«Χοντρέ, γιατί ο
άνθρωπος ποτέ δεν μπορεί να ησυχάσει;»
«Ε;»
«Αυτό σκέφτομαι
μερικές φορές. Η σχέση μου με την Γκαμπριέλα πάει πολύ καλά, καλύτερα από
παλιά. Ομως δεν είναι όπως θα ήθελα. Ξέρω κι εγώ; Λείπει πάθος, φλόγα ή ίσως
διασκέδαση. Στο πανεπιστήμιο μου
συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Πάω στα μαθήματα, μαθαίνω, γράφω εξετάσεις και περνάω.
Κάτι μένει ανολοκλήρωτο, όμως. Δεν νιώθω ικανοποιημένος, δεν αισθάνομαι μια
καθημερινή απόλαυση ότι σπουδάζω αυτό που επιθυμώ. Το ίδιο και με τη δουλειά
μου. Είναι καλή, με πληρώνουν αρκετά, αλλά δεν είναι αυτό που θα ήθελα να
κερδίζω εγώ»
«Και σ' όλα το ίδιο;»
«Ετσι νομίζω. Ποτέ δεν
ησυχάζω και να πω: "Εντάξει, τώρα όλα είναι καλά". Το ίδιο παθαίνω με
τον αδερφό μου, με τους φίλους, με τα χρήματα, με τη φυσική μου κατάσταση... Με
όσα, τελικά, με ενδιαφέρουν.»
«Πριν από μερικές
εβδομάδες, όταν είχες αγχωθεί με την κατάσταση στο σπίτι σου, δεν το ένιωθες
αυτό;»
«Ναι, υποθέτω. Ομως με
απασχολούσαν άλλα πράγματα σοβαρότερα, που τα κάλυπταν αυτά. Τα σημερινά είναι
κατά κάποιον τρόπο "μια πολυτέλεια", που θα έδινε πληρότητα σ' όλα τα
άλλα.»
«Δηλαδή, η ανησυχία
σου αυτή εμφανίζεται όταν εξαφανίζονται τα μεγάλα προβλήματα.»
«Ναι.»
«Δηλαδή το πρόβλημα
αρχίζει όταν δεν έχεις πρόβλημα.»
«Τι;»
«Δηλαδή όταν όλα
βελτιώνονται.»
«Ε... ναι.»
«Πες μου κάτι Ντεμιάν.
Τι νιώθεις όταν παραδέχεσαι ότι το πρόβλημά σου αρχίζει όταν όλα πηγαίνουν
καλύτερα;»
«Νιώθω βλάκας.»
«Η αλήθεια να λέγεται,
Ντεμιάν» είπε ο Χοντρός. «Πάει
καιρός που δεν σου έχω πει παραμύθι με βασιλιά, έτσι δεν είναι;»
«Πράγματι.»
«Ηταν μια φορά κι έναν
καιρό ένας βασιλιάς, ας πούμε, "κλασικός".»
«Τι είναι ο
"κλασικός βασιλιάς", δηλαδή;»
«Ο κλασικός βασιλιάς
του παραμυθιού είναι ένας βασιλιάς ισχυρός, που έχει μεγάλη περιουσία, ένα
υπέροχο παλάτι, εκλεκτές λιχουδιές στο τραπέζι του, ωραίες συζύγους και μπορεί
ν' αποκτήσει ό,τι θέλει. Και παρ' όλα αυτά δεν είναι ευτυχισμένος.»
«Α...»
«Κι όσο πιο κλασικό
είναι το παραμύθι τόσο πιο δυστυχισμένος είναι ο βασιλιάς.»
«Κι αυτός ο βασιλιάς
πόσο κλασικός ήταν;»
«Πολύ κλασικός.»
«Βρε τον κακομοίρη!»
Ζούσε μια φορά κι έναν
καιρό, ένας βασιλιάς πολύ θλιμμένος, που είχε έναν υπηρέτη που ήταν πανευτυχής,
όπως κάθε υπηρέτης θλιμμένου βασιλιά.
Κάθε πρωί ξυπνούσε το
βασιλιά και του έφερνε το πρόγευμά του τραγουδώντας χαρούμενα τραγουδάκια των γελωτοποιών. Στο
κεφάτο πρόσωπό του υπήρχε πάντα ένα μεγάλο χαμόγελο, κι όλη του η ζωή ήταν
ήρεμη και ευτυχισμένη.
Μια μέρα, ο βασιλιάς
τον φώναξε.
«Ποιο είναι το μυστικό σου;» του είπε.
«Ποιο μυστικό μεγαλειότατε;»
«Ποιο είναι το μυστικό της χαράς σου;»
«Δεν υπάρχει κανένα
μυστικό, μεγαλειότατε.»
«Μη μου λες
ψέματα. Εχω κόψει κεφάλια για πολύ μικρότερες προσβολές από ένα ψέμα.»
«Δεν σας λέω
ψέματα, μεγαλειότατε. Δεν κρύβω κανένα μυστικό.»
«Και γιατί είσαι
συνέχεια κεφάτος και ευτυχισμένος; Ε; Γιατί;»
«Μα δεν έχω κανένα λόγο να είμαι θλιμμένος. Η μεγαλειότητά
σας με τιμά που με έχει στην υπηρεσία της. Εχω γυναίκα και παιδιά και ζούμε στο
σπίτι που μας παραχώρησε το παλάτι. Μας προσφέρετε ρούχα και τροφή και, επιπλέον,
η μεγαλειότητά σας μας χαρίζει κάθε τόσο λίγα χρήματα για να ικανοποιούμε κανένα
καπρίτσιο. Πως να μην είμαι ευτυχισμένος;»
«Αν δεν μου πεις τώρα αμέσως το μυστικό σου, θα διατάξω να
σε αποκεφαλίσουν.» είπε ο βασιλιάς. «Κανένας
δεν μπορεί να είναι ευτυχισμένος μόνο με αυτά που είπες.»
«Μα βασιλιά μου,
δεν υπάρχει κανένα μυστικό. Πολύ θα ήθελα να σας ικανοποιήσω, όμως, δεν έχω
τίποτα κρυφό.»
«Φύγε, φύγε από
μπροστά μου προτού φωνάξω το δήμιο!»
Ο υπηρέτης χαμογέλασε,
έκανε μια υπόκλιση και βγήκε από τη σάλα.
Ο βασιλιάς πήγαινε να τρελαθεί. Δεν μπορούσε να
εξηγήσει γιατί αυτός, ο βαλές του, ήταν τόσο ευτυχισμένος ζώντας με δανεικά, με
μεταχειρισμένα και παλιά ρούχα και τρώγοντας τα περισσεύματα των αυλικών.
Οταν ηρέμησε, φώναξε
τον πιο σοφό σύμβουλό του και του περιέγραψε τη συζήτηση που είχε κάνει το ίδιο
πρωί.
«Γιατί ο
άνθρωπος αυτός είναι ευτυχισμένος;»
«Α, μεγαλειότατε, επειδή βρίσκεται έξω από τον κύκλο.»
«Εξω από τον
κύκλο;»
«Ναι.»
«Γι’ αυτό είναι
ευτυχισμένος;»
«Οχι,
μεγαλειότατε. Ετσι δεν είναι δυστυχισμένος.»
«Δεν
καταλαβαίνω. Αν είσαι στον κύκλο είσαι δυστυχής;»
«Ακριβώς.»
«Κι αυτός δεν είναι.»
«Ναι.»
«Και πως βγήκε;»
«Δεν μπήκε ποτέ.»
«Τι κύκλος είναι αυτός;»
«Ο κύκλος του
ενενήντα εννιά.»
«Ειλικρινά, δεν καταλαβαίνω τίποτα.»
«Βασιλιά μου,
θα καταλάβεις μόνο αν μ' αφήσεις να σου το δείξω στην πράξη.»
«Πώς δηλαδή;»
«Αν μ' αφήσεις
να βάλω τον βαλέ σου στον κύκλο.»
«Ναι, ας τον
αναγκάσουμε να μπει.»
«Δεν χρειάζεται,
βασιλιά μου. Αν βρει την ευκαιρία θα μπει μόνος του.»
«Μα δεν θα
αντιληφθεί ότι έτσι θα γίνει δυστυχισμένος άνθρωπος;»
«Θα το αντιληφθεί.»
«Ε, τότε, δεν πρόκειται να μπει.»
«Δεν θα
μπορέσει να το αποφύγει.»
«Μου λες ότι θα
καταλάβει πως αν μπει στον κύκλο θα δυστυχήσει και παρ' όλα αυτά θα μπει και
δεν θα μπορεί μετά να βγει;»
«Ετσι είναι, μεγαλειότατε.
Θέλεις να χάσεις έναν εξαίρετο υπηρέτη για να καταλάβεις πώς λειτουργεί ο
κύκλος;»
«Ναι.»
«Εντάξει τότε.
Σήμερα το βράδυ θα περάσω να σε πάρω. Να ετοιμάσεις ένα σακί με ενενήντα εννιά χρυσά
φλουριά. Ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα.»
«Και τι άλλο; Να πάρω και τους φρουρούς μου;»
«Μόνο το σακί με τα χρήματα. Θα τα πούμε το βράδυ,
μεγαλειότατε.»
«Σύμφωνοι.»
Πράγματι, τη νύχτα ο
σοφός πέρασε να πάρει το βασιλιά. Πήγαν μαζί κρυφά στην αυλή του παλατιού και κρύφτηκαν
πίσω από το σπίτι του υπηρέτη. Εκεί περίμεναν να ξημερώσει.
Μέσα στο σπίτι άναψε
το πρώτο κερί. Ο σοφός έδεσε στο σακί με τα φλουριά ένα μήνυμα που έλεγε:
Ο ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΣΟΥ.
ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ.
ΑΠΟΛΑΥΣΕ ΤΟΝ ΚΑΙ ΜΗΝ ΠΕΙΣ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ ΠΩΣ ΤΟΝ ΒΡΗΚΕΣ.
Εδεσε το σακί στην
πόρτα του υπηρέτη, χτύπησε και ξανακρύφτηκε.
Οταν βγήκε ο υπηρέτης,
ο σοφός και ο βασιλιάς τον παρακολουθούσαν πίσω από τους θάμνους.
Ανοιξε το σακί, διάβασε
το μήνυμα, άκουσε το μεταλλικό θόρυβο του χρήματος και αναρρίγησε. Εσφιξε το θησαυρό
στο στήθος του, κοίταξε ολόγυρα μήπως τον παρακολουθεί κανένας και μπήκε πάλι
μέσα στο σπίτι.
Ακούστηκε η κλειδαριά,
και ο βασιλιάς με το σοφό πλησίασαν στο παράθυρο να κατασκοπεύσουν τις κινήσεις
του βαλέ.
Είχε ρίξει στο πάτωμα ό,τι
βρισκόταν επάνω στο τραπέζι, εκτός από ένα κερί. Καθόταν στην καρέκλα και άδειαζε
το περιεχόμενο του σάκου. Τα μάτια του δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν.
Ηταν ένα βουνό από
χρυσά φλουριά!
Αυτός, που ποτέ στη
ζωή του δεν είχε πιάσει ούτε ένα, τώρα είχε ένα ολάκερο βουνό!
Ο υπηρέτης τα χάιδευε
και τα έκανε στοίβες. Τα κοίταζε και τα χάζευε πως έλαμπαν στο φως του κεριού.
Τα συγκέντρωνε και τα σκορπούσε, τα έκανε σωρούς.
Παίζοντας, άρχισε να τα
τοποθετεί σε στοίβες των δέκα. Μια δεκάδα, δύο, τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι...
Στο μεταξύ πρόσθετε, είκοσι, τριάντα, σαράντα, πενήντα, εξήντα, εβδομήντα... ώσπου
έκανε την τελευταία στοίβα και... ήταν μόνο εννιά φλουριά!
Στην αρχή έψαξε με το
βλέμμα το τραπέζι, αναζητώντας ένα ακόμα νόμισμα. Υστερα στο πάτωμα και μέσα
στο σακί.
«Δεν είναι δυνατόν» σκέφθηκε. Εστησε την τελευταία στοίβα με φλουριά
δίπλα στις υπόλοιπες και είδε πως ήταν πιο χαμηλή.
«Με λήστεψαν!» φώναξε.
«Κερατάδες! Μ' έκλεψαν!»
Εψαξε ξανά επάνω στο
τραπέζι, από κάτω, στο σακί, στα ρούχα του, στις τσέπες του, κάτω από τα
έπιπλα... Μα δεν βρήκε αυτό που γύρευε.
Επάνω στο τραπέζι, σαν
να τον περιγελούσε, στεκόταν μια στήλη με αστραφτερά χρυσά φλουριά και του
υπενθύμιζε πως ήταν ενενήντα εννιά. Μόνο ενενήντα εννιά.
«Ενενήντα εννιά φλουριά. Είναι πολλά λεφτά» συλλογίστηκε. «Μου λείπει όμως ένα. Ενενήντα εννιά δεν
είναι στρογγυλός αριθμός. Τα εκατό είναι, αλλά όχι ενενήντα εννιά.»
Ο βασιλιάς και ο σύμβουλός
του κοίταζαν από το παράθυρο. Το πρόσωπο του υπηρέτη δεν ήταν πια το ίδιο. Ηταν
σκυθρωπός, τα χαρακτηριστικά του τεταμένα. Τα μάτια είχαν γίνει μικρά και
μισόκλειστα, το στόμα του είχε στραβώσει σ' ένα φοβερό μορφασμό κι έδειχνε τα
δόντια του.
Ο υπηρέτης φύλαξε τα
φλουριά στο σακί και, κοιτάζοντας ολόγυρα μήπως τον βλέπει κανένας, το έκρυψε ανάμεσα
στα καυσόξυλα. Υστερα πήρε χαρτί και καλαμάρι και κάθισε να κάνει λογαριασμούς.
Πόσο καιρό έπρεπε να
κάνει οικονομίες για να αποκτήσει το εκατοστό φλουρί;
Ο υπηρέτης μιλούσε
μόνος του, μεγαλόφωνα.
Ηταν πρόθυμος να
δουλέψει σκληρά για να το αποκτήσει. Υστερα, δεν θα είχε πια ανάγκη να
δουλεύει.
Με εκατό χρυσά φλουριά
είσαι πλούσιος.
Με εκατό χρυσά
φλουριά, ένας άνθρωπος μπορεί να κάθεται και να μη δουλεύει.
Με εκατό χρυσά φλουριά
είσαι πλούσιος.
Με εκατό χρυσά φλουριά
ζεις άνετα, χωρίς σκοτούρες.
Τελείωσε τους λογαριασμούς
του. Αν δούλευε σκληρά κι έβαζε στην μπάντα το μηνιάτικό του και ό,τι έξτρα
χρήματα έπαιρνε, σε έντεκα με δώδεκα χρόνια θα μπορούσε να αγοράσει ένα χρυσό
φλουρί.
«Δώδεκα χρόνια είναι πάρα πολλά», σκέφτηκε.
Θα μπορούσε να πει στη
γυναίκα του να ψάξει κι εκείνη για δουλειά στο χωριό για ένα διάστημα. Επιπλέον,
εκείνος τελείωνε τη δουλειά του στο παλάτι στις πέντε το απόγευμα, άρα,
μπορούσε να δουλέψει ύστερα ως αργά το βράδυ και να βγάλει κάποια χρήματα.
Εκανε λογαριασμούς. Με
την έξτρα δουλειά στο χωριό και τη δουλειά της γυναίκας του θα συγκέντρωνε τα
χρήματα σε εφτά χρόνια.
Ηταν πάρα πολύς καιρός!
Ισως να μπορούσε να πουλήσει στο χωριό το φαγητό που
περίσσευε και να κερδίσει κάτι. Πράγματι, όσο λιγότερο έτρωγαν τόσο περισσότερο
θα πουλούσαν.
Να πουλήσουν, να
πουλήσουν...
Εκανε ζέστη. Τι τα
ήθελαν τα χειμωνιάτικα ρούχα; Τι το ήθελαν το δεύτερο ζευγάρι παπούτσια;
Θα έκαναν θυσίες. Ομως
ύστερα από τέσσερα χρόνια θα αποκτούσε το εκατοστό φλουρί.
Ο βασιλιάς και ο σοφός
γύρισαν στο παλάτι.
Ο υπηρέτης είχε μπει στον κύκλο του ενενήντα εννιά.
Τους μήνες που
ακολούθησαν, ο υπηρέτης έβαλε σε εφαρμογή τα σχέδια που είχε αποφασίσει εκείνη
τη νύχτα. Ενα πρωί, ο βαλές μπήκε στην κρεβατοκάμαρα του βασιλιά χτυπώντας την
πόρτα, γκρινιάζοντας, πολύ κακόκεφος.
«Μα τι έπαθες;»
«Τίποτα δεν
έπαθα.»
«Δεν πάει πολύς
καιρός που όλο γελούσες και τραγουδούσες.»
«Κάνω τη
δουλειά μου; Την κάνω. Τι άλλο θέλει η μεγαλειότητά σας; Να κάνω μήπως τον γελωτοποιό
και τον τραγουδιστή;»
Σε λίγο καιρό, ο
βασιλιάς έδιωξε τον υπηρέτη. Δεν είναι ευχάριστο να σε υπηρετεί κάποιος που
συνεχώς είναι κακόκεφος.
«Και σήμερα, τώρα που
μιλούσαμε, θυμήθηκα το παραμύθι του βασιλιά και του υπηρέτη του.
Εσύ, εγώ και όλοι μας έχουμε
εκπαιδευτεί σ' αυτήν την ηλίθια ιδεολογία. Πάντοτε κάτι μας λείπει για να
νιώσουμε ικανοποιημένοι, και μόνο αν είσαι ικανοποιημένος μπορείς να απολαύσεις
όσα έχεις.
Γι' αυτό, μάθαμε ότι η
ευτυχία θα έρθει όταν θα ολοκληρώσουμε αυτό που μας λείπει...
Κι επειδή πάντα κάτι
λείπει, ξαναγυρίζουμε στην αρχή και δεν απολαμβάνουμε ποτέ τη ζωή...
Τι θα συνέβαινε όμως
αν η φώτιση ερχόταν
στις ζωές μας
και αντιλαμβανόμασταν,
έτσι ξαφνικά,
ότι τα ενενήντα εννιά
φλουριά μας
είναι το εκατό τοις
εκατό 100% του θησαυρού.
Οτι δεν μας λείπει
τίποτα,
κανένας δεν μας έκλεψε
τίποτα,
το εκατό δεν είναι
καθόλου
πιο στρογγυλός αριθμός
από το ενενήντα εννιά.
Αυτό είναι μόνο μια
παγίδα,
ένα καρότο που έβαλαν
μπροστά μας,
για να είμαστε βλάκες,
για να σέρνουμε το
κάρο,
κουρασμένοι,
κακόκεφοι,
δυστυχείς και
συμβιβασμένοι.
Μια παγίδα για να μη
σταματήσουμε ποτέ να σπρώχνουμε
και για να μείνουν όλα
όπως έχουν.
Αιωνίως τα ίδια!
Πόσα πράγματα θα
άλλαζαν
αν μπορούσαμε να
απολαύσουμε
τους θησαυρούς μας,
έτσι ακριβώς όπως είναι.
Προσοχή, όμως,
Ντεμιάν. Το να παραδεχτείς ότι το ενενήντα εννιά είναι ο θησαυρός, δεν σημαίνει
πως πρέπει να εγκαταλείψεις τους στόχους σου. Δεν σημαίνει ότι πρέπει να συμβιβάζεσαι
με οτιδήποτε.
Γιατί άλλο το να
παραδέχεσαι κι άλλο το να συμβιβάζεσαι.
Ομως, αυτό είναι σε άλλο παραμύθι.»
Jorge Bucay
"Να σου πω μια ιστορία"
2006