"The Watchers" by Steve Bonello
Ο Ιβάν Ντμίτριτς ένας μετρημένος μικροαστός με χρονιάτικα
οικογενειακά έξοδα που δεν ξεπερνούν τα χίλια διακόσια ρούβλια είναι πολύ
ευχαριστημένος από τη ζωή του. Αυτή τη στιγμή έχει τελειώσει το βραδινό φαγητό,
κάθεται στον καναπέ και διαβάζει την εφημερίδα του.
- Ξέχασα να κοιτάξω
την σήμερα την εφημερίδα, είπε η γυναίκα του καθώς σήκωνε το τραπέζι. Μήπως έχει την κλήρωση του λαχείου;- Εχει βέβαια! αποκρίθηκε ο Ιβάν Ντμίτριτς. Το ανανέωσες όμως για να μην το χάσουμε;
- Το τακτοποίησα την Τρίτη.
- Τι αριθμό έχει;
- 9499 σειρά 26.
- Καλά!.. Για να δούμε... 9499 και 26.
Ο Ιβάν Ντμίτριτς δεν πίστευε διόλου πως μπορούσε να κερδίσει
το λαχείο και σε άλλη ώα ούτε θα κοίταζε την κλήρωση. Μα καθώς ήταν γερμένος
στον καναπέ, με την εφημερίδα στο χέρι και δεν είχε τι άλλο να κάνει έβαλε το
δάχτυλο του στη στήλη των κληρώσεων και το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω στους
τυχερούς αριθμούς.
Και ξαφνικά σαν να ήθελε να περιγελάσει η τύχη το
σκεπτικισμό του στη δεύτερη κιόλας γραμμή ο αριθμός 9499 χοροπήδησε μπροστά στα
μάτια του. Χωρίς να κοιτάξει τον αριθμό της σειράς, χωρίς να προσέξει μήπως
έκανε λάθος στο διάβασμα, άφησε την εφημερίδα να πέσει στα γόνατά του και
ένιωσε ένα δροσερό κύμα να ανεβαίνει πίσω από το στέρνο του, ένιωσε σα να του
έριξαν κατάσαρκα κρύο νερό. Ηταν κάτι σαν ερεθιστικό γαργαλητό.- Μάσιπ!.. ο αριθμός 9499!.. είπε με πνιχτή φωνή.
Η γυναίκα του κοίταξε το αποσβολωμένο του πρόσωπο, είδε την
ταραχή στα μάτια του και κατάλαβε αμέσως πως δεν αστειευόταν.
- Το 9499; ρώτησε.Χλώμιασε ξαφνικά και της έπεσε από τα χέρια το διπλωμένο τραπεζομάντιλο.
- Ναι, ναι... σοβαρά σου λέω, κερδίζει!
- Και η σειρά;
- Α! Ναι! Εχουμε και τον αριθμό της σειράς. Για να δούμε, μια στιγμή... περίμενε... Μα για σκέψου το! Είναι ο αριθμός τους δικού μας λαχείου. Το καταλαβαίνεις;
Ο Ιβάν Ντμίτριτς κοιτούσε τη γυναίκα του με ένα πλατύ,
ηλίθιο χαμόγελο απαράμιλλο σαν παιδί που του δείχνουν κάτι πολύ αστραφτερό και
θαμπώνουν τα μάτια του. Η γυναίκα του χαμογελούσε και κείνη. Της άρεσε που ο
άντρας της έψαξε πρώτα-πρώτα για τον αριθμό και δεν βιάστηκε να βρει τη σειρά
του τυχερού λαχείου. Αυτό το νανούρισμα της ελπίδας, αυτός ο ερεθισμός της
πιθανής ευτυχίας έχει τόση γλύκα! Και τόση αγωνία!
- Ο αριθμός μας
κέρδισε, είπε ο Ιβάν Ντμίτριτς, αφού στάθηκε κάμποση ώρα σιωπηλός. Μπορεί,
λοιπόν, να είμαστε τυχεροί. Απλή πιθανότητα έχουμε, βέβαια, μα την έχουμε!- Ε! Λοιπόν! Κοίταξε τώρα και τη σειρά, να δούμε!
- Ενα λεπτό! Εχουμε καιρό για να απογοητευτούμε. Είναι στη δεύτερη γραμμή από πάνω, κερδίζει δηλαδή εβδομήντα πέντε χιλιάδες ρούβλια. Δεν είναι καπίκια, είναι χρυσάφι, ολάκερη περιουσία! Και αν είναι η σειρά 26; Ε; Ακούς; αν πραγματικά κερδίσαμε;
Αρχισαν να γελούν και να καμαρώνουν μ' αυτή τη σκέψη. Η πιθανότητα της απρόσμενης τύχης τούς αναστάτωνε. Εκείνη την ώρα δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα. Ούτε γιατί χρειάζονταν αυτές τις εβδομηνταπέντε χιλιάδες ρούβλια, ούτε τι θα αγόραζαν, ούτε που θα πήγαιναν. Στριφογύριζαν στο μυαλό τους οι αριθμοί 9499 και 75000, ως εκεί μονάχα έφτανε η φαντασία τους. Η σκέψη τους δεν προχωρούσε στο πραγματικό γεγονός, στην τύχη δηλαδή, στα κερδισμένα ρούβλια.
Ο Ιβάν Ντμίτριτς σηκώθηκε και με την εφημερίδα στο χέρι
άρχισε να βολτάρει πέρα δώθε στην κάμαρα. Μα η πρώτη δυνατή εντύπωση πέρασε και
άρχισε να βυθίζεται σιγά σιγά στην ονειροπόληση.
- Και αν κερδίσαμε; είπε
ξαφνικά. Τι καινούργια ζωή; Το πανηγύρι;
το λαχείο, βέβαια, είναι δικό σου, μα αν το είχα εγώ η πρώτη μου δουλειά θα
ήταν να αγοράσω για εικοσιπέντε χιλιάδες ρούβλια ένα ακίνητο να σιγουρευτούμε.
Υστερα θα έδινα δέκα χιλιάδες ρούβλια για μερικά απαραίτητα έξοδα: καινούργια
επίπλωση... ταξίδια, να ξοφλήσουμε τα χρέη μας και τα λοιπά... Και τις
υπόλοιπες σαράντα θα τις έβαζα στην τράπεζα.- Καλά θα ήταν να αγοράζαμε ένα ακίνητο, είπε η γυναίκα του και κάθησε με τα χέρια στα γόνατά της.
- Κάπου στην Τούλα ή στο Ορέλ. Ετσι θα νοικιάζαμε το σπίτι το καλοκαίρι και θα 'χαμε και έσοδα.
Και στη φαντασία του περνούσαν η μία κοντά στην άλλη κάθε λογής εικόνες, η μία πιο γοητευτική και πιο ποιητική από την άλλη. Σε όλες αυτές τις εικόνες έβλεπε τον εαυτό του καλοζωισμένο, σιγουρεμένο, ήσυχο, καλοστεκούμενο... Εκανε ζέστη, πολύ ζέστη. Να τώρα έφαγε, ήπιε και πηγαίνει να ξαπλώσει ανάσκελα πάνω στη ζεστή άμμο πλάι στο ποτάμι ή στον κήπο κάτω από τον ίσκιο της σημύδας... Ωραία που είναι... Ο γιό του και η κόρη του κυλιούνται στην άμμο, σκάφτουν με τα φτυαράκια τους ή κυνηγάνε πεταλούδες στη χλόη...
Ο Ιβάν Ντμίτριτς νιώθει να μισοκλείνουν τα μάτια του, νιώθει
κάτι σα γλυκιά νύστα. Σε όλο του το κορμί κυριαρχεί μια παράξενη αίσθηση: Δεν
θα πάει στο γραφείο ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε μεθαύριο... Και αν βαρεθεί να
κοιμάται βγαίνει στον κάμπο να χαζέψει με τους θεριστάδες, πηγαίνει στο δάσος
να μαζέψει μανιτάρια, ή αγναντεύει τους μουζίκους που τραβούν τα δίχτυα στο
ποτάμι. Και όταν θα πέσει ο ήλιος παίρνει μια πετσέτα και σαπούνι και ξεκινάει
για το μπάνιο του. Γδύνεται αργά-αργά, περνάει κάμποσες φορές τις παλάμες πάνω
στο γυμνό του στήθος και ύστερα μπαίνει στο ποτάμι. Πλάι στις φούσκες που κάνει
η σαπουνάδα παίζουν τα ψαράκια... Τα νεροβότανα κυματίζουν καθώς κυλάει το νερό.
Υστερα από το μπάνιο παίρνει το τσάι του με κρέμα και βουτάει ψωμάκια στο γάλα
του. Το βράδυ κάνει τον περίπατό του ή παίζει ουίστ με τους γειτόνους...
- Ναι, λέει η
γυναίκα του, καλό είναι να αγοράσουμε ένα
χτήμα.Ονειρεύεται κι αυτή... Από την έκφραση που έχει το πρόσωπό της καταλαβαίνεις πώς οι σκέψεις που χορεύουν στο μυαλό της την πλημμυρίζουν μακαριότητα και ευδαιμονία.
Στη φαντασία του Ιβάν Ντμίτριτς περνάει το χινόπωρο με τις
βροχές, περνούν οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού με τα κρύα βραδινά. Οταν
σουρουπώσει πρέπει να κάνει περιπάτους ώρα πολύ στον κήπο και στο περιβόλι πλάι
στο ποτάμι ώσπου να νιώσει για καλά το κρύο και ύστερα να κατεβάσει μια ποτήρα
βότκα και να ξεζουμίσει ένα πορτοκάλι ή αγγουράκια με μάραθο. Επειτα να
ρουφήξει δεύτερη ποτήρα.
Τα παιδιά γυρίζουν από το μπαξέ και φέρνουν καρότα, και
ραπανάκια που μυρίζουν δροσερό χωματάκι... Υστερα ξαπλώνει στο ντιβάνι και
ξεφυλλίζει αργά-αργά ένα εικονογραφημένο περιοδικό. Επειτα σκεπάζει το κεφάλι
του με το περιοδικό, ξεκουμπώνει το γιλέκο του και αποκοιμιέται...Τις καλοκαιριάτικες μέρες του Σεπτέμβρη ακολουθεί ένας καιρός βροχερός και μελαγχολικός. Μέρα νύχτα βροχή. Ο άνεμος είναι υγρός και παγερός. Τα σκυλιά, τα άλογα, οι κότες, όλα γίνονται μούσκεμα. Ολα είναι θλιμμένα και φοβισμένα. Δεν έχεις που να κάνεις τον περίπατό σου. Δε μπορείς να βγεις από το σπίτι. Είσαι υποχρεωμένος όλη την ημέρα να περπατάς πέρα δώθε στις κάμαρες και να αγναντεύεις από τα θαμπά παράθυρα. Πλήξη!..
Ο ΙΒάν Ντμίτριτς σταμάτησε το πηγαινέλα και κοίταξε τη γυναίκα
του:
- Ξέρεις Μάσια, θα
κάνω ένα ταξιδάκι στο εξωτερικό.Και σκέφτεται τι όμορφα που θα ήταν να φύγει για το εξωτερικό μόλις τελειώσει το χινόπωρο, να πάει στη νότια Γαλλία, στην Ιταλία... στις Ινδίες!
- Και γω θα πάω στο εξωτερικό, λέει η γυναίκα του. Ελα κοίτα τον αριθμό της σειράς.
- Μια στιγμή περίμενε...
Ξαναρχίζει το σουλάτσο στην κάμαρα και όλο σκέφτεται.
Αναρωτιέται: Αληθινά, θα πήγαινε η γυναίκα του στο εξωτερικό; Είναι πολύ όμορφα
να ταξιδεύεις μονάχος σου ή παρέα με τίποτα ελαφρούτσικα, ανέμελα θηλυκά, να μη
ζεις παρά μονάχα για το σήμερα. Και όχι με γυναίκες που έχουν όλη την ώρα το
νου τους στα παιδιά, όλο γι' αυτά μιλάνε, αναστενάζουν ανησυχούν και τρέμουν
μην ξοδέψουν ένα καπίκι παραπάνω. Ο Ιβάν Ντμίτριτς φαντάζεται τη γυναίκα του
στο βαγόνι, ανάμεσα σε μπόγους, πακέτα και πανεράκια. Αναστενάζει χωρίς κι αυτή
να ξέρει γιατί, παραπονιέται πώς έχει πονοκέφαλο, πώς ξόδεψε πολλά λεφτά. Σε
κάθε σταθμό πρέπει να τρέχει για ζεστό νερό, για σάντουιτς... Επειτα η γυναίκα
του δε θέλει να φάνε στο βαγκόν-ρεστοράν γιατί είναι ακριβά...
«Για κάθε καπίκι θα
κάνει ολόκληρη φασαρία», συλλογίζεται και την κοιτάει. Το λαχείο βλέπεις
είναι δικό της. «Και γιατί να 'ρθει η
αφεντιά της στο εξωτερικό; Μήπως θα δει τίποτα; Ολο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου
θα κάθεται κλεισμένη και θα κρατάει και μένα φυλακωμένο... Το ξέρω!...».
Και για πρώτη φορά στη ζωή του, ο Ιάν Ντμίτριτς, προσέχει
πως η γυναίκα του έχει γεράσει, έχει ασχημίσει, έχει ποτιστεί με κείνη τη
φοβερή μυρουδιά της κουζίνας. Ενώ αυτός είναι ακόμα νέος, δροσερός,
καλοστεκούμενος και μπορεί μια χαρά να ξαναπαντρευτεί.
«Ολα αυτά»,
σκέφτεται, «είναι τιποτένια πράματα,
χαζομάρες... μα τι θέλει αυτή στο εξωτερικό; Τι καταλαβαίνει; Και όμως θα
'ρθει!.. Την ξέρω!.. Και όλα αυτά για να
μου χαλάσει το κέφι. Θα με έχει βλέπεις στο χέρι. Φαντάζομαι τα μούτρα της την
ώρα που θα τσιμπήσει το παραδάκι. Θα το αμπαρώσει όπως όλες οι γυναίκες με
σαράντα κλειδαριές... Θα σκορπάει τα λεφτά με τη χούφτα για το συγγενολόι της.
Για μένα όμως θα μετράει και το καπίκι».
Ο Ιβάν Ντμίτριτς θυμήθηκε το συγγενολόι της γυναίκας του!
Ολα τα αδέρφια, όλες οι αδερφάδες και οι θειάδες, μόλις μάθουν για το λαχείο θα
τρέξουν σαν τα κοράκια, θα ζητάνε ρούβλια σα ζητιάνοι, θα αρχίσουν τις γαλυφιές
και θα είναι όλο χαμόγελα και αγάπες.
«Σιχαμένο παλιόσογο,
σκυλολόι! Αν τους δώσεις θα ζητάνε κι άλλα αχόρταγοι. Αν τους διαολοστείλεις θα
αρχίσουν τα κουτσομπολιά και τις κατάρες, θα κάνουν μετάνοιες μέρα-νύχτα να μην
δω προκοπή».Ο Ιβάν Ντμίτριτς θυμήθηκε ύστερα και το δικό του συγγενολόι. Οι φάτσες που άλλοτε του ήταν αδιάφορες, τώρα του φαίνονταν σιχαμερές.
«Σκουλήκια όλοι τους!» είπε μέσα του.
Αλλά και το πρόσωπο της γυναίκας του τού φαινόταν εχθρικό, αηδιαστικό, Εβραζε στην ψυχή του η λύσσα και συλλογιζόταν με φαρμακερή χαρά.
«Αυτή είναι σπαγγοραμένη. Μόλις βουτήξει τα λεφτά θα μου δώσει εκατό ρούβλια και τα άλλα θα τα κλειδώσει».
Και ο Ιάβν Ντμίτριτς δεν κοιτούσε πια τη γυναίκα του χαμογελαστός αλλά με μίσος. Μα και κείνη τον κοιτούσε με μίσος, λυσσασμένη από το κακό της. Εκλωθε τα όμορφα όνειρά της, τα σχέδιά της, τις ιδέες της. Ηξερε καλά τι σκεφτόταν ο άντρας της. Ηξερε ποιός θα άπλωνε πρώτος και καλύτερος τη χερούκλα του στο χρήμα της.
«Μου ετοιμάζεις ταξίδια με ξένα λεφτά!» έλεγε το βλέμμα της. «Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι!».
Ο άντρας κατάλαβε καλά τι έλεγε η ματιά της. Το μίσος
έσκαβε, φουρτούνιαζε το στήθος του και για να πατήσει πόδι, για να της μπει στη
μύτη έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην τέταρτη σελίδα και είπε με θριαμβευτικό
ύφος:
- Αριθμός 9499, σειρά
46! Δεν είναι 26!
Η ελπίδα και το μίσος έλιωσαν, εξαφανίστηκαν αμέσως. Μα κάτι
άλλο ήρθε και τρύπωσε μέσα τους. Ετσι ξαφνικά τους φάνηκε πως το σπιτικό τους
ήταν θεοσκότεινο, στενόχωρο, χαμηλό σαν ίσμπα, πως το φαγητό τους βάραινε σα
μολύβι το στομάχι, πως η βραδιά ήταν ατέλειωτη και βασανιστική.
- Δε μπορώ να καταλάβω τι γίνεται εδώ μέσα, ξεφώνισε
ο Ιβάν Ντμίτριτς που άρχισε να νευριάζει για τα καλά. Οπου να γυρίσεις, θα βρεις στο πάτωμα χαρτιά, ψίχουλα, τσόφλια. Δε
σκουπίζει κανείς εδώ μέσα! Ετσι μου 'ρχεται, που να με πάρει ο διάολος, να μην
ξαναπατήσω σ' αυτό το βρωμοκάλυβο!.. Θα πάω να κρεμαστώ στην πρώτη λεύκα που θα
βρω μπροστά μου.
Αντον Τσέχωφ
"Διηγήματα"
(1860-1904)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου