλα αυτά και κάτι άλλο: μεγαλοφυής.
Στο YouTube υπάρχει η ομιλία του Jobs (ήδη πολιορκημένος από την αρρώστια) στους αποφοίτους του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. «Είναι η πρώτη τελετή αποφοίτησης στην οποία παρευρίσκομαι» είπε, αυτός που δεν είχε φοιτήσει πουθενά. (Σημειώστε όλοι εσείς που κυνηγάτε πτυχία: Και οι τρεις μεγάλοι της πληροφορικής, Bill Gates, Larry Ellison, Steve Jobs, ήταν απόφοιτοι γυμνασίου!).
Η ομιλία αυτή είναι ένα εμβληματικό κείμενο της εποχής μας – κάτι που θα μείνει, σαν τον «Επιτάφιο» του Περικλή. Τελειώνει με μια παραίνεση του Jobs στους φοιτητές: «Stay hungry! Stay foolish!» - «Μέινετε πεινασμένοι! Μείνετε τρελοί!».
Νίκος Δήμου
“ΤΟ ΒΗΜΑ” – “BHMagazino”
4 Σεπτεμβρίου 2011

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 06, 2011

Επτά μέρες βροχής


(…)
Μα το τυχαίο είναι βασιλιάς και μας κάνει να φαινόμαστε αστείοι ό,τι κι αν πούμε, ακίνητοι όπου κι αν πάμε, ψεύτες σε ό,τι κι αν πιστέψουμε, ανόητοι όσο κι αν σκεφτόμαστε.
Η πράξη, γρήγορα πάντα, ρίχνει μια δυνατή κλωτσιά στη θεωρία. Μπλέκοντας με όλα αυτά που οι λέξεις αρνούνται να περιγράψουν.
Σηκώνοντας ένα βάρος που δεν ξέρω γιατί το θεωρώ δικό μου, μάλλον δεν έπρεπε να δεχτώ αυτό το ρόλο, τώρα ακούω το σχέδιο βήτα με τα χείλη σφιγμένα και τις παλάμες ιδρωμένες, με την αγωνία της σιγουριάς πως δεν υπάρχει τίποτα. (…)

Αναστάσης Σιχλιμίρης
"Επτά μέρες βροχή"
2011

Παρασκευή, Αυγούστου 05, 2011

Εσείς φταίτε!


Εδώ και 42 χρόνια ζω και εργάζομαι ως Βερολινέζος στη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία. Οποιος θέλει να καταλάβει την Ελλάδα, θα πρέπει να μπορεί να την αγαπήσει. Η αγάπη μου προς την Ελλάδα εξελίχθηκε σε μια αχαλίνωτη, ενθουσιώδη αλλά και αφελή αφοσίωση, σε σημείο που Ελληνες φίλοι μου φρόντισαν εξ’ αρχής, με σκληρή ειλικρίνεια να με προειδοποιήσουν για τις ιδιορρυθμίες και τους κανόνες που διέπουν αυτή τη χώρα, προστατεύοντας με από απογοητεύσεις. Η αιτία πολλών παρεξηγήσεων, ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες, βρίσκεται σε μία θεμελιώδη διαφορετική νοοτροπία, έναν τρόπο σκέψης και ζωής που δεν είναι ακόμη συμβατός με τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.

Ζω έντονα σ’ αυτήν την υπέροχη χώρα στην οποία, όλα αυτά τα χρόνια, βίωσα την ανθρώπινη στοργή και ζεστασιά. Εμαθα όμως, επίσης, ότι πολλοί Ελληνες από την εποχή της απελευθέρωσης από την Οθωμανική κυριαρχία –ακόμη και την εποχή της κοινής τους προσπάθειας και νίκης- στεκόντουσαν ως εμπόδιο ή ακόμη και εξόριζαν ο ένας τον άλλον, σε σημείο σήμερα εξαιτίας του φθόνου και της ζήλιας να είναι ανίκανοι να καθίσουν μαζί σε μία συζήτηση στρογγυλής τραπέζης και -την εποχή που το έχουν ανάγκη περισσότερο από ποτέ- να επιτύχουν την κοινή συναίνεση.

Εμαθα ακόμη, ότι ζω σε μία χώρα στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να σχεδιάζουν μακρο- ή ακόμη και μεσο-πρόθεσμα, που σκέφτονται μόνο τη δικιά τους τσέπη, που οι επόμενοι είναι πάντα αυτοί οι ίδιοι, και οι διεφθαρμένοι αυτοί που εκφράζουν τη λύπη τους, παρά το γεγονός –σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου- ότι το να δίνεις αποτελεί μεγαλύτερη ευλογία από το να παίρνεις.

Τώρα ξεπουλιούνται τα ασημικά τους κράτους, όπως για παράδειγμα το Λιμάνι του Πειραιά στους Κινέζους οι οποίοι στο άμεσο μέλλον με επιμέλεια, εργατικότητα, υπομονή και χωρίς συνεχείς απεργίες θα καταφέρουν να το επιχρυσώσουν. Ετσι που σε λίγα χρόνια όλοι θα καταφέρονται με θυμό και οργή εναντίον των Κινέζων. Απαλλάσσοντας μ’ αυτό τον τρόπο τους Αμερικάνους οι οποίοι εδώ και δεκαετίες ευθυνόντουσαν ακόμη και για τον κακό καιρό και τα άστοχα νούμερα του Λόττο.

Παράλληλα όμως, ζω σε μια χώρα, όπου ο ορθολογικός τρόπος σκέψης δομείται με διαφορετικό τρόπο απ’ ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε μια χώρα στην οποία πολλές φορές η αυτοπεποίθηση μετατρέπεται σε αυτο-υπερτίμηση και πολλοί άνθρωποι στις ενέργειές τους διακατέχονται από προτερήματα μεταξύ των οποίων όμως δεν συγκαταλέγεται η αυτοπειθαρχία. Οι Ελληνες δεν είναι ποτέ έτοιμοι για την αυτοκριτική τους, ακριβώς γιατί πάντα φταίει κάποιος άλλος.

Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν συναθροίζονται σε δρόμους και πλατείες εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων κραδαίνοντας σημαίες και πλακάτ υπέρ των κομματικών τους υποψηφίων πριν τις εθνικές εκλογές. Με παρατεταμένο το χέρι υποκλίνονται μπροστά σε κάθε "μικρό" και συχνά διεφθαρμένο πολιτικό, μόνο και μόνο για να εισπράξουν ένα προνόμιο, να έχει μεγαλύτερη απασχόληση το τροχοφόρο εκφορτωτικό τους ή το παιδί τους να αποκτήσει μία προσωρινή δουλειά. Αν αυτό δεν γίνει εφικτό, σε τέσσερα χρόνια σημαίες και αξιωματούχοι αντικαθίστανται. Οι πιστοί Νιμπελούγκεν υπάρχουν μόνο στα γερμανικά έπη, όχι όμως στην ελληνική μυθολογία.

Σ’ αυτή τη χώρα έμαθα επίσης ότι οι υπεύθυνοι δεν είναι ικανοί να μεταρρυθμίσουν δυσκαμψίες και δυσλειτουργίες των συστημάτων Παιδείας και Υγείας, σπρώχνοντας έτσι τα παιδιά τους και τη νεολαία στο εξωτερικό, όπως ακριβώς είχαν κάνει χρόνια πριν οι παππούδες τους, κι έμαθα ακόμη ότι στην πολιτική αυτής της χώρας οι “εμπρηστές” μένουν ατιμώρητοι και μερικές φορές μάλιστα ενθρονίζονται και πάλι ως "επικεφαλής της πυρόσβεσης". Εδώ, όπως σχεδόν σε καμία άλλη χώρα τόσο έντονα, έμαθα πως μπορεί να καλυφθούν χαρακτηριστικά όπως η ειλικρίνεια, η εντιμότητα και το σθένος κάτω από την ελληνική πανουργία, όπως επίσης και ότι σε καμία άλλη χώρα πέραν αυτής δεν διεξάγεται τόσο απελπισμένα ο αγώνας για την αλήθεια. Ο Πλάτων, που ως αδελφή ψυχή γνώριζε πολύ καλά τους συμπατριώτες του, ισχυρίζεται, επίσης: «Το λάθος ενυπάρχει στα λόγια, τα λόγια προκύπτουν από το μυαλό, και όποιος δεν λέει αυτό που σκέφτεται, απλά ψεύδεται».

Σήμερα, όλοι αυτοί που τελματώνουν στην Ελλάδα και είναι εξίσου συνυπεύθυνοι της τρέχουσας κατάστασης –χωρίς εδώ να παραγνωρίζεται το παιχνίδι του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος- είναι οι ίδιοι που γαλουχήθηκαν από τους πατέρες και τους παππούδες τους, που δεν ξεπέρασαν το χαμό της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης και την εκδίωξή τους από τα μέρη αυτά, και που υπέφεραν υπό την κατοχή της ναζιστικής Γερμανίας αλλά και του εμφυλίου πολέμου και οι οποίοι έπρεπε να υπερασπισθούν τους εαυτούς τους κατά τη διάρκεια μιας Χούντας. Κατά τη διάρκεια αυτού του αγώνα επιβίωσης αναπτύχθηκαν ο φθόνος, η μνησικακία, το ψέμα και η απώλεια της εμπιστοσύνης έναντι του κράτος.

Ωστόσο η ελληνική νεολαία του σήμερα σκέφτεται όπως και οποιαδήποτε άλλη νεολαία σ’ ολόκληρη τη γη. Αποζητά την ειρήνη και την ασφάλεια. Είναι συγκλονιστικές οι προβλέψεις που προμηνύουν κοινωνικές αναταραχές στην Ελλάδα, που ενδέχεται να αποκτήσουν τα χαρακτηριστικά ενός εμφύλιου πολέμου. Σ’ αυτό το σημείο μου έρχεται στο μυαλό ένα απόφθεγμα του Ηροδότου: «Κανείς δεν μπορεί να είναι τόσο ανόητος ώστε να προτείνει τον πόλεμο έναντι της ειρήνης, καθώς σε ειρηνικούς καιρούς τα παιδιά θάβουν τους γονείς τους, ενώ αντίθετα, σε καιρούς πολέμου είναι οι γονείς που καλούνται να θάψουν τα παιδιά τους».

Συνεπώς κάνω μια έκκληση σε όλους όσους έχουν την ευθύνη να πάρουν μέτρα: φροντίστε το μικρό λουλούδι που λέγεται Ελλάδα και κινδυνεύει να περιστοιχισθεί από ίντριγκες που γενούν αδικίες και κακίες ξένων δυνάμεων, τη χώρα στην οποία το ελαιόδεντρο αναπτύσσεται μ’ έναν τόσο ανθεκτικό και σκληρό κορμό και, παράλληλα, έναν τόσο λεπτεπίλεπτο και ευαίσθητο φλοιό. Σώστε την ελληνική νεολαία, η οποία δεν ευθύνεται γι’ αυτή τη μιζέρια. Μην την αφήσετε μόνη της στις επερχόμενες θύελλες και καταιγίδες.


Ο Petros Rottwinkel γεννήθηκε το 1939 στο Βερολίνο, και είναι αρχιτέκτονας. Το 1989 απέκτησε σπίτι στην Ελλάδα και από το 1996 ζει και εργάζεται ως αρθογράφος και συνεταιριστικά οργανωμένος καλλιεργητής ελιάς στο νησί της Θάσου.
Petros Rottwinkel
"DER TAGESSPIEGEL"
26 Ιουνίου 2011

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2011

Ανοιξε τα φτερά σου και πέτα...

O Alan Alda, ένας ξεχωριστός για τη σοβαρότητα και το ήθος του ηθοποιός, άνθρωπος πολιτικοποιημένος, αγωνιστής, φεμινιστής, βρέθηκε σε ιδιαίτερη γι’ αυτόν θέση όταν κλήθηκε “να πει δυο λόγια” από τη Διεύθυνση του κολεγίου στο οποίο φοιτούσε η κόρη του, την ημέρα της αποφοίτησής της. Τα λόγια που είπε ήταν άμεσα, γεμάτα τρυφερότητα και σοφία, μια “ομιλία” που αξίζει να αναδημοσιευθεί:

«Είμαι εδώ σήμερα για έναν πολύ ιδιαίτερο λόγο.
Οταν η κόρη μου, η Εύα, ήταν μικρή, κάθε βραδινή συνομιλία μας ξεκίναγε περίπου με τον ίδιο τρόπο. Ηθελα να παρουσιάσω ένα συναρπαστικό θέμα. Στη συνέχεια έκανα κάποια λαμπερά σχόλια και γενικά μια επίθεση από όλες τις πλευρές μέχρι που η Εύα ή κάποια από τις αδελφές της άρχισαν να εμφανίζουν χαμηλό ενδιαφέρον κάνοντας με να σταματήσω μ’ ένα αργό τραύλισμα.
Σήμερα η Εύα αποφοιτεί και από την τάξη της μου ζήτησαν αν θα ήθελα να εκφωνήσω έναν σύντομο λόγο.
Ασφαλώς και δέχτηκα. Αυτή θα είναι η πρώτη φορά στα τελευταία 21 χρόνια που θα αναγκαστεί να ακούσει ολόκληρο έναν λόγο μου.

Οπως στέκομαι εδώ, νιώθω αυτό που πιθανόν οι περισσότεροι γονείς αισθάνονται σήμερα. Μια επιθυμία, μία μικρή εσωτερική παρόρμηση, να πω κάτι που θα μετρήσει μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Βαθιά μέσα στις καρδιές μας, γνωρίζουμε ότι τα σημαντικότερα πράγματα λέγονται τελευταία. Οι άνθρωποι μπορεί να κουβεντιάζουν ώρες και να μη λένε τίποτα σημαντικό και μετά να κοντοστέκονται στην πόρτα και να λένε λόγια που βγαίνουν κατευθείαν από τη καρδιά τους. Φαίνεται ότι η πόρτα είναι ένα μέρος που μπορεί να ειπωθεί η αλήθεια. Συμβολίζει το τέλος μιας κατάστασης και την αρχή μιας καινούργιας. Και, κατά την άποψη μου, θα υπάρξουν πολλές αβίαστες αλήθειες, εδώ στην πόρτα που στεκόμαστε σήμερα, με την ελπίδα ότι κάποιος απ’ όλους μας θα πει κάτι που, με κάποιο τρόπο, θα καταφέρει να εκφράσει αυτό που δεν λέγεται με λόγια.
Κοντοστεκόμαστε με το χέρι στο χερούλι και φλυαρούμε σαν τον Πολώνιο με τον Λαέρτη. Θυμήσου αυτό: “Μήτε να δανειστείς ποτέ και ούτε να δανείσεις…” και ποτέ μη ξεχνάς: “Πάνω απ’ όλα αυτό: Να είσαι αληθινός με τον εαυτό σου και να ακολουθείς πάντα, όπως η νύχτα τη μέρα, μία συγκεκριμένη αρχή: να μην είσαι ποτέ ψεύτικος απέναντι στον οποιονδήποτε”.
Επίσης, τα πιο όμορφα και σημαντικά λόγια συχνά λέγονται χωρίς να ακούγονται γιατί γλιστράνε από το στόμα μας ξεκινώντας με τη φράση: «Α, παρεμπιπτόντως».
Κάπου άκουσα ότι ασθενείς μπορεί να μιλάνε με τους θεραπευτές τους για μία ολόκληρη ώρα και μόλις τη στιγμή που φεύγουν, κοντοστέκοντας στην πόρτα της εξόδου, ξεκινάνε μια φράση λέγοντας: “Α, παρεμπιπτόντως” κι εκεί αποκαλύπτουν αυτά που απέφευγαν να πουν τα προηγούμενα 50 λεπτά.
Στην πραγματικότητα, όταν ο Πολώνιος ολοκλήρωσε τις πατρικές συμβουλές προς το γιο του, ο οποίος πιθανόν και να μην τις πρόσεχε με μεγάλο ενδιαφέρον, του είπε –ακριβώς τη στιγμή που ο νεαρός ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στη δικιά του βάρκα- “Α, παρεμπιπτόντως, αν ποτέ έχεις τίποτε μπλεξίματα, μη ξεχνάς ότι μπορείς πάντα να με βρεις στο γραφείο μου”.

Κοντοστέκοντας στην πόρτα της εξόδου σήμερα, αυτά είναι τα αποχαιρετιστήρια λόγια προς την κόρη μου Εύα.
Μπορεί να ακούγομαι λίγο σαν τον Πολώνιο, Εύα, αλλά βλέπεις, με τον Πολώνιο έχουμε κάτι κοινό – όπως όλοι οι γονείς μας αρέσει να ακούμε τον εαυτό μας να συμβουλεύει. Κι έχω τόσα πολλά που θέλω να σου πω.
Το πρώτο πράγμα που θέλω να πω είναι να μην φοβάσαι. Ζαλισμένη απ’ όλο αυτό τον ενθουσιασμό που αισθάνεσαι σήμερα –και που αισθάνομαι κι εγώ την ώρα που αποφοιτείς- υποψιάζομαι ότι διακατέχεσαι επίσης από μια αβεβαιότητα. Ξαφνικά διαπιστώνεις ότι ενηλικιώθηκες και κρατάς πλέον τη ζωή σου στα χέρια σου. Και νιώθεις να πέφτεις σ’ έναν κόσμο που λειτουργεί τόσο ομαλά όσο ένα αυτοκίνητο με τετράγωνες ρόδες. Θέλω να ξέρεις ότι είναι φυσιολογικό να διακατέχεσαι από αβεβαιότητα. Την ίδια αβεβαιότητα νιώθω κι εγώ. Σ’ έναν κόσμο σαν κι αυτόν που ζούμε, η αβεβαιότητα είναι το φυσιολογικό συναίσθημα. Είσαι ενήλικη σε μία εποχή που οι ηγέτες του κόσμου συμπεριφέρονται σαν παιδιά των οποίων οι απαιτήσεις είναι αδιαπραγμάτευτες. Οπου η κεντρική εικόνα του σήμερα είναι τρομακτική: ανθρώπινες ανησυχίες εκφρασμένες απάνθρωπα. Και που η μόνη αντίδραση σ’ αυτό είναι η οργή όταν κανείς αισθάνεται ανήμπορος.
Αν σε όλα αυτά δεν ένιωθες και μια μικρή αβεβαιότητα, θα ανησυχούσα για σένα. Προετοίμαζες τον εαυτό σου όλα αυτά τα χρόνια, αλλά δεν είσαι πια σίγουρη για ποιο λόγο. Ξέρεις τι θέλεις να κάνεις τώρα που αποφοιτείς, αλλά δεν είσαι απόλυτα σίγουρη πως θα είναι αυτό και πως θα το πετύχεις. Κάποιοι από τους συμμαθητές σου πάλι, δεν έχουν ιδέα για το τι θέλουν να κάνουν στα επόμενα χρόνια της ζωής τους. Κι αυτό δεν είναι ανησυχητικό, επίσης, καθώς όλοι σας μάθατε στο σχολείο κάτι πολύ σημαντικό – έχετε μάθει να μαθαίνετε.
Είναι κατανοητό να αισθάνεσαι λίγο εκτός ισορροπίας. Η ενηλικίωση σου έφτασε, έτσι ξαφνικά, και εσύ δεν ξέρεις αν είσαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Νομίζω όμως ότι κι εγώ πολλές φορές δεν αισθάνομαι έτοιμος για την ενηλικίωση - τη δική σου ή τη δική μου.
Μόλις προχθές ήσουν ακόμη μωρό. Φοβόμουν να σε κρατήσω, έμοιαζες τόσο εύθραυστη. Χθες ακόμη, ένιωθα τόσο ανίκανος όταν έσπασες το χέρι σου, στα εννιά σου χρόνια. Μόλις σήμερα το πρωί μπήκες στην εφηβεία. Οσο μεγαλώνω, το μόνο πράγμα που επιταχύνει είναι ο χρόνος. Αλλά όσο κι αν είναι αλήθεια ότι ο χρόνος είναι κλέφτης, τελικά σου αφήνει κάτι για αντάλλαγμα. Με το χρόνο αποκτάς εμπειρία – και όση αβεβαιότητα και να νιώθεις για τον υπόλοιπο κόσμο, τουλάχιστον μπορείς να αισθάνεσαι σίγουρη για το δικό σου έργο.
Κι αυτό είναι το επόμενο που θέλω να σου πω, κοντοστέκοντας στην πόρτα της εξόδου σήμερα: Αγάπα αυτό που κάνεις. Οταν βάζεις την καρδιά σου σ’ αυτό που κάνεις τότε πραγματικά δεν μπορεί να βγεις χαμένη. Αν δουλεύεις με την καρδιά σου, πιθανόν αυτό που κάνεις να πετύχει, ενώ αν όχι, μάλλον θα αποτύχει. Αλλά ο λόγος που δεν μπορεί να βγεις χαμένη, ανεξαρτήτως αν σου αποδώσει πολλά χρήματα ή όχι, είναι ότι θα έχεις περάσει υπέροχα και κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να σου πάρει αυτή την εμπειρία.

Θέλω να σου πω τα πάντα. Αν είναι δυνατόν να χωρέσω τόσα πράγματα, μικρά και μεγάλα, σ’ αυτόν τον παρατεταμένο αποχαιρετισμό.
Θέλω να σου πω να γελάς. Φοβόμουν πάντα να γράψω ή να παίξω σε κωμωδίες, προκαλούν ένα επιπόλαιο συναίσθημα, αλλά όσο σκέφτομαι τα καλά που προξενεί το γέλιο στους ανθρώπους, έχω πια την άποψη ότι το να κάνεις τον κόσμο να γελάει είναι ένα μεγαλοπρεπές έργο. Εχεις ένα υπέροχο γέλιο. Κελαριστό. Συνέχισε να γελάς. Προσπάθησε να ακούγεται το κελάρυσμα αυτό τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα, για το δικό σου καλό. Υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι το μόνο πράγμα που ξεχωρίζει τους ανθρώπους από τα υπόλοιπα ζώα είναι η ικανότητα που έχουμε να γελάμε. Εγώ πάλι δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι υπάρχει κάτι που μας ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα ζώα, εκτός ίσως από τον ακραίο εγωισμό που έχουμε και που μας οδηγεί να πιστεύουμε ότι αυτά είναι ζώα ενώ εμείς όχι. Αλλά πρέπει να σημειώσω, ότι όταν οι άνθρωποι γελάνε, γενικά δεν θανατώνουν ο ένας τον άλλον. Ετσι, συνέχισε να γελάς κι αν μπορείς κάνε κι άλλους να σε συνοδεύσουν σ’ αυτό σου το γέλιο, ίσως βοηθήσεις έτσι αυτό το σαπιοκάραβο να επιπλέει.

Θέλω να σου πω πράγματα που θα σε βοηθήσουν στην πορεία σου. Εχω αυτή την ακατανίκητη τάση να σου μεταδώσω αξιώματα. Αλλά ζούμε πλέον σε νέες εποχές. Παράξενες εποχές. Ακόμη και ο Χρυσός Κανόνας δεν μοιάζει επαρκής ως συμβουλή ενός πατέρα προς την κόρη του. Χρειάζεται κάποια προσθήκη. Γνωρίζεις πόσο μου αρέσουν οι τροπολογίες. Μπορεί να υποψιάζεσαι ότι θα ήθελα να προσθέσω κάποιες στο Σύνταγμα, αλλά πιθανόν δεν γνωρίζεις ότι το ίδιο θα ήθελα να κάνω και στον Χρυσό Κανόνα. Ιδού ο δικός μου Χρυσός Κανόνας, σε μία θαμπή εποχή: Να είσαι δίκαιη απέναντι στους άλλους, αλλά φρόντισε να είναι δίκαιοι κι εκείνοι απέναντί σου.

Ο κόσμος είναι πολύπλοκος. Ελπίζω να μάθεις να ξεχωρίζεις τα πράγματα. Γνωρίζεις πόσο αγαπώ τη λογική. Είχα πάντα την αίσθηση ότι το πιο σημαντικό πράγμα στη μόρφωσή μου ήταν η ικανότητα που απέκτησα στην αιτιολόγηση των πραγμάτων καθώς και η ικανότητα να χρησιμοποιώ σωστά τη γλώσσα που μιλάω. Γι’ αυτό κι από πολύ μικρό κορίτσι που ήσουν προσπαθούσα να σου μεταδώσω κάποια μαθήματα περί λογικής. Χαμογελώ σκεφτόμενος εκείνη τη μέρα, θα τη θυμάσαι, όταν σου μετέφερα τον πρώτο κανόνα της λογικής σκέψης: Ενα πράγμα δεν μπορεί την ίδια στιγμή να είναι και να μην είναι σεβαστό (μέσα στο μυαλό σου έλεγες: όπως αισθάνομαι κι εγώ μαζί σου αυτή τη στιγμή, έτσι δεν είναι;). Είχες την ευγενή καλοσύνη να ακολουθήσεις μία λογική πορεία, ίσως γιατί μιλούσα ενθέρμως γι’ αυτήν, και ν’ ανακαλύψεις ότι σήμερα διδάσκεται η λογική συμβολικά χωρίς να αναφέρεται ποτέ ο αρχικός αυτός κανόνας. Ομως ανεξάρτητα από το λόγο που σε οδηγεί να ακολουθείς αυτή την πορεία, εύχομαι να μάθεις να ξεχωρίζεις τα πράγματα. Το ροδάκινο δεν είναι το χνούδι του, ο βάτραχος δεν είναι τα εξογκώματά του, ο άνθρωπος δεν είναι οι ιδιοτροπίες του. Αν μπορούμε να ξεχωρίζουμε τα πράγματα, μπορούμε να είμαστε ανεκτικοί και να φτάνουμε στην καρδιά των προβλημάτων αντί να παιδευόμαστε ατελείωτα με το άγαρμπο περίβλημά τους. Από τη στιγμή που θα αποκτήσεις τη συνήθεια να ξεχωρίζεις τα πράγματα, θ’ αρχίσεις να βάζεις σε δοκιμασία τις ίδιες τις δικές σου αντιλήψεις. Οι αντιλήψεις σου είναι το παράθυρό σου στον κόσμο. Καθάριζέ το συχνά αλλιώς το φως δεν θα περνά μέσα. Οταν επεξεργάζεσαι τις δικές σου αντιλήψεις δεν θα δέχεσαι άκριτα τις ακατέργαστες αντιλήψεις των άλλων. Ετσι θα είναι πολύ δύσκολο να παγιδευτείς σε προκαταλήψεις ή επιφυλάξεις ή να επηρεαστείς από ανθρώπους που ζητάνε να τους παραδώσεις το μυαλό, την ψυχή ή τα χρήματά σου επειδή εκείνοι έχουν τα πάντα υπολογίσει για λογαριασμό σου.

Μπορεί εγώ σήμερα να μην έχω το ρυθμό αφήγησης ή το στυλ του Πολώνιου αλλά σίγουρα έχω κι εγώ όλες του, τις σχεδόν ξεμωραμένες, ανάγκες νουθέτησης. Θέλω να σου πω να είσαι όσο πιο έξυπνη μπορείς αλλά να θυμάσαι πάντα ότι είναι προτιμότερο να είσαι σοφή. Και να μην εκνευρίζεσαι όταν θα διαπιστώνεις ότι χρειάζεται πολύς, πάρα πολύς καιρός, μέχρι να ανακαλύψεις τη σοφία, γιατί κανείς δεν γνωρίζει ακριβώς που βρίσκεται. Βλέπεις, έχει την τάση να εμφανίζεται σε απρόσμενες περιόδους, ακριβώς όπως ένας σπάνιος ιός, και να προσβάλει συχνότερα ανθρώπους που δείχνουν συμπόνια και κατανόηση.

Η πόρτα κοντεύει να κλείσει κι εγώ ακόμη δεν το έχω πει. Θα φύγεις κι εγώ ακόμη δεν θα έχω βρει τις λέξεις για να το πω. Επέτρεψε μου να σκάψω λίγο βαθύτερα.
Ας πάμε στα χρόνια που ήμουν φοιτητής στο κολέγιο. Τότε υπήρχαν λέξεις που είχαν για μένα μεγάλη δύναμη – ίσως έχουν και για σένα σήμερα. Είχα ξεχάσει πόσα πολλά σήμαινε για μένα τότε αυτή η ιδέα και πόσο είχα γράψει και διαλογιστεί γι’ αυτήν. Ηταν η ουσία μιας φιλοσοφίας, πολύ δημοφιλής εκείνη την εποχή, και μια από τις πιο χρήσιμες και ευχάριστες ιδέες που έχω ακούσει ποτέ.
Και είναι αυτή: Η ζωή είναι παράλογη και χωρίς νόημα, γεμάτη από ασήμαντα πράγματα. Πιθανόν να μην σας ακούγεται ως χρήσιμη κι ευχάριστη μια τέτοια άποψη, αλλά πιστεύω ότι είναι, γιατί είναι ειλικρινής και σίγουρα κεντρίζει τη προσοχή σας.
Είχα ένα δάσκαλο εκείνη την εποχή που με είδε με το βιβλίο του Jean Paul Sartre παραμάσχαλα και μου είπε: “Πρόσεξε, αν διαβάσεις πολύ από αυτό θα αρχίσεις να ντύνεσαι στα μαύρα, θα είσαι ωχρός και δεν θα κάνεις τίποτα στο υπόλοιπο της ζωής σου”. Τέλος πάντων, εγώ το διάβασα το βιβλίο παρ’ όλα αυτά, και όπως αποδείχθηκε είμαι ηλιοκαμένος και ωραίος, πλούσιος και παραγωγικός και ευτυχισμένος όσο λίγοι στη δουλειά τους.
Μπορεί να ήταν η φυσική μου αισιοδοξία στη δουλειά αλλά αυτό που είδα και κατάλαβα απ’ όλα τα κείμενα περί υπαρξισμού ήταν ότι πράγματι η ζωή δεν έχει κανένα νόημα εκτός αν της προσθέσεις νόημα εσύ, ότι είναι στο χέρι μας να διαμορφώσουμε εμείς τη δική μας ύπαρξη. Αν δεν κάνετε κάτι, αν δεν δημιουργήσετε κάτι θα είναι σαν να μην υπήρξατε ποτέ.
Ημουν συνεπαρμένος εκείνη την εποχή από έναν καθολικό υπαρξιστή ονόματι Gabriel Marcel ο οποίος μιλούσε για την πίστη ως απαραίτητη προϋπόθεση της ανθρώπινης ύπαρξης. Η πίστη είχε ιδιαίτερη σημασία σύμφωνα με εκείνον –υποδήλωνε την παρουσία του ανθρώπου ως ύπαρξη- το να συνυπάρχεις με τον υπόλοιπο κόσμο γύρω σου. Αυτό εμένα δεν μου φαινόταν καθόλου αυστηρό. Ο Υπαρξισμός υποτίθεται πως είναι η φιλοσοφία της απελπισίας. Οχι όμως για μένα – μου έμοιαζε σαν τη σκληρή κρύα πέτρα πάνω στην οποία χτυπάς όταν πέφτεις στο βυθό κι έβλεπα μετά τη διέξοδο ενός νέου προορισμού. Αυτό που διαπιστώνουν οι περισσότεροι άνθρωποι, ανεξαρτήτως πόσο έχουν αγαπηθεί και πόσο έχουν αγαπήσει, είναι ότι βαθιά, πολύ βαθιά μέσα μας, είμαστε μόνοι. Δεν σου τα λέω αυτά προσπαθώντας να σε πιέσω να αποστρέφεις τα μάτια σου από το ελαφρύ πετάρισμα των λουλουδιών μια ανοιξιάτικη μέρα. Απλά γνωρίζω ότι ο χειμώνας θα έρθει, κι όταν θα πρέπει να παλέψεις με τη ψυχρή μοναξιά, το ιδιωτικό τέρας του καθενός μας, θέλω να κοιτάξεις κατάματα αυτό το καταραμένο συναίσθημα. Θέλω να το δεις όπως πραγματικά είναι και να το νικήσεις.
Αυτό που τότε ονομάζαμε άνοιξη, ήταν η πεμπτουσία ολόκληρης εκείνης της εποχής. Ηταν είδηση τότε, όταν κάποιοι αποφάσισαν ότι ο Θεός πέθανε, εν τω μεταξύ όμως έχει πεθάνει ο Sartre και κατά έναν περίεργο τρόπο μέσα από την απαισιοδοξία του γεννήθηκε η αισιοδοξία. Η θλιβερή πραγματικότητα είναι ότι την εποχή που ήμουν στο κολέγιο, πριν από 25 χρόνια, όλοι μιλούσαμε για το Μηδέν αλλά κινούμασταν σ’ έναν κόσμο προσπάθειας και κοπιαστικό. Και σήμερα, που σχεδόν κανείς πια δεν μιλάει για το Μηδέν, σ’ αυτόν τον ίδιο κόσμο που θα πρέπει να κινηθείς κι εσύ, το Μηδέν μας έχει κατακλύσει.
Μπορεί να μην το αισθάνεσαι τώρα, σίγουρα όχι σε μια μέρα σαν τη σημερινή. Ισως το νιώσεις - όχι σήμερα που αποφοιτείς εσύ – άλλα όταν θα αποφοιτεί το δικό σου παιδί. Οποτε όμως σε αγγίξει αυτό το παράλογο συναίσθημα, θέλω να είσαι έτοιμη. Θα είναι πολύ δύσκολο να σε αδράξει αν βρίσκεσαι ήδη σε κίνηση.

Μπορείς να μάθεις τις δεξιότητες του επαγγέλματος που θα ακολουθήσεις. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις δεξιότητες αυτές καθώς και άλλες που έμαθες εδώ για να σκάψεις βαθιά στον κόσμο και να τον ωθήσεις σε μια καλύτερη πραγματικότητα.
Για αρχή μπορείς να παλέψεις για καθαρότερο αέρα και νερό. Σύμφωνα με μία θεωρία η δηλητηρίαση μολύβδου ήταν η αιτία της πτώσης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, επειδή η άρχουσα τάξη μαγείρευε το φαγητό σε ακριβά δοχεία με επένδυση μολύβδου. Δεν το ήξεραν τότε, εμείς όμως σήμερα δεν έχουμε τέτοια δικαιολογία. Σήμερα, σχεδόν 2.000 χρόνια μετέπειτα, πολλές Αμερικάνικες εταιρίες έχουν τη φαεινή ιδέα της απαλλαγής των βιομηχανικών τους αποβλήτων ενσωματώνοντας τα στη τροφή μας. Οχι με άμεσο τρόπο φυσικά. Κάτι τέτοιο θα κόστιζε πολύ. Πρώτα τα θάβουμε στη γη – έτσι μολύνουμε τον υδροφόρο ορίζοντα και το επόμενο πράγμα που συμβαίνει είναι ότι απολαμβάνεις ένα μολυβδολασπωμένο-μπέργκερ. Μπορείς να κάνεις κάτι γι’ αυτό.
Ή μπορείς να προσπαθήσεις να κάνεις το σύστημα απονομής δικαιοσύνης να λειτουργήσει. Να φέρεις πιο κοντά τη μέρα στην οποία οι πλούσιοι και οι προνομιούχοι θα αντιμετωπίζονται με τα ίδια δεδομένα που αντιμετωπίζονται οι φτωχοί και οι περιθωριοποιημένοι.
Ή μπορείς να προσπαθήσεις να βάλεις ένα τέλος στο οργανωμένο έγκλημα, σ’ αυτήν την ευτυχισμένη οικογένεια που προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν υπάρχει, την ίδια ώρα που εξολοθρεύει μια ολόκληρη γενιά με τα ναρκωτικά κι απομυζά τη ζωή της οικονομίας μας.
Ή μπορείς να κάνεις προσεκτικά βήματα στο μονοπάτι που κινείται θορυβωδώς η πυρηνική ενέργεια. Και να διατυπώσεις μια απλή ερώτηση: Τι απέγινε η αρχή της μηδενικής ακτινοβολίας;
Ή μπορείς να προσπαθήσεις να κρατήσεις τις τίγρεις του πολέμου μακριά από τις πόρτες μας για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Να κάνεις ότι μπορείς ώστε να αποτρέψεις ενήλικες να στέλνουν παιδιά στο θάνατο. Σήμερα πάλι έχουν αρχίσει να κουρδίζονται στο ρυθμό της μελωδίας του πολέμου. Κάνουν προετοιμασίες και δοκιμαστικές επιδρομές. Γαργαλάνε το θυμό μας. Μας ρωτάνε αν είμαστε έτοιμοι να περιχύσουμε την κρέμα της νεολαίας μας πάνω στο έδαφος στο οποίο και θα κοιμηθεί και θα εξαφανιστεί δια παντός. Απάντησέ τους πως όχι, δεν είμαστε έτοιμοι. Η στιγμή για να σταματήσεις τον επόμενο πόλεμο, είναι τώρα – πριν αυτός ξεκινήσει.
Αν θέλεις να διερευνήσεις το παράλογο που εισβάλλει στον ανθρώπινο εγκέφαλο και τον δονεί σαν κουδουνίστρα, προσπάθησε να καταλάβεις τι είναι αυτό που μας κάνει να αντιμετωπίζουμε άλλους ανθρώπους ως κατώτερα όντα. Πώς μπορούμε ταυτόχρονα να διαπαιδαγωγούμε και να βασανίζουμε. Πώς μπορούμε να ανησυχούμε και να αγωνιούμε για ένα μικρό κορίτσι που έχει εγκλωβιστεί στη στοά κάποιου ορυχείου, μοχθώντας μέρες και νύχτες για να το απεγκλωβίσουμε και ταυτόχρονα να εξολοθρεύουμε σε μια πολεμική επιχείρηση όλο αυτό τον κόσμο χωρίς να κουνήσουμε βλέφαρο. Οταν, πριν από μερικούς μήνες, διατυπώθηκε το νέο μας πολεμικό σχέδιο κάποιοι νέοι σηκώσανε πανό που έγραφαν: “Τίποτα δεν αξίζει τόσο ώστε να πεθάνεις γι’ αυτό”. Δεν συμφωνώ. Δεν πιστεύω ότι τίποτα δεν αξίζει τόσο ώστε να πεθάνεις γι’ αυτό, αλλά από τα νιάτα μου ακόμη αναρωτιέμαι αν κάτι αξίζει τόσο ώστε να σκοτώσεις γι’ αυτό. Αν σε ενδιαφέρει η απάντηση, μπορείς κι εσύ να το αναρωτηθείς κι επίσης να προσπαθήσεις να καταλάβεις γιατί άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο, από κάθε χώρα, από κάθε τάξη, από κάθε θρησκεία, μπορούν κάποια στιγμή, τόσο εύκολα, για λόγους σημαντικούς ή ασήμαντους, να εκμεταλλεύονται άλλους ανθρώπους, να τους κάνουν να υποφέρουν κι έτσι απλά να τους εξαφανίζουν.

Κι ενώ θα ασχολείσαι με όλα αυτά, υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει να κάνεις. Μπορείς να παραλάβεις τη σκυτάλη την οποία μετέφερε η Seneca Falls. Θυμήσου ότι κάθε δικαίωμα που έχεις ως γυναίκα κερδήθηκε για σένα από γυναίκες που παλέψανε σκληρά γι’ αυτό. Οτιδήποτε άλλο κατέχεις είναι προνόμιο, όχι δικαίωμα. Η απόκτηση ή η αφαίρεση ενός προνομίου εναπόκειται στην ευγενή καλοσύνη των ισχυρών που έχουν εξουσία. Υπάρχουν μικρά κορίτσια που γεννούνται αυτή τη στιγμή και τα οποία δεν θα έχουν τα ίδια δικαιώματα που απολαμβάνεις εσύ εκτός αν συνεισφέρεις κι εσύ στη διατήρησή τους καθώς και στην επέκταση της ισότητας των γυναικών. Η σούπα της πολιτισμένης ζωής είναι πράγματι ένα θρεπτικό ραγού το οποίο όμως δεν αναβλύζει μοναχό του. Πρόσθεσε κάτι στο τσουκάλι φεύγοντας, για τους ανθρώπους που έρχονται μετά από σένα.

Υπάρχουν, βέβαια, εκατοντάδες άλλα πράγματα με τα οποία μπορείς ν’ ασχοληθείς και είναι όλα ικανά προς επίτευξη κι έτσι υπάρχει αφθονία που μπορεί να σε κρατήσει απασχολημένη για το υπόλοιπο της ζωής σου. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ ότι έτσι θα μειωθεί εντελώς ο παραλογισμός στη ζωή σου, αλλά σίγουρα μπορεί να τον υποβιβάσει σ’ ένα υποφερτό επίπεδο. Θα σου επιτρέψει, μία στις τόσες, να κάνεις μια ευτυχισμένη διακοπή από το Μηδέν και να αποκτήσεις την αίσθηση ότι σε γενικές γραμμές τα πράγματα φαίνεται να προοδεύουν.

Σε βλέπω να συνοφρυώνεσαι, μ’ εκείνο τον τρόπο που τόσο αγαπώ. Αυτή τη ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια σου που υποδηλώνει την αμφιβολία και το σκεπτικισμό σου, ακριβώς όπως στα πρόσωπα της μητέρας σου και του παππού σου, του Simon. Ο γενετικός κώδικας είναι αυτός που δίνει το σήμα της αμφιβολίας προς εμένα αυτή τη στιγμή. Γιατί, σε μια τέτοια μέρα ενθουσιασμού και ελπίδας να μιλάω εγώ για το Μηδέν και την παρακμή; Γιατί θέλω να συγκεντρώσεις αυτή την ελπίδα και το επίπεδο του ενθουσιασμού που σε διακατέχει σήμερα, σε συνεκτικές ακτίνες οι οποίες σαν λέιζερ θα χτυπήσουν τους στόχους της δυσαρέσκειάς μας.

Θέλω να είσαι δυνατή. Να κάνεις το καλό όταν μπορείς και να υψώνεις ως ασπίδα την ευφυΐα και την εξυπνάδα σου απέναντι στην φαυλότητα των άλλων. Και πάνω απ’ όλα να γελάς και να απολαμβάνεις τον εαυτό σου σε μια ζωή δικών σου επιλογών, σ’ έναν κόσμο που έχτισες μόνη σου.

Θέλω να είσαι δυνατή κι επιθετική, σκληρή κι ανθεκτική και γεμάτη συναισθήματα.

Θέλω να είσαι το καθετί δικό σου, μέσα στα βάθη της ύπαρξής σου.

Θέλω να έχεις θράσος.
Τίποτα σημαντικό δεν επιτεύχθηκε χωρίς θράσος. Ο Κολόμβος είχε θράσος. Αυτοί που υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας είχαν θράσος.

Ποτέ μην στρέφεις τις αμφιβολίες σου προς τον εαυτό σου. Γέλα με τον εαυτό σου, αλλά ποτέ μην αμφιβάλεις γι’ αυτόν.
Κάθε φορά που αναρωτιέσαι για τον εαυτό σου, κοίταξε ψηλά τ’ αστέρια που στροβιλίζονται στους ουρανούς και συνειδητοποίησε πόσο μικροκαμωμένα και καχεκτικά μοιάζουν. Υποτίθεται πως έχουν προέλθει από γιγάντιες κοσμικές εκρήξεις και παρ’ όλα αυτά είναι αυτές οι μικρές ασήμαντες τελίτσες. Οταν παίρνεις απόσταση από τα πράγματα, μόνο τότε καταλαβαίνεις πόσο σημαντική και ισχυρή είσαι.

Να είσαι τολμηρή. Αφησε τη δύναμη της επιθυμίας σου να δώσει ώθηση και ορμή σε κάθε σου βήμα.

Ενήργησε με όλο σου το είναι. Οταν ξεκινάς για μέρη άγνωστα μην αφήνεις κομμάτια του εαυτού σου στην ακτή για σιγουριά. Πιθανόν να γελάσουν μαζί σου αν δεν ανακαλύψεις την Ινδία. Ας τους να γελάνε. Η Ινδία έχει ήδη ανακαλυφθεί. Εσύ θα γυρίσεις με μια ολοκαίνουργια Αμερική. Εχε το θράσος να πας σε ανεξερεύνητα εδάφη. Να είσαι γενναία ζώντας τη ζωή σου παραγωγικά. Η δημιουργία είναι το μέρος που δεν έχει πάει άλλος κανείς. Δεν έχει ανακαλυφθεί από κάποιον άλλον στο παρελθόν. Θα πρέπει να αφήσεις πίσω σου την άνεση της πόλης και να βαδίσεις στην ερημιά της έμπνευσής σου. Δεν μπορείς να πάρεις το λεωφορείο για να πας. Ο μόνος τρόπος για να φτάσεις είναι η σκληρή δουλειά, οι ριψοκίνδυνες αποφάσεις και το να μην γνωρίζεις και πολύ καλά αυτό που κάνεις. Ομως αυτό που θα ανακαλύψεις θα είναι υπέροχο. Αυτό που θα ανακαλύψεις θα είσαι εσύ.

Αυτά λοιπόν, ήταν τα αποχαιρετιστήρια λόγια μου εδώ, την ώρα που η πόρτα ανάμεσά μας κλείνει σιγά. Σίγουρα θα υπάρξουν κι άλλα αποχαιρετιστήρια λόγια στη ζωή μας, έτσι που αν σήμερα δεν κατάφερα να τα πω όλα, ίσως τα καταφέρω την επόμενη φορά.
Τώρα θα πρέπει να σε αφήσω να προχωρήσεις.
Εχε γεια, να είσαι ευτυχισμένη.

Α, παρεμπιπτόντως, σ’ αγαπώ!».
Alan Alda
"Επιλογές από το Reader's Digest"
1980

Τρίτη, Ιουνίου 07, 2011

Μέτρα κατά της βίας

Μια φορά, καθώς ο κύριος Κόυνερ, ο στοχαστής, έβγαζε λόγο σε μια κατάμεστη αίθουσα και καταφερόταν κατά της βίας, πρόσεξε ξαφνικά πως ο κόσμος άρχιζε να τραβιέται και να φεύγει. Γύρισε τότε κι είδε να στέκει πίσω του – η Βία αυτοπροσώπως.
«Τι τους έλεγες;» τον ρώτησε η Βία.
«Τους μιλούσα υπέρ της Βίας» απάντησε ο κύριος Κόυνερ.
Την ώρα που έφευγε ο κύριος Κόυνερ, τον ρώτησαν οι μαθητές του γιατί υποχώρησε. Ο κύριος Κόυνερ απάντησε:
«Για να μπορέσω να προχωρήσω. Εγώ πρέπει να ζήσω περισσότερο από τη Βία».
Και ο κύριος Κόυνερ τους διηγήθηκε μια ιστορία:
Στο σπίτι του κυρίου Δόλιου, που ήξερε να λέει όχι, μπήκε μια μέρα, στα χρόνια της παρανομίας, ένας πράκτορας, και του ‘δειξε ένα χαρτί. Το χαρτί, στο όνομα εκείνων που είχαν καταλάβει την πόλη, όριζε πως ο πράκτορας θα είχε στη δικαιοδοσία του κάθε σπίτι όπου θα πατούσε το πόδι του και κάθε λογής τροφή που θα ζητούσε, και πως θα είχε υπηρέτη του όποιον έβρισκε μπροστά του.
Ο πράκτορας πήρε καρέκλα και κάθισε, του ζήτησε φαί, πλύθηκε, ξάπλωσε, γύρισε με το πρόσωπο στον τοίχο, και πριν τον πάρει ο ύπνος, ρώτησε: «Θα γίνεις υπηρέτης μου;».
Ο κύριος Δόλιος τον σκέπασε με μια κουβέρτα, έδιωξε τις μύγες, κι άγρυπνος παραστάθηκε στον ύπνο του. Εφτά ολόκληρα χρόνια τον υπάκουγε όπως την πρώτη εκείνη μέρα, κι έκανε για τον πράκτορα τα πάντα, εκτός από ένα: δεν του ‘πε ποτέ λέξη. Κι ο πράκτορας όλο και πάχαινε απ’ το πολύ που έτρωγε, κοιμόταν και διάταζε, και πάνω στα εφτά χρόνια πέθανε. Τον τύλιξε τότε ο κύριος Δόλιος στην τριμμένη κουβέρτα, τον έβγαλε σέρνοντας από το σπίτι, έπλυνε το στρώμα, έβαψε τους τοίχους, αναστέναξε και απάντησε:
«Οχι».


Bertold Brecht
"Ιστορίες του κ. Κόυνερ"
1935~1946

Σάββατο, Μαΐου 21, 2011

Stereodisc

Μικρό παιδί σε ένα τρένο, τον μουντζούρη, για τη Θεσσαλονίκη με τη μάνα μου τον Σοφοκλή. Κάπου στο 1987, δηλαδή 23 χρόνια πριν, και στα χέρια μου το "Λιγότερο από μηδέν" του Μπρετ Ιστον Ελις, με τα κολεγιόπαιδα του Λος Αντζελες μέσα στην κόκα, την παρτούζα και τα ηρεμιστικά. Στο κουπέ, ένα όμορφο αγόρι κάτι διάβαζε κι εκείνο, κοιτώντας πού και πού περίεργα τον πιτσιρικά που διάβαζε με αναίδεια για την ηλικία του Μπρετ Ιστον Ελις, με τον Σοφοκλή δίπλα που κι εκείνη κάτι διάβαζε – τρεις άνθρωποι σε ένα κουπέ να διαβάζουν παραπάει. Βιβλίο, εικόνα, μουσική, κάπως έτσι επικοινωνούν οι άνθρωποι που έχω μάθει να αγαπώ, πιάσαμε την κουβέντα, με ξενάγησε στο πατάρι του Stereodisc στην πλατεία Αριστοτέλους, τον πιο μαγικό παιχνιδότοπο που μπορώ να θυμηθώ, γεμάτο δίσκους και μουσικές για τα τσαλακωμένα μου και τα λαμπερά.

Χαθήκαμε, δεν τον ξαναείδα ποτέ. Είκοσι τρία χρόνια μετά περνάω ξανά έξω από το μαγαζί, είμαι πάλι στην πόλη, είναι και ο Σοφοκλής εδώ, το δισκάδικο το έχει ένας νέος φίλος, εγώ δεν έχω ιδέα ότι είναι δικό του. Με κερνάει βότκα, περνάω τα δάχτυλά μου πάνω από τα CD, το παρελθόν διπλώνει σαν απορροφητική χαρτοπετσέτα στο παρόν, η μουσική ξανά, ο Μπρετ Ιστον Ελις έχει μόλις βγάλει ένα καινούριο μυθιστόρημα που ξαναπιάνει τους ήρωες του "Λιγότερο από μηδέν" 20 χρόνια μετά. Ο ήλιος πέφτει στη θάλασσα, από το λιμάνι οι γερανοί ορθώνουν ανάστημα στην ανακουφιστική απογευματινή γκριζάδα του ουρανού και μια πόλη, που δεν μπορώ να πω ότι ποτέ μου την αγάπησα ιδιαίτερα, αποκτά την ταυτότητά της κι ίσως πια και να την αγαπώ.

Ετσι πάει το πράγμα, χωρίς αναφορές τα πάντα είναι θολά, το περίγραμμά τους πάλλεται σαν να τα κοιτάς μέσα από το τρέμουλο του υγραερίου, αρκεί ένα μαγαζί με δίσκους, μια ανάμνηση, δύο καλοί φίλοι, βότκα, μουσική, να πάρει φωτιά το υγραέριο και πάλι με τρέμουλο θα τα βλέπεις, αλλά θα έχεις ζεστάνει στον φακό το φωτογραφικό τα σχήματα της ζωής σου. Απλώνω το χέρι μου στο ράφι, πιάνω μια Jocelyn Pook, ούτε ξέρω που έχω χάσει το παλιό της CD, ο Κοσμάς του Stereodisc τη βάζει στο μηχάνημα, ο Π. ανυπομονεί να βάλει τη μουσική που αρέσει σε εκείνον, το σινεμά δεν είναι έξω στο «Ολύμπιον», μπαίνει στο μαγαζί της Αριστοτέλους, είμαστε οι ίδιοι, οι ιστορίες μας που είναι γραμμένες στις πρώτες μικρές γραμμές που έχουν αρχίσει να σκάνε στα μάγουλά μας, για πρώτη φορά σκέφτομαι να σταματήσω τις κρέμες προσώπου, μου αρέσουν οι γραμμές των ανθρώπων όταν θυμούνται, αγαπάνε, φοβούνται.


Σαν τον σιδηρόδρομο του Χάρι Πότερ, ακολουθείς αυτές τις γραμμές και φεύγει ο φόβος, πολλά πίσω σου, πιο πολλά μπροστά σου, στην μπλούζα μου πέφτουν τρίμματα από μια μπουγάτσα, τα κοιτάζω όπως θα κοίταζα κάτι μαγικό, χαμογελάω σαν παιδί. Σφίγγω στα χέρια μου τα CD που αγόρασα, τα βάζω κάτω από το μαξιλάρι μου, έχω χρόνια να το κάνω αυτό, από παιδί, που πάντα κοιμόμουνα με τα CD ή τα βιβλία που είχα αγοράσει, σαν φυλακτό, να μπούνε στον ύπνο μου, να με ευλογήσουνε, να με ενώσουν με τους ανθρώπους κι άμα κουραστώ να με απομακρύνουν.
Να μη φοβάσαι, είμαι εδώ.

Τάσος Θεοδωρόπουλος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "ΟΛΑ"
12 Δεκεμβρίου 2010

Πέμπτη, Απριλίου 21, 2011

Δεν χρειάζεται πάντα να μιλάς

(…)
- Δεν νομίζετε ότι κυριαρχεί ένα αρχιτεκτονικό σταρ σύστεμ, μια μορφή «παγκοσμιοποίησης» της αρχιτεκτονικής;
«Δεν είναι κατ’ ανάγκη αρνητική έννοια η παγκοσμιοποίηση. Βοηθάει τη γνώση, τη μόρφωση, την παιδεία, το μοίρασμα της πληροφορίας. Εάν είσαι βλάκας, είσαι βλάκας! Είτε σε τοπική ακτίνα είτε σε παγκόσμια! Από την άλλη, μεγαλώνει η πρόκληση και το ενδιαφέρον. Υπάρχει κάτι στερεότυπο στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την παγκοσμιοποίηση. Οταν σταματήσουμε αυτήν τη συζήτηση και επιστρέψω στο γραφείο μου, είμαι απολύτως τοπικός. Υπάρχει ακόμη κάτι: η σιωπή. Ο,τι έχω ως περιουσία είναι ότι η σιωπή είναι πολύ σημαντικό κομμάτι της ζωής μου. Δεν χρειάζεται πάντα να μιλάς, να βιάζεσαι. Μπορείς και να σιωπάς και να περιμένεις».


Renzo Piano
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
12 Δεκεμβρίου 2010

Κυριακή, Μαρτίου 06, 2011

Ελλάδα, η χώρα που δεν παράγει τίποτα (5)

Πόσοι θα έλεγαν «όχι» αν τους πρότειναν ένα μήνα σκληρή δουλειά με αντάλλαγμα εισόδημα της τάξης των 5.000 ~ 8.000 ευρώ; Οπως φαίνεται πολλοί, αφού ο κρόκος Κοζάνης, ένα μοναδικό για την περιοχή και περιζήτητο προϊόν, τείνει να εξαφανιστεί. Ολο και περισσότεροι τα τελευταία χρόνια εγκαταλείπουν την καλλιέργεια, την ίδια στιγμή που ο νομός Κοζάνης φέρει την πρωτιά στην ανεργία, που αγγίζει το 30%, ειδικά στους νέους κάτω των τριάντα ετών.
Ο κρόκος συγκαταλέγεται στα πιο προσφιλή και πολύτιμα μπαχαρικά των αρχαίων πολιτισμών, για το άρωμα, το χρώμα, τις φαρμακευτικές και αφροδισιακές ιδιότητές του.
Πριν από μια δεκαπενταετία στην περιοχή της Κοζάνης –μοναδική κροκοκαλλιεργούμενη περιοχή της χώρας μας- καλλιεργούνταν περισσότερα από 10.000 στρέμματα με κρόκο και παράγονταν 8~9 τόνοι ετησίως. Ομως, παρά το γεγονός ότι το 1998 ο κρόκος αναδείχθηκε σε Προϊόν Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) από την Ευρωπαϊκή Ενωση, οπότε δυνητικά αποκτά μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία, το ενδιαφέρον από την πλευρά των καλλιεργητών βαίνει μειούμενο. Ετσι, τα τελευταία χρόνια, η παραγωγή έπεσε στα 800 κιλά, αφού μόνο 1.000 στρέμματα καλλιεργούνταν με κρόκο στην περιοχή. Οι δικαιολογίες, πολλές. Είχαν πέσει οι τιμές, είναι σκληρή δουλειά, δεν υπάρχουν χέρια…
«Η καλλιέργεια δεν είναι ιδιαίτερα εξειδικευμένη. Δύο-τρεις φορές τον χρόνο χρειάζονται κάποιες καλλιεργητικές εργασίες στο χωράφι. Ομως, από μέσα Οκτωβρίου έως τα μέσα Νοεμβρίου που γίνεται η συγκομιδή χρειάζονται χέρια στο χωράφι και η δουλειά είναι σκληρή. Παλιά, όλη η οικογένεια συμμετείχε στη συγκομιδή που γίνεται από το πρωί μέχρι το βράδυ έτσι ώστε να μην πέσουν τα άνθη. Μετά, σιγά σιγά οι νέοι σταμάτησαν να ενδιαφέρονται», λέει ο πρώην πρόεδρος του συνεταιρισμού κροκοπαραγωγών Κοζάνης κ. Μανώλης Πατσιλιάς. Και ο ίδιος έχει σταματήσει να καλλιεργεί κρόκο. Ο γιος του, όμως, που τελείωσε τη γεωπονική σχολή, το ξανασκέφτεται. Ο κρόκος Κοζάνης, παρ’ όλο που πουλιέται πολύ πιο ακριβά από παρόμοια προϊόντα –από τον κρόκο του Ιράν για παράδειγμα- είναι περιζήτητος, καθώς θεωρείται εξαιρετικής ποιότητας. Πέρυσι, ποσότητες ζητούσαν εταιρείες από την Ισπανία, την Αμερική και τον Καναδά, αλλά δεν υπήρχε προϊόν. «Και βέβαια, άμα δεν μπορείς να ικανοποιήσεις τη ζήτηση, χάνεις τις αγορές», εξηγεί ο πρόεδρος του συνεταιρισμού κ. Νίκος Πατσιούρας. Προσπαθεί να δικαιολογήσει την αδιαφορία κατοίκων της περιοχής για την καλλιέργεια. «Για να βγάλεις ένα κιλό κρόκο πρέπει μα μαζέψεις περίπου 150.000 λουλούδια από περίπου ένα στρέμμα. Μετά, άμεσα πρέπει να διαχωριστούν τα πέταλα από τα στίγματα που είναι η ζαφορά (κρόκος) και τους στήμονες. Είναι δύσκολη δουλειά», εξηγεί.
Ωστόσο οι καλλιεργητές λαμβάνουν από τον συνεταιρισμό 1.000~1.200 ευρώ το κιλό. Δεδομένου ότι τα καλλιεργητικά έξοδα για την παραγωγή ενός κιλού φτάνουν τα 400 ευρώ, το καθαρό εισόδημα που προκύπτει δεν διόλου ευκαταφρόνητο. Ο κ. Πατσιούρας αναγκάζεται να συμφωνήσει. «Ωστόσο, όλοι προτιμούν το δημόσιο», επιμένει. Τα δύο τελευταία χρόνια πραγματοποιείται προσπάθεια από τον συνεταιρισμό να καλλιεργηθούν περισσότερα στρέμματα, δεδομένου ότι ο κρόκος μπορεί πραγματικά να αποτελέσει λύση στο οικονομικό αδιέξοδο της περιοχής.
Ο συνεταιρισμός τον τελευταίο χρόνο συνέστησε μια ανώνυμη εταιρεία σε συνεργασία με την εταιρεία «Κορρέ» για την παρασκευή ροφημάτων με βάση τον κρόκο. «Εχουμε παραγγελίες από τη Ρωσία και τώρα στρεφόμαστε στα Εμιράτα και στη Σαουδική Αραβία, όπου φαίνεται ότι υπάρχει ενδιαφέρον», λέει ο κ. Πατσιούρας.
Αρκεί, βέβαια, να υπάρχει προϊόν…
Τάνια Γεωργιοπούλου
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ" - ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ
9 Ιανουαρίου 2011

Τρίτη, Φεβρουαρίου 15, 2011

Τζούλιαν Ασάντζ

Ποιος είναι λοιπόν ο άνθρωπος που έβγαλε στο φως τα μυστικά και απόρρητα της διεθνούς διπλωματίας προκαλώντας πονοκέφαλο στα κέντρα λήψης αποφάσεων στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα; Ποιος είναι στην πραγματικότητα ο εμπνευστής και ιδρυτής της ιστοσελίδας WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάντζ;
Για τους οπαδούς του είναι αυτός που έκανε σκοπό της ζωής του την αποκάλυψη της αλήθειας. Για τους επικριτές του είναι ένας τυχοδιώκτης που λατρεύει τη δημοσιότητα και δεν θα δίσταζε να θέσει ακόμα και ανθρώπινες ζωές σε κίνδυνο προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του.
Πολλοί από τους συνεργάτες του τον περιγράφουν ως έναν δυναμικό, ιδιοφυή άνθρωπο που δεν χάνει ποτέ τον «στόχο» από το οπτικό του πεδίο και παραμένει πιστός στο όραμά του. Και μπροστά σε αυτόν το στόχο, ή καλύτερα στην επίτευξή του, ο Τζούλιαν Ασάντζ σχεδόν ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια. Μπορεί να μη φάει ή να μην κοιμηθεί όταν το απαιτεί η εργασία του.
Οπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ραφί Χατζαντουριάν του περιοδικού “New Yorker” ο οποίος πέρασε αρκετές εβδομάδες μαζί του, «ο Ασάντζ είναι μια χαρισματική προσωπικότητα και καταφέρνει να δημιουργεί μία ατμόσφαιρα που κάνει όλους τους ανθρώπους γύρω του να θέλουν να τον φροντίσουν, μόνο και μόνο για να καταφέρνει να υλοποιήσει τον στόχο του». Είναι κατά κάποιο τρόπο αυτός που τους μεταδίδει έναν λόγο ύπαρξης.
Ο πατέρας της ιστοσελίδας WikiLeaks γεννήθηκε στο Τάουνσβιλ του Κουίνσλαντ στην Αυστραλία το 1971. Οι γονείς του ήταν θιασάρχες ενός περιφερόμενου θιάσου και ως παιδί δεν γνώρισε «σπίτι». Εγινε πατέρας σε ηλικία μόλις 18 ετών χωρίς, ωστόσο, να γίνει και αυτό που θα μπορούσε να πει κανείς «οικογενειάρχης».
Η γέννηση και η εξάπλωση του Διαδικτύου του έδωσε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει τις ιδιαίτερες ικανότητές του στα μαθηματικά. Ομως, και αυτή του η ενασχόληση τον οδήγησε στις δικαστικές αίθουσες, καθώς αμέσως ενεπλάκη σε διάφορες υποθέσεις «υποκλοπής» δεδομένων και αρχείων από ηλεκτρονικούς υπολογιστές (hacking). Οταν κατηγορείται για τις δραστηριότητές του παραδέχεται την ενοχή του. Οι αρμόδιες αρχές του επιβάλλουν μόνο ένα πολύ υψηλό πρόστιμο επειδή υπόσχεται ότι δεν θα ασχοληθεί ξανά με τέτοια πράγματα, κάτι που προφανώς δεν τήρησε.
Τα επόμενα χρόνια ερευνά την ανατρεπτική πλευρά του Διαδικτύου και μαζί με μία καθηγήτρια πανεπιστημίου συγγράφει το βιβλίο “Underground”. Οπως διαφαίνεται μέσα από τις σελίδες του, αυτά που κυρίως απασχολούν τον Ασάντζ είναι έννοιες όπως η ηθική, η δικαιοσύνη, τι πρέπει να κάνει μία κυβέρνηση και τι όχι. Εγγράφεται στο Πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και παρακολουθεί Μαθηματικά, όπου θεωρείται ιδιοφυΐα.
Το 2006 ιδρύει, με συνεργάτες του, την ιστοσελίδα WikiLeaks δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε όποιους θα ήθελαν να δώσουν στη δημοσιότητα απόρρητα έγγραφα και πληροφορίες να το κάνουν.
Ο πιο στενός του συνεργάτης και συνιδρυτής της ιστοσελίδας υποστηρίζει ότι ο Ασάντζ είναι ένας από τους ελάχιστους ανθρώπους στον κόσμο που οραματίζονται την αλλαγή και στην προσπάθειά του να την επιφέρει, να αλλάξει τον κόσμο προς το καλύτερο κάποιες φορές μπορεί να κάνει λάθη.
Οπως και να έχει, ο Τζούλιαν Ασάντζ είναι ένας παράξενος άνθρωπος. Για πολλούς είναι ένας χαρισματικός αρχηγός, ενώ για άλλους έχει δικτατορικές τάσεις και είναι αδίστακτος.
Η εισαγγελία της Σουηδίας πρόσφατα εξέδωσε διεθνές ένταλμα σύλληψης εναντίον του κατηγορώντας τον για βιασμό δύο γυναικών. Ο ίδιος αρνείται την κατηγορία, λέγοντας ότι η ερωτική συνεύρεση έγινε με συναίνεση. Οπως και να έχει, για μία ακόμα φορά ο Τζούλιαν Ασάντζ γυρίζει τον κόσμο σαν να ανήκει και πάλι σε έναν περιφερόμενο θίασο.

BBC
“Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ”
5 Δεκεμβρίου 2010

Πέμπτη, Ιανουαρίου 06, 2011

Piskaryovskoye Memorial Cemetery

Στο κοιμητήριο Piskaryovskoye Memorial Cemetery στην Αγία Πετρούπολη, μέσα σε 186 ομαδικούς τάφους, βρίσκονται θαμμένοι περίπου 420.000 πολίτες και 50.000 στρατιώτες, όλοι θύματα της Πολιορκίας του Λένινγραντ (08/09/1941 – 27/01/1944), της μεγαλύτερης πολιορκίας που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.
Στο κέντρο της αρχιτεκτονικής σύνθεσης που κοσμεί το κοιμητήριο, βρίσκεται το άγαλμα της Μητέρας Πατρίδας και μπροστά του καίει ο βωμός της Αιώνιας Μνήμης. Στα γρανιτένια σκαλιά του βωμού, βρίσκονται χαραγμένοι οι στίχοι της Ολγας Μπέργκολτς:

Εδώ κείτονται πολίτες του Λένινγκραντ.
Εδώ κείτονται άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Και δίπλα τους, στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού.
Υπερασπίστηκαν εσένα, Λένινγκραντ.
Το λίκνο της Επανάστασης.
Με τη ζωή τους την ίδια.
Δεν μπορούμε εδώ να αναφέρουμε ονομαστικά τα ονόματά τους.
Είναι τόσα πολλά κάτω από αυτήν την αιώνια προστασία του γρανίτη.
Αλλα να ξέρετε τούτο, εσείς που θωρείτε αυτές τις πέτρες:

Κανείς δεν έχει ξεχαστεί, τίποτα δεν ξεχάστηκε.