Η φύση αγαπά την ισορροπία. Οταν χαρίζει σ’ ένα πλάσμα πλουσιοπάροχα τα ελέη της, φροντίζει ν’ αντισταθμίζει τα ταλέντα του με αντίστοιχου μεγέθους αδυναμίες. Ετσι κι εγώ – μπορεί ως παιδάκι να τα ‘παιρνα τα γράμματα (μεγαλώνοντας θα τα πήγαινα κιόλας, μα τότε ακόμα ήμουν αθώος), να ‘χα μουσικό αυτί και ευχέρεια στις ξένες γλώσσες, αλλά οτιδήποτε άπτεται της τεχνολογίας μού φαινόταν πέρα για πέρα ακατανόητο.
Λόγου χάρη, το αεροπλάνο. Διότι ο μπαμπάκας μου, εκτός από οδοντίατρος, ήταν και πιλότος ελαφρών αεροσκαφών, και με τα Cesna της Αερολέσχης Θεσσαλονίκης είχαμε αλωνίσει Ελλάδα και Ευρώπη. Κι όπως ήταν φυσικό, ο δόλιος πατέρας προσπαθούσε, κάθε φορά, να εξηγήσει στο βλαστάρι του το φαινόμενο της πτήσης με απλά λογάκια, βασισμένα στους θεμελιώδεις νόμους της Φυσικής. Οπότε κι εγώ γούρλωνα τα μάτια, παριστάνοντας ότι πιάνω πουλιά στον αέρα (άντε πάλι ο υφέρπων ερωτικός προσανατολισμός), ενώ στην πραγματικότητα ένα άκουγα και δέκα δεν καταλάβαινα. «Απλό δεν είναι;» ρωτούσε στο τέλος της νιοστής εξήγησης ο pére Κορτώ, κι εγώ χαμογελούσα πλατιά, αν και μέσα μου πίστευα ακράδαντα ότι, για να βρίσκεται κοτζάμου θεριό στον αέρα και να μην γκρεμοτσακίζεται σαν τη Σουλιώτισσα, προφανώς συντρέχει κατιτίς το υπερφυσικό: Θεία Πρόνοια; Ανωτάτη Φακιρική; Οι πορδές του Νεφεληγερέτη; Πάντως, αυτό το πράμα από μόνο του δεν πέταγε, δεν πά’ να ‘λεγε ο Νεύτων κι ο κάθε κερατάς.
Κι έπειτα ήρθε το βίντεο, και η χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας. Οπου, μέχρι να μάθω ότι, για να παίξει η κασέτα και να δω τον Τζέιμς Μποντ αντί για το ταψί-ουράνιο-τόξο της ΕΡΤ, έπρεπε ν’ αλλάξω κανάλι και να πατήσω το play κι όχι όλα τα κουμπιά μαζί από πρεμούρα, αδαημοσύνη, απελπισία κι εκνευρισμό, κατέστρεψα κάμποσες βιντεοκασέτες, που μασήθηκαν, γράφτηκαν από πάνω και κακοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως, καθώς, όταν η κασέτα παραήταν τζαναμπέτικη και δεν έπαιζε με τίποτα, την έβγαζα και την ποδοπατούσα για να μάθει η καριόλα. Οσο δε για το να γράφω εκπομπές, ταινίες και τα ρέστα, ο ακούραστος πατέρας περνούσε ώρες γονατιστός μπροστά στο βίντεο (πάνω στο οποίο κοιμόταν και η Σιαμέζα γάτα μας, η Κακάμπα), πασχίζοντας να μου εξηγήσει ότι πρέπει να πατήσουμε δύο κουμπιά συγχρόνως –«έτσι, Πετράκη;»- αλλά η κασέτα πρέπει να ‘χει την πλαστική την παρθενιά την τετράγωνη άθικτη, ειδάλλως δε γράφεται τίποτις. Ε, λοιπόν, ό,τι καταλάβαινε η Κακάμπα καταλάβαινα κι εγώ – και αν πεις ιδίως να προγραμματίσω κάτι να γραφτεί με βάση το ρολόι του βίντεο, χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Διότι, ανάμεσα στις πολλές αντισταθμιστικές αναπηρίες μου, μέχρι το γυμνάσιο σχεδόν είχα τεράστιο πρόβλημα με την ώρα, ιδίως όταν το γαμωβίντεο έγραφε 21:00 κι εγώ έπρεπε να κάτσω να μετρήσω τι στο διάολο σημαίνει αυτό το εικοσιένα εκτός από την πίεση του παππού και το μπλάκτζακ που χαρτόπαιζαν την Πρωτοχρονιά οι κουμαρτζήδες οι γονείς μου.
Και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 1990, όταν εισήχθην στο Κολλέγιο και βρέθηκα για πρώτη φορά περιτριγυρισμένος από τη σπορά της σαλονικιώτικης πλουτοκρατίας (ο Θεός να σε φυλάει) και τα φανταχτερά τους τζίτζιλα-μίτζιλα. Μέσα σ’ αυτά, καθώς το λεωφορείο μας ανέβαζε στο ειδυλλιακό, κατάφυτο σχολειό μας, ήταν και τα πρώτα CD που ‘χα αντικρίσει στη ζωή μου. Βέβαια, επειδή με το πέρασμα των χρόνων είχα αντιληφθεί ότι εγώ και η τεχνολογία ήμασταν πιο ασύμβατοι κι απ’ ό,τι ο πρίγκιπας Κάρολος με το σεξαπίλ, αποφάσισα να μη ρωτήσω ευθέως και καρφωθώ, αλλά να παρατηρώ τάχα μου αδιάφορα, μέχρι να καταλάβω τι σκατά ήταν αυτά τα σιντί. Το ότι είχαν σχέση με μουσική το ‘χα ψυχανεμιστεί, καθόσον είχαν εξώφυλλα από μπάντες και σάουντρακ, αλλά όσο και να τα μπάνιζα, αδυνατούσα να φανταστώ πού το χώνεις αυτό το γυαλιστερό δισκάκι (που ‘ταν ταμάμ για σουβέρ – αν ζούσε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου η Ελένη, θα τα αγόραζε με το καφάσι, γυαλισμένα με Silvo και με ασορτί σεμεδάκι με ασημιά μπορντούρα) για να παίξει μουσική. Κασέτα δεν ήταν σίγουρα, κι ούτε δίσκος πρέπει να ‘τανε, γιατί παραήταν μικρό. Και τότε ξαφνικά μου έρχεται η επιφοίτηση! Γιατί ανάμεσα στα βινύλια της μαμάς είχαμε και κάτι παλιά σαρανταπεντάρια του μπαμπά, τα οποία είχαν πάνω κάτω το ίδιο μέγεθος. Ηλίου φαεινότερον! Δισκάκια ήταν! Οπότε μαζεύω χαρτζιλίκι δυο βδομάδων, πηγαίνω σ’ ένα δισκάδικο στην Πρίγκηπος Νικολάου, αγοράζω το πρώτο μου CD –τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι- και γυρνάω σφαίρα στο σπίτι για ν’ απολαύσω αυτό το νέο θαύμα της σύγχρονης τεχνολογίας. Ανάβω που λέτε το πικάπ και τον ενισχυτή, βάζω το CD στο κέντρο, κατεβάζω και τη βελόνα – και ακούγονται όχι οι Τέσσερις Εποχές αλλά το Μια εποχή στην Κόλαση, που ‘ρθε τρέχοντας η μάνα απ’ την κουζίνα όπου καθάριζε μύδια γιατί νόμισε ότι είχε μπουκάρει στο σπίτι μπαμπουίνος σκαστός από το Τσίρκο Μεντράνο και της κατασπάραζε το μοναχογιό. Πέρασε ένας χρόνος μέχρι ν’ αποκτήσω CD Player, κι άλλος ένας μέχρι να μάθω ότι, άμα το σιντάκι κολλήσει ή δεν παίζει, ανοίγουμε το πορτάκι (με το ειδικό κουμπί, κι όχι τραβώντας το με τα δάχτυλα όπως το συρτάρι της μπιζουτιέρας), και πάνω απ’ όλα, δεν κοπανάμε το Kenwood σαν απείθαρχο μουλάρι γιατί ο μπαμπάκας θα μας αφαλοκόψει.
Περνάνε ένα δύο χρόνια και η ανθρωπότης αποκτά καινούργιο μαραφέτι: το κινητό τηλέφωνο. Κι ο μπαμπάς, καθότι γκατζετάκιας τρελός, σκάει κάπου τριακόσια χιλιάρικα κι αγοράζει ένα κινητό να, με το συμπάθιο, που, έτσι και το τύλιγες με χαρτί του «Τερκενλή», ο άλλος το ‘βλεπε και νόμιζε ότι είχε μέσα τέσσερα τσουρέκια και του τρέχανε τα σάλια. Είχε και μια κεραία ίσαμε ένα βούνευρο, και όπως περπατούσαμε στην Τσιμισκή, ο πατέρας έπαιρνε φίλους, συγγενείς, γνωστούς και παντελώς αγνώστους και τους μιλούσε τόσο μεγαλόφωνα, που καθιστούσε το κινητό περιττό, διότι τον άκουγες μέχρι τα Λαγκαδίκια. Εγώ ψιλοντρεπόμουν, μα πιο πολύ ντρεπόμουνα να ρωτήσω πώς λειτουργεί αυτό το πράμα. Σαν τα γουόκι τόκι; Ναι, αλλά δε θα ‘πρεπε να ‘χει κι ένα μαρκούτσι με βελόνα, για να ξέρεις με πιο βομβαρδιστικό συνομιλείς; Κάθεται το λοιπόν ο πατέρας κι εξηγεί, για κύματα (όχι της θάλασσας, τ’ άλλα, που δε φαίνονται) και για πύργους (όχι του Κάφκα, ακόμα πιο ζόρικους), και μου το δίνει κι εμένα να τηλεφωνήσω στον παππού. Ο οποίος παππούς στο μεταξύ είχε ογδονταρίσει και είχε και καταρράκτη και βαρηκοΐα κι όλα τα καλά της τρίτης ηλικίας, έτσι που όταν το σηκώνει κι εγώ φωνάζω: «Παππού Πέτρο, παππού Πέτρο, είμαι στην Τσιμισκή!» ο παππούς αναφωνεί: «Το παιδί! Θα το κόψει κάνα αμάξι!» και βγαίνει απ’ το σπίτι με την παντόφλα να με σώσει απ’ τα διερχόμενα οχήματα, ενώ εγώ εξακολουθώ να μιλώ αμέριμνος με την (επίσης θολωμένης αντίληψης) γιαγιά, η οποία μπερδεύει το «κινητό» με το «κουνιστός» και ωρύεται: «Τι λόγια είναι αυτά, μικρό παιδί!» (Πού να ‘ξερε…). Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέχρι το 2000, οπότε και οι γονείς μου μου φέρανε ένα Εριξον-και-δεν-Επιασον και μου εξήγησαν με το γλυκό πως, αν δεν το παίρνω μαζί μου όταν βγαίνω και ξενυχτάω μπεκροπίνοντας, θα μου το ράψουν στο θώρακα σαν βηματοδότη, ήμουν τρομερά καχύποπτος απέναντι στην κινητή τηλεφωνία.
Και ξαφνικά το Ιντερνετ!
Πρέπει να ήμουν στην Πρώτη Λυκείου, και είχα ήδη ακούσει ορισμένους συμμαθητές μου, φανατικούς κομπιουτεράδες, να μιλάνε για τα ι-μέιλ που έστελναν κι έπαιρναν, και είχα ακούσει και τη φράση «ηλεκτρονική αλληλογραφία», αλλά ειλικρινά η όλη υπόθεση μου φαινόταν τρομερά δυσνόητη, αν όχι αδιανόητη. Ποιος διατηρούσε αλληλογραφία τη σήμερον ημέρα; Πού ζούσαμε, στον 19ο αιώνα; Το επόμενο βήμα θα ήταν ν’ αρχίζαμε να γράφουμε σε περγαμηνές, σάρκαζα ενδόμυχα, πάντα συντονισμένος με τις τεχνολογικές καινοτομίες.
Ωσπου ένα βράδυ γυρνάω σπίτι από το φροντιστήριο και βλέπω τον πατέρα μου να κάνει κάτι στον 486, που δεν ήταν ούτε παιχνίδι ούτε πρόγραμμα.
«Τι είν’ αυτό;» ρωτάω.
Κι εκείνος γυρνάει και μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εχουμε Ιντερνετ!».
Αναυδος ο γιός.
«Τι πράγμα;».
Και κάθεται και μου εξηγεί εν τάχει ότι αυτό το Ιντερνετ συνδέει όλους τους υπολογιστές κι ότι βρίσκεται παντού και πάντα (μέχρι που άρχισα να σκέφτομαι διάφορα θεοτικά: τελώνια, σολομωνική, τις επτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης…).
«Και πόσο κάνει;» ρωτάω καχύποπτος.
«Δωρεάν είναι! Μας δίνει πρόσβαση η Αερολέσχη απ’ τον παροχέα της!».
(Πολλές άγνωστε λέξεις. Κι άλλη καχυποψία). «Αμα είναι τζάμπα, μαλακία θα είναι. Ή θα προσπαθήσουν να σου φάνε λεφτά στο λάου λάου».»
Και προς επαλήθευσιν της νεανικής μου σοφίας, βλέπω τον πατέρα να βγάζει την πιστωτική και να πληκτρολογεί τον αριθμό της δίπλα από μια εικόνα του «Flight Simulator».
«Μα τι κάνεις;» λέω απορημένος.
«Παραγγέλνω το καινούργιο “Flight Simulator”».
«Τέτοια ώρα; Εδώ κοντεύει έντεκα. Θα ‘χουν κλείσει».
Ο πατέρας σκύβει προς στιγμήν το κεφάλι του με έκφραση βαθιάς απογοήτευσης και μου εξηγεί, πάλι, ότι αυτό το Ιντερνετ είναι σαν το Θεό, άχρονο και πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν. Εγώ βέβαια δυσπιστώ –κοιτάω και γύρω γύρω μπας και μας παίρνει καμιά «Candid Camera» και μας τραβάνε τα βυζιά μ’ αυτό το Δίκτυο που ακούγεται τρελή μούφα- και ξάφνου μπαίνω στο νόημα!
«Ααα, σωστά. Αμα το παραγγέλνεις από Αμερική, με τη διαφορά της ώρας θα ‘ναι ακόμη ανοιχτά».
Λύθηκε το μυστήριο!
Προϊόντος του χρόνου, βέβαια, εξοικειώθηκα με τις βασικές λειτουργίες του Διαδικτύου κι ανακάλυψα την τεράστια χρησιμότητά του (όπως το να κατεβάζεις πλαστές τσοντοφωτογραφίες αστέρων του Χόλιγουντ), αλλά επειδή μιλάμε ακόμα για χρόνια παλιά και πρωτόγονα, με το μόντεμ που για να συνδεθεί τσίριζε μέχρι που ξυπνούσαν οι γειτόνοι και βλαστημούσαν («Πάλι μαλακίζεται το πουστράκι από δίπλα!»), άμα σ’ έπαιρνε ο άλλος τηλέφωνο έπεφτε η σύνδεση, κι ο παππούς φυσικά κάθε φορά που έβγαινε απασχολημένο διότι συνευρισκόμουν μετά του εαυτού μου ξανάπαιρνε στα καπάκια, και γινόταν τα νεύρα μου κρόσσια καθότι η πονηρή φωτό κοβόταν στο επίμαχο σημείο, κι άντε να φαντασιωθείς με δύο δάχτυλα γκρίζο τίποτα στη βάση. Και μετά ήρθε και η τρελή χαρά του Napster, όπου χρειαζόμουν πάλι εξηγήσεις, γιατί, όταν ο πατέρας μού έλεγε ότι «μοιραζόμαστε τα τραγούδια με τους άλλους», εγώ απαντούσα: «Ναι, αλλά οι άλλοι πού τα βρίσκουν; Κοίτα μη σου φάνε τίποτα λεφτά (και δεν προκάμω να τα φάω εγώ)».
Με ντροπιαστική καθυστέρηση (χρονική κι ενδεχομένως νοητική) ανακάλυψα και τη μαγεία του DVD. Πρέπει να ‘ταν γύρω στο 2001-2002, όταν το Σινεμά είχε αρχίσει να μοιράζει ταινίες σε ντιβιντιά. Επειδή βεβαίως είχε καεί η γούνα μου με τα σιντιά, όταν είχα πάρει το πρώτο μου DVD –την «Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού»- δε δοκίμασα να το χώσω στο CD player όπως ήταν η πρώτη μου παρόρμηση, αλλά περίμενα καρτερικά πότε θ’ αγόραζε ντιβιντιέρα ο μπαρμπα-Κορτώ να ξεστραβωθούμε. Μέχρι που ένα απόγευμα, καθώς ετοιμαζόταν για το ιατρείο, με βλέπει να γράφω στο σχετικά καινούργιο μου λάπτοπ και μου λέει: «Πέθανα στο γέλιο με την ταινία του Γούντυ Αλλεν!». Τον κοιτάω εγώ συνοφρυωμένος και του λέω: «Πήρες μηχάνημα DVD και δε μου το ‘πες;». Ο πατήρ παίρνει το γνώριμο πια ύφος παραίτησης, πλησιάζει, πατάει ένα κουμπάκι στο πλάι του λάπτοπ και –ω του θαύματος!- από μέσα βγαίνει το πορτάκι του ενσωματωμένου DVD player, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα επί ένα εξάμηνο και βάλε.
Η τελευταία τεχνολογική οδύσσεια που υπέστην ήταν η εγκατάσταση γρήγορου Ιντερνετ το καλοκαίρι του 2008, όταν η μεταφραστική μου εργασία είχε μετατραπεί σε κόλαση – γιατί όταν ο τρισκατάρατος συγγραφέας σού παραθέτει μια παράγραφο με διάφορες ποικιλίες βρούβας που φύονται μόνο στο νοτιοδυτικό Γουαϊόμινγκ και μόνο σε χωράφια κοπρισμένα με σκατό βίσωνα (και συγκεκριμένα Υδροχόου βίσωνα), η πρώτη αντίδραση του μεταφραστή με προπολεμικό μόντεμ (ναι, εκείνο που έσκουζε σαν η χήρα στο κρεβάτι) είναι η αυτοκτονία με κατάποση καθαριστικού μπανιέρας. Εκείνο που δεν μπορούσα να μαντέψω, φυσικά, ήταν ότι τα δύο πρώτα μόντεμ που θ’ αγόραζα θα ήταν και τα δύο καμένα, γεγονός που όπως μπορείτε να φανταστείτε αντιμετώπισα με τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία που με χαρακτηρίζουν – τουτέστιν, παίρνοντας τηλέφωνο την τεχνική υποστήριξη του παροχέα μου και ουρλιάζοντας εν μέσω λυγμών και λόξυγγα ότι, αν δεν μου στείλουν τεχνικό πάραυτα, θα ‘χουν τον πρόωρο χαμό μου βάρος στη συνείδησή τους. Οταν εντέλει ήρθε ο τεχνικός, και πρωτομπήκα στο Google σε χρονικό διάστημα μικρότερο της μιάμισης εβδομάδας που μου ‘παιρνε πριν, συγκρατήθηκα για να μην του δοθώ από ευγνωμοσύνη (συνετέλεσε βέβαια και το γεγονός ότι πρέπει να ‘χε μόλις φάει παστουρμά και μύριζε σαν τα εφτά λέσια, που ‘λεγε και η συχωρεμένη η γιαγιά μου).
Εκτοτε, και μέχρι τη μεταμόρφωσή μου στο σημερινό μου εαυτό (που παίζει το Ιντερνετ στα δάχτυλα – αφού να σκεφτείς έχω μάθει πια μέχρι και πως καθαρίζει το ιστορικό από την Πορνοθήκη της Αλεξάνδρειας), μεσολάβησαν πλείστοι άλλοι εξευτελισμοί και στραπάτσα. Οπως το ότι το φλασάκι δεν είναι για να τραβάμε φωτογραφίες με την ψηφιακή, αλλά για ν’ αποθηκεύεις κι άλλο πράμα. Ή ότι ο εξωτερικός σκληρός δεν είναι ευφημισμός για την ορθοψωλιά, αλλά δίσκος για ν’ αποθηκεύεις κι άλλο πράμα. Οτι το κατεβάζω δεν είναι πάντα κυριολεκτικό (για παράδειγμα, «Κατέβασέ μου τα κρον φλέικς απ’ το πάνω ράφι»), αλλά μπορεί να σημαίνει ότι οικειοποιείσαι ένα τραγούδι, μια ταινία κτλ. (πράγμα που ορκίζομαι στο συκώτι μου ότι δεν το έχω κάνει ποτέ, διότι η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική, τη λίμπιντο και τις γελάδες με πράσινα μάτια). Οτι τα torrent (που επίσης γνωρίζω μόνον εξ ακοής) δεν είναι στην κυριολεξία ένας χείμαρρος όπου ο άσχετος όπως εγώ προσπαθεί να πιάσει επεισόδια σειρών σαν αρκούδα με Πάρκινσον, που της ξεφεύγουν οι σολομοί, αλλά είναι κάτι πολύ απλό, φτάνει να ‘χεις έναν ελαφρύ client (που όχι, δεν παραπέμπει σε πορνεία για πελάτες βάρος φτερού). Κι ότι τέλος το facebook δεν είναι κάτι που σου τρώει λεφτά (ο μόνιμος φόβος του ανθρώπου που αντιμετωπίζει την τεχνολογία σαν ψυλλιασμένος ιθαγενής, κιαλάροντας τις χάντρες ενώ διερωτάται: Να τον πάω στον αρχηγό μου ή θα μας σουβλίσουν σαν τσι γουρούνες στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Μάμα;) αλλά είναι ένα μέσο δικτύωσης, φιλίας και γνωριμιών, ιδανικό για άτομα όπως εγώ, των οποίων η κοινωνικότητα είναι ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ του Σάλιντζερ αφού πέθανε.
Αυτά τα ολίγα. Και τώρα πάω με το λάπτοπ στην κρεβατοκάμαρα, για να δω αν δουλεύει το wi-fi που μόλις εγκαταστήσαμε. Και για όσους βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων: Αν ξάφνου ακούσετε άναρθρες κραυγές και μπινελίκια, μη σκιαχτείτε. Κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα το πάρω το κολάι.
Λόγου χάρη, το αεροπλάνο. Διότι ο μπαμπάκας μου, εκτός από οδοντίατρος, ήταν και πιλότος ελαφρών αεροσκαφών, και με τα Cesna της Αερολέσχης Θεσσαλονίκης είχαμε αλωνίσει Ελλάδα και Ευρώπη. Κι όπως ήταν φυσικό, ο δόλιος πατέρας προσπαθούσε, κάθε φορά, να εξηγήσει στο βλαστάρι του το φαινόμενο της πτήσης με απλά λογάκια, βασισμένα στους θεμελιώδεις νόμους της Φυσικής. Οπότε κι εγώ γούρλωνα τα μάτια, παριστάνοντας ότι πιάνω πουλιά στον αέρα (άντε πάλι ο υφέρπων ερωτικός προσανατολισμός), ενώ στην πραγματικότητα ένα άκουγα και δέκα δεν καταλάβαινα. «Απλό δεν είναι;» ρωτούσε στο τέλος της νιοστής εξήγησης ο pére Κορτώ, κι εγώ χαμογελούσα πλατιά, αν και μέσα μου πίστευα ακράδαντα ότι, για να βρίσκεται κοτζάμου θεριό στον αέρα και να μην γκρεμοτσακίζεται σαν τη Σουλιώτισσα, προφανώς συντρέχει κατιτίς το υπερφυσικό: Θεία Πρόνοια; Ανωτάτη Φακιρική; Οι πορδές του Νεφεληγερέτη; Πάντως, αυτό το πράμα από μόνο του δεν πέταγε, δεν πά’ να ‘λεγε ο Νεύτων κι ο κάθε κερατάς.
Κι έπειτα ήρθε το βίντεο, και η χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας. Οπου, μέχρι να μάθω ότι, για να παίξει η κασέτα και να δω τον Τζέιμς Μποντ αντί για το ταψί-ουράνιο-τόξο της ΕΡΤ, έπρεπε ν’ αλλάξω κανάλι και να πατήσω το play κι όχι όλα τα κουμπιά μαζί από πρεμούρα, αδαημοσύνη, απελπισία κι εκνευρισμό, κατέστρεψα κάμποσες βιντεοκασέτες, που μασήθηκαν, γράφτηκαν από πάνω και κακοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως, καθώς, όταν η κασέτα παραήταν τζαναμπέτικη και δεν έπαιζε με τίποτα, την έβγαζα και την ποδοπατούσα για να μάθει η καριόλα. Οσο δε για το να γράφω εκπομπές, ταινίες και τα ρέστα, ο ακούραστος πατέρας περνούσε ώρες γονατιστός μπροστά στο βίντεο (πάνω στο οποίο κοιμόταν και η Σιαμέζα γάτα μας, η Κακάμπα), πασχίζοντας να μου εξηγήσει ότι πρέπει να πατήσουμε δύο κουμπιά συγχρόνως –«έτσι, Πετράκη;»- αλλά η κασέτα πρέπει να ‘χει την πλαστική την παρθενιά την τετράγωνη άθικτη, ειδάλλως δε γράφεται τίποτις. Ε, λοιπόν, ό,τι καταλάβαινε η Κακάμπα καταλάβαινα κι εγώ – και αν πεις ιδίως να προγραμματίσω κάτι να γραφτεί με βάση το ρολόι του βίντεο, χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Διότι, ανάμεσα στις πολλές αντισταθμιστικές αναπηρίες μου, μέχρι το γυμνάσιο σχεδόν είχα τεράστιο πρόβλημα με την ώρα, ιδίως όταν το γαμωβίντεο έγραφε 21:00 κι εγώ έπρεπε να κάτσω να μετρήσω τι στο διάολο σημαίνει αυτό το εικοσιένα εκτός από την πίεση του παππού και το μπλάκτζακ που χαρτόπαιζαν την Πρωτοχρονιά οι κουμαρτζήδες οι γονείς μου.
Και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 1990, όταν εισήχθην στο Κολλέγιο και βρέθηκα για πρώτη φορά περιτριγυρισμένος από τη σπορά της σαλονικιώτικης πλουτοκρατίας (ο Θεός να σε φυλάει) και τα φανταχτερά τους τζίτζιλα-μίτζιλα. Μέσα σ’ αυτά, καθώς το λεωφορείο μας ανέβαζε στο ειδυλλιακό, κατάφυτο σχολειό μας, ήταν και τα πρώτα CD που ‘χα αντικρίσει στη ζωή μου. Βέβαια, επειδή με το πέρασμα των χρόνων είχα αντιληφθεί ότι εγώ και η τεχνολογία ήμασταν πιο ασύμβατοι κι απ’ ό,τι ο πρίγκιπας Κάρολος με το σεξαπίλ, αποφάσισα να μη ρωτήσω ευθέως και καρφωθώ, αλλά να παρατηρώ τάχα μου αδιάφορα, μέχρι να καταλάβω τι σκατά ήταν αυτά τα σιντί. Το ότι είχαν σχέση με μουσική το ‘χα ψυχανεμιστεί, καθόσον είχαν εξώφυλλα από μπάντες και σάουντρακ, αλλά όσο και να τα μπάνιζα, αδυνατούσα να φανταστώ πού το χώνεις αυτό το γυαλιστερό δισκάκι (που ‘ταν ταμάμ για σουβέρ – αν ζούσε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου η Ελένη, θα τα αγόραζε με το καφάσι, γυαλισμένα με Silvo και με ασορτί σεμεδάκι με ασημιά μπορντούρα) για να παίξει μουσική. Κασέτα δεν ήταν σίγουρα, κι ούτε δίσκος πρέπει να ‘τανε, γιατί παραήταν μικρό. Και τότε ξαφνικά μου έρχεται η επιφοίτηση! Γιατί ανάμεσα στα βινύλια της μαμάς είχαμε και κάτι παλιά σαρανταπεντάρια του μπαμπά, τα οποία είχαν πάνω κάτω το ίδιο μέγεθος. Ηλίου φαεινότερον! Δισκάκια ήταν! Οπότε μαζεύω χαρτζιλίκι δυο βδομάδων, πηγαίνω σ’ ένα δισκάδικο στην Πρίγκηπος Νικολάου, αγοράζω το πρώτο μου CD –τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι- και γυρνάω σφαίρα στο σπίτι για ν’ απολαύσω αυτό το νέο θαύμα της σύγχρονης τεχνολογίας. Ανάβω που λέτε το πικάπ και τον ενισχυτή, βάζω το CD στο κέντρο, κατεβάζω και τη βελόνα – και ακούγονται όχι οι Τέσσερις Εποχές αλλά το Μια εποχή στην Κόλαση, που ‘ρθε τρέχοντας η μάνα απ’ την κουζίνα όπου καθάριζε μύδια γιατί νόμισε ότι είχε μπουκάρει στο σπίτι μπαμπουίνος σκαστός από το Τσίρκο Μεντράνο και της κατασπάραζε το μοναχογιό. Πέρασε ένας χρόνος μέχρι ν’ αποκτήσω CD Player, κι άλλος ένας μέχρι να μάθω ότι, άμα το σιντάκι κολλήσει ή δεν παίζει, ανοίγουμε το πορτάκι (με το ειδικό κουμπί, κι όχι τραβώντας το με τα δάχτυλα όπως το συρτάρι της μπιζουτιέρας), και πάνω απ’ όλα, δεν κοπανάμε το Kenwood σαν απείθαρχο μουλάρι γιατί ο μπαμπάκας θα μας αφαλοκόψει.
Περνάνε ένα δύο χρόνια και η ανθρωπότης αποκτά καινούργιο μαραφέτι: το κινητό τηλέφωνο. Κι ο μπαμπάς, καθότι γκατζετάκιας τρελός, σκάει κάπου τριακόσια χιλιάρικα κι αγοράζει ένα κινητό να, με το συμπάθιο, που, έτσι και το τύλιγες με χαρτί του «Τερκενλή», ο άλλος το ‘βλεπε και νόμιζε ότι είχε μέσα τέσσερα τσουρέκια και του τρέχανε τα σάλια. Είχε και μια κεραία ίσαμε ένα βούνευρο, και όπως περπατούσαμε στην Τσιμισκή, ο πατέρας έπαιρνε φίλους, συγγενείς, γνωστούς και παντελώς αγνώστους και τους μιλούσε τόσο μεγαλόφωνα, που καθιστούσε το κινητό περιττό, διότι τον άκουγες μέχρι τα Λαγκαδίκια. Εγώ ψιλοντρεπόμουν, μα πιο πολύ ντρεπόμουνα να ρωτήσω πώς λειτουργεί αυτό το πράμα. Σαν τα γουόκι τόκι; Ναι, αλλά δε θα ‘πρεπε να ‘χει κι ένα μαρκούτσι με βελόνα, για να ξέρεις με πιο βομβαρδιστικό συνομιλείς; Κάθεται το λοιπόν ο πατέρας κι εξηγεί, για κύματα (όχι της θάλασσας, τ’ άλλα, που δε φαίνονται) και για πύργους (όχι του Κάφκα, ακόμα πιο ζόρικους), και μου το δίνει κι εμένα να τηλεφωνήσω στον παππού. Ο οποίος παππούς στο μεταξύ είχε ογδονταρίσει και είχε και καταρράκτη και βαρηκοΐα κι όλα τα καλά της τρίτης ηλικίας, έτσι που όταν το σηκώνει κι εγώ φωνάζω: «Παππού Πέτρο, παππού Πέτρο, είμαι στην Τσιμισκή!» ο παππούς αναφωνεί: «Το παιδί! Θα το κόψει κάνα αμάξι!» και βγαίνει απ’ το σπίτι με την παντόφλα να με σώσει απ’ τα διερχόμενα οχήματα, ενώ εγώ εξακολουθώ να μιλώ αμέριμνος με την (επίσης θολωμένης αντίληψης) γιαγιά, η οποία μπερδεύει το «κινητό» με το «κουνιστός» και ωρύεται: «Τι λόγια είναι αυτά, μικρό παιδί!» (Πού να ‘ξερε…). Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέχρι το 2000, οπότε και οι γονείς μου μου φέρανε ένα Εριξον-και-δεν-Επιασον και μου εξήγησαν με το γλυκό πως, αν δεν το παίρνω μαζί μου όταν βγαίνω και ξενυχτάω μπεκροπίνοντας, θα μου το ράψουν στο θώρακα σαν βηματοδότη, ήμουν τρομερά καχύποπτος απέναντι στην κινητή τηλεφωνία.
Και ξαφνικά το Ιντερνετ!
Πρέπει να ήμουν στην Πρώτη Λυκείου, και είχα ήδη ακούσει ορισμένους συμμαθητές μου, φανατικούς κομπιουτεράδες, να μιλάνε για τα ι-μέιλ που έστελναν κι έπαιρναν, και είχα ακούσει και τη φράση «ηλεκτρονική αλληλογραφία», αλλά ειλικρινά η όλη υπόθεση μου φαινόταν τρομερά δυσνόητη, αν όχι αδιανόητη. Ποιος διατηρούσε αλληλογραφία τη σήμερον ημέρα; Πού ζούσαμε, στον 19ο αιώνα; Το επόμενο βήμα θα ήταν ν’ αρχίζαμε να γράφουμε σε περγαμηνές, σάρκαζα ενδόμυχα, πάντα συντονισμένος με τις τεχνολογικές καινοτομίες.
Ωσπου ένα βράδυ γυρνάω σπίτι από το φροντιστήριο και βλέπω τον πατέρα μου να κάνει κάτι στον 486, που δεν ήταν ούτε παιχνίδι ούτε πρόγραμμα.
«Τι είν’ αυτό;» ρωτάω.
Κι εκείνος γυρνάει και μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εχουμε Ιντερνετ!».
Αναυδος ο γιός.
«Τι πράγμα;».
Και κάθεται και μου εξηγεί εν τάχει ότι αυτό το Ιντερνετ συνδέει όλους τους υπολογιστές κι ότι βρίσκεται παντού και πάντα (μέχρι που άρχισα να σκέφτομαι διάφορα θεοτικά: τελώνια, σολομωνική, τις επτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης…).
«Και πόσο κάνει;» ρωτάω καχύποπτος.
«Δωρεάν είναι! Μας δίνει πρόσβαση η Αερολέσχη απ’ τον παροχέα της!».
(Πολλές άγνωστε λέξεις. Κι άλλη καχυποψία). «Αμα είναι τζάμπα, μαλακία θα είναι. Ή θα προσπαθήσουν να σου φάνε λεφτά στο λάου λάου».»
Και προς επαλήθευσιν της νεανικής μου σοφίας, βλέπω τον πατέρα να βγάζει την πιστωτική και να πληκτρολογεί τον αριθμό της δίπλα από μια εικόνα του «Flight Simulator».
«Μα τι κάνεις;» λέω απορημένος.
«Παραγγέλνω το καινούργιο “Flight Simulator”».
«Τέτοια ώρα; Εδώ κοντεύει έντεκα. Θα ‘χουν κλείσει».
Ο πατέρας σκύβει προς στιγμήν το κεφάλι του με έκφραση βαθιάς απογοήτευσης και μου εξηγεί, πάλι, ότι αυτό το Ιντερνετ είναι σαν το Θεό, άχρονο και πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν. Εγώ βέβαια δυσπιστώ –κοιτάω και γύρω γύρω μπας και μας παίρνει καμιά «Candid Camera» και μας τραβάνε τα βυζιά μ’ αυτό το Δίκτυο που ακούγεται τρελή μούφα- και ξάφνου μπαίνω στο νόημα!
«Ααα, σωστά. Αμα το παραγγέλνεις από Αμερική, με τη διαφορά της ώρας θα ‘ναι ακόμη ανοιχτά».
Λύθηκε το μυστήριο!
Προϊόντος του χρόνου, βέβαια, εξοικειώθηκα με τις βασικές λειτουργίες του Διαδικτύου κι ανακάλυψα την τεράστια χρησιμότητά του (όπως το να κατεβάζεις πλαστές τσοντοφωτογραφίες αστέρων του Χόλιγουντ), αλλά επειδή μιλάμε ακόμα για χρόνια παλιά και πρωτόγονα, με το μόντεμ που για να συνδεθεί τσίριζε μέχρι που ξυπνούσαν οι γειτόνοι και βλαστημούσαν («Πάλι μαλακίζεται το πουστράκι από δίπλα!»), άμα σ’ έπαιρνε ο άλλος τηλέφωνο έπεφτε η σύνδεση, κι ο παππούς φυσικά κάθε φορά που έβγαινε απασχολημένο διότι συνευρισκόμουν μετά του εαυτού μου ξανάπαιρνε στα καπάκια, και γινόταν τα νεύρα μου κρόσσια καθότι η πονηρή φωτό κοβόταν στο επίμαχο σημείο, κι άντε να φαντασιωθείς με δύο δάχτυλα γκρίζο τίποτα στη βάση. Και μετά ήρθε και η τρελή χαρά του Napster, όπου χρειαζόμουν πάλι εξηγήσεις, γιατί, όταν ο πατέρας μού έλεγε ότι «μοιραζόμαστε τα τραγούδια με τους άλλους», εγώ απαντούσα: «Ναι, αλλά οι άλλοι πού τα βρίσκουν; Κοίτα μη σου φάνε τίποτα λεφτά (και δεν προκάμω να τα φάω εγώ)».
Με ντροπιαστική καθυστέρηση (χρονική κι ενδεχομένως νοητική) ανακάλυψα και τη μαγεία του DVD. Πρέπει να ‘ταν γύρω στο 2001-2002, όταν το Σινεμά είχε αρχίσει να μοιράζει ταινίες σε ντιβιντιά. Επειδή βεβαίως είχε καεί η γούνα μου με τα σιντιά, όταν είχα πάρει το πρώτο μου DVD –την «Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού»- δε δοκίμασα να το χώσω στο CD player όπως ήταν η πρώτη μου παρόρμηση, αλλά περίμενα καρτερικά πότε θ’ αγόραζε ντιβιντιέρα ο μπαρμπα-Κορτώ να ξεστραβωθούμε. Μέχρι που ένα απόγευμα, καθώς ετοιμαζόταν για το ιατρείο, με βλέπει να γράφω στο σχετικά καινούργιο μου λάπτοπ και μου λέει: «Πέθανα στο γέλιο με την ταινία του Γούντυ Αλλεν!». Τον κοιτάω εγώ συνοφρυωμένος και του λέω: «Πήρες μηχάνημα DVD και δε μου το ‘πες;». Ο πατήρ παίρνει το γνώριμο πια ύφος παραίτησης, πλησιάζει, πατάει ένα κουμπάκι στο πλάι του λάπτοπ και –ω του θαύματος!- από μέσα βγαίνει το πορτάκι του ενσωματωμένου DVD player, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα επί ένα εξάμηνο και βάλε.
Η τελευταία τεχνολογική οδύσσεια που υπέστην ήταν η εγκατάσταση γρήγορου Ιντερνετ το καλοκαίρι του 2008, όταν η μεταφραστική μου εργασία είχε μετατραπεί σε κόλαση – γιατί όταν ο τρισκατάρατος συγγραφέας σού παραθέτει μια παράγραφο με διάφορες ποικιλίες βρούβας που φύονται μόνο στο νοτιοδυτικό Γουαϊόμινγκ και μόνο σε χωράφια κοπρισμένα με σκατό βίσωνα (και συγκεκριμένα Υδροχόου βίσωνα), η πρώτη αντίδραση του μεταφραστή με προπολεμικό μόντεμ (ναι, εκείνο που έσκουζε σαν η χήρα στο κρεβάτι) είναι η αυτοκτονία με κατάποση καθαριστικού μπανιέρας. Εκείνο που δεν μπορούσα να μαντέψω, φυσικά, ήταν ότι τα δύο πρώτα μόντεμ που θ’ αγόραζα θα ήταν και τα δύο καμένα, γεγονός που όπως μπορείτε να φανταστείτε αντιμετώπισα με τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία που με χαρακτηρίζουν – τουτέστιν, παίρνοντας τηλέφωνο την τεχνική υποστήριξη του παροχέα μου και ουρλιάζοντας εν μέσω λυγμών και λόξυγγα ότι, αν δεν μου στείλουν τεχνικό πάραυτα, θα ‘χουν τον πρόωρο χαμό μου βάρος στη συνείδησή τους. Οταν εντέλει ήρθε ο τεχνικός, και πρωτομπήκα στο Google σε χρονικό διάστημα μικρότερο της μιάμισης εβδομάδας που μου ‘παιρνε πριν, συγκρατήθηκα για να μην του δοθώ από ευγνωμοσύνη (συνετέλεσε βέβαια και το γεγονός ότι πρέπει να ‘χε μόλις φάει παστουρμά και μύριζε σαν τα εφτά λέσια, που ‘λεγε και η συχωρεμένη η γιαγιά μου).
Εκτοτε, και μέχρι τη μεταμόρφωσή μου στο σημερινό μου εαυτό (που παίζει το Ιντερνετ στα δάχτυλα – αφού να σκεφτείς έχω μάθει πια μέχρι και πως καθαρίζει το ιστορικό από την Πορνοθήκη της Αλεξάνδρειας), μεσολάβησαν πλείστοι άλλοι εξευτελισμοί και στραπάτσα. Οπως το ότι το φλασάκι δεν είναι για να τραβάμε φωτογραφίες με την ψηφιακή, αλλά για ν’ αποθηκεύεις κι άλλο πράμα. Ή ότι ο εξωτερικός σκληρός δεν είναι ευφημισμός για την ορθοψωλιά, αλλά δίσκος για ν’ αποθηκεύεις κι άλλο πράμα. Οτι το κατεβάζω δεν είναι πάντα κυριολεκτικό (για παράδειγμα, «Κατέβασέ μου τα κρον φλέικς απ’ το πάνω ράφι»), αλλά μπορεί να σημαίνει ότι οικειοποιείσαι ένα τραγούδι, μια ταινία κτλ. (πράγμα που ορκίζομαι στο συκώτι μου ότι δεν το έχω κάνει ποτέ, διότι η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική, τη λίμπιντο και τις γελάδες με πράσινα μάτια). Οτι τα torrent (που επίσης γνωρίζω μόνον εξ ακοής) δεν είναι στην κυριολεξία ένας χείμαρρος όπου ο άσχετος όπως εγώ προσπαθεί να πιάσει επεισόδια σειρών σαν αρκούδα με Πάρκινσον, που της ξεφεύγουν οι σολομοί, αλλά είναι κάτι πολύ απλό, φτάνει να ‘χεις έναν ελαφρύ client (που όχι, δεν παραπέμπει σε πορνεία για πελάτες βάρος φτερού). Κι ότι τέλος το facebook δεν είναι κάτι που σου τρώει λεφτά (ο μόνιμος φόβος του ανθρώπου που αντιμετωπίζει την τεχνολογία σαν ψυλλιασμένος ιθαγενής, κιαλάροντας τις χάντρες ενώ διερωτάται: Να τον πάω στον αρχηγό μου ή θα μας σουβλίσουν σαν τσι γουρούνες στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Μάμα;) αλλά είναι ένα μέσο δικτύωσης, φιλίας και γνωριμιών, ιδανικό για άτομα όπως εγώ, των οποίων η κοινωνικότητα είναι ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ του Σάλιντζερ αφού πέθανε.
Αυτά τα ολίγα. Και τώρα πάω με το λάπτοπ στην κρεβατοκάμαρα, για να δω αν δουλεύει το wi-fi που μόλις εγκαταστήσαμε. Και για όσους βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων: Αν ξάφνου ακούσετε άναρθρες κραυγές και μπινελίκια, μη σκιαχτείτε. Κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα το πάρω το κολάι.
Αύγουστος Κορτώ
"Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά"
2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου