Ο Μιχάλης Τζανής είναι ένα παλικάρι γύρω στα εικοσιτέσσερα. Αυτός είναι το κεντρικό πρόσωπο στην παράξενη, μα αληθινή ιστορία που θα σας αφηγηθώ.
Ζει κι αυτός πέρα από τις γραμμές του τρένου. Ορφανός από πατέρα από έξι χρονών. Πολλοί θυμούνται ακόμη το απροσδόκητο εκείνο ατύχημα, στο Λιμάνι του Πειραιά, όταν η άγκυρα ενός γιγάντιου κρουαζιερόπλοιου ξέφυγε κι έπεσε με ορμή πάνω στο ρυμουλκό, που το μανούβραρε για να το δέσει. Το τσάκισε! Ο λιμενεργάτης που βρέθηκε λιωμένος κάτω από την άγκυρα ήταν ο πατέρας του. Η χήρα μάνα του, μια όμορφη μαυρομάτα Μικρασιάτισσα, τον μεγάλωσε ολομόναχη. Οι σκάλες σ’ όλα τα δημοτικά και γυμνάσια του Πειραιά και μετά στον Ο.Λ.Π. την ξέρουν απέξω κι ανακατωτά. Μετά έκανε τη λαντζέρισσα στο Τουρκολίμανο. Εκεί την πρωτογνώρισα.
Πολλοί προσφέρθηκαν να τη βοηθήσουν. Μα αυτή ακατάδεκτη, πεισματάρα, άπιαστη, χαίρονταν την υπερήφανη μοναξιά της κι έλεγε με νόημα στο αφεντικό της, το Νίκο Τζερεφό: «Κανείς κερατάς δε θα μου πιάσει τον κώλο. Τα χέρια μου να ’ναι καλά!».
Οσοι απελπίστηκαν περιμένοντας να της πιάσουν τον κώλο, άρχισαν σιγά σιγά να της κάνουν πιο σοβαρές προτάσεις. Οχι μόνον κάτι ρέμπελοι γλεντζέδες και χαρτοπαίκτες που ερεθίζονταν βλέποντας μια τόσο όμορφη γυναίκα να φεύγει από τα μαγαζιά στις δύο και τρεις το βράδυ, αυστηρή κι επίσημη, για το σπίτι της, λες και πήγαινε στην πρωινή λειτουργία. Μα και άνθρωποι που στέκονταν καλά στα πόδια τους, ακόμη και πετυχημένοι στις δουλειές τους. «Ελα μωρή να σου βρούμε έναν άνδρα, να σε ξεκουράσει, ν’ ακουμπήσεις κάπου…», της έλεγε το αφεντικό που τη γούσταρε απ’ ό,τι λέει.
Μόλις άκουγε η Μαρία κάτι τέτοιες προστατευτικές κουβέντες, συννέφιαζε το πρόσωπό της, τα μεγάλα, όλο φωτιά μάτια της μίκραιναν, το πολύ λεπτό μελαχρινό τριχάκι της σηκώνονταν ολόρθο, τα χείλη της έτρεμαν αγριεμένα και βρυχιόταν σαν αγρίμι: «Εχω μωρέ άνδρα, έχω… δε θέλω κανένα σας. Εχω το γιό μου».
Ζει κι αυτός πέρα από τις γραμμές του τρένου. Ορφανός από πατέρα από έξι χρονών. Πολλοί θυμούνται ακόμη το απροσδόκητο εκείνο ατύχημα, στο Λιμάνι του Πειραιά, όταν η άγκυρα ενός γιγάντιου κρουαζιερόπλοιου ξέφυγε κι έπεσε με ορμή πάνω στο ρυμουλκό, που το μανούβραρε για να το δέσει. Το τσάκισε! Ο λιμενεργάτης που βρέθηκε λιωμένος κάτω από την άγκυρα ήταν ο πατέρας του. Η χήρα μάνα του, μια όμορφη μαυρομάτα Μικρασιάτισσα, τον μεγάλωσε ολομόναχη. Οι σκάλες σ’ όλα τα δημοτικά και γυμνάσια του Πειραιά και μετά στον Ο.Λ.Π. την ξέρουν απέξω κι ανακατωτά. Μετά έκανε τη λαντζέρισσα στο Τουρκολίμανο. Εκεί την πρωτογνώρισα.
Πολλοί προσφέρθηκαν να τη βοηθήσουν. Μα αυτή ακατάδεκτη, πεισματάρα, άπιαστη, χαίρονταν την υπερήφανη μοναξιά της κι έλεγε με νόημα στο αφεντικό της, το Νίκο Τζερεφό: «Κανείς κερατάς δε θα μου πιάσει τον κώλο. Τα χέρια μου να ’ναι καλά!».
Οσοι απελπίστηκαν περιμένοντας να της πιάσουν τον κώλο, άρχισαν σιγά σιγά να της κάνουν πιο σοβαρές προτάσεις. Οχι μόνον κάτι ρέμπελοι γλεντζέδες και χαρτοπαίκτες που ερεθίζονταν βλέποντας μια τόσο όμορφη γυναίκα να φεύγει από τα μαγαζιά στις δύο και τρεις το βράδυ, αυστηρή κι επίσημη, για το σπίτι της, λες και πήγαινε στην πρωινή λειτουργία. Μα και άνθρωποι που στέκονταν καλά στα πόδια τους, ακόμη και πετυχημένοι στις δουλειές τους. «Ελα μωρή να σου βρούμε έναν άνδρα, να σε ξεκουράσει, ν’ ακουμπήσεις κάπου…», της έλεγε το αφεντικό που τη γούσταρε απ’ ό,τι λέει.
Μόλις άκουγε η Μαρία κάτι τέτοιες προστατευτικές κουβέντες, συννέφιαζε το πρόσωπό της, τα μεγάλα, όλο φωτιά μάτια της μίκραιναν, το πολύ λεπτό μελαχρινό τριχάκι της σηκώνονταν ολόρθο, τα χείλη της έτρεμαν αγριεμένα και βρυχιόταν σαν αγρίμι: «Εχω μωρέ άνδρα, έχω… δε θέλω κανένα σας. Εχω το γιό μου».
Ετσι έλεγε, μα όλοι οι άνδρες πίστευαν πως δεν μπορεί… κάτι, κάτι κρύβει στην προσωπική της ζωή… κάποιο μυστικό υπάρχει… κάποιος άνδρας, δεν μπορεί, δε γίνεται τέτοια γυναίκα και να τα βγάζει μόνη της. Κι έτσι συνέχισαν να της την πέφτουν… μα πάντα άγαρμπα.
Πείσμα το πείσμα, δουλειά τη δουλειά, τα χρόνια πέρασαν –ούτε που το κατάλαβε, λέει η Μαρία- μεγάλωσε το γιό της, τον σπούδασε στο Πολυτεχνείο, έφτιαξε κι ένα δικό της συνεργείο καθαρισμού με κάτι Βορειοηπειρώτισσες, άρχισε να κάνει οικονομίες και τώρα τα φετινά Χριστούγεννα την περιμένει μια μεγάλη διπλή χαρά.
«Επιτέλους», μου είπε, «δικαιώνονται οι κόποι όλης της ζωής μου. Φεύγουμε από την ποντικότρυπα που ζήσαμε στα Καμίνια, πήραμε διαμέρισμα. Κι ο Μιχάλης που προσελήφθηκε με μισθό μηχανικού παραγωγής, εδώ απέναντι στην Πειραιώς, στο φιλτράρισμα των λαδιών, στην “Ελαϊς”… κι ας έχει ένα χρόνο ακόμη να τελειώσει τους χημικούς μηχανικούς στο Πολυτεχνείο. Επιτέλους γέλασε το χείλι μου. Αυτά είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα μου εδώ και δεκαοχτώ χρόνια, από τότε που έχασα τον άνδρα μου…». Ετσι μου ‘πε πριν μια βδομάδα η Μαρία Τζανή κι είδα από κοντά πόσο πιο τραβηχτική και ζεστή έγινε η παλιά άγρια ομορφιά της χήρας, τώρα που σαραντάρισε.
Ομως, ο γιος της ο Μιχάλης, παραμονή Χριστουγέννων το απογευματάκι ένιωθε πολύ παράξενα. Δεν καταλάβαινε γιατί βρέθηκε πεσμένος, τέτοια μάλιστα ώρα, δίπλα στα φανάρια, έξω από την “Ελαϊς”, εκεί που διασταυρώνεται η Πειραιώς με τον κάθετο δρόμο που οδηγεί στο γήπεδο Καραϊσκάκη. «Παράξενο, παράξενο», συλλογίστηκε. «Κι αυτό το βουητό στ’ αυτιά μου, κι αυτή η ζαλάδα… τι στο καλό;..». Ομως ξεκίνησε απορημένος μα χαρούμενος για το σπίτι με τον πρώτο μισθό και το δώρο στην τσέπη.
Πέρασε στην Πειραιώς απέναντι και στην αρχή της Δωδεκανήσου, στο δρόμο που οδηγεί στην πλατεία στα Καμίνια, βλέπει δύο γειτόνισσες του, τη Βάσω και την Ελένη –η Βάσω ήταν συμμαθήτριά του- με κάπως σκεφτικό και περίλυπο ύφος. «Για πού το βάλατε ρε κορίτσια;», λέει με όσο πιο χαρούμενο ύφος μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Μα αυτές σταμάτησαν απότομα, κοίταξαν καταπάνω του, γούρλωσαν τα μάτια τους κι έντρομες και κατάπληκτες ξεφώνισαν: «Παναγιά μου, Παναγιά μου!» και το ‘βαλαν στα πόδια.
Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του. Τέτοια ακατανόητη και προσβλητική συμπεριφορά από τόσο οικεία πρόσωπα! Ασε που η Βάσω τον ζαχάρωνε και για γαμπρό! «Τι στο διάολο; Τρελάθηκαν… Χριστουγεννιάτικα; Καλά και οι δυο μαζί;». Ετσι μονολογούσε ο Μιχάλης. Ομως προχωρεί παρακάτω στη Δωδεκανήσων, μη βγάζοντας βέβαια άκρη από τα όσα του συνέβαιναν μέχρι στιγμής αυτό το γιορτινό απόγευμα.
Στο φούρνο κοντοστάθηκε να κάνει τη συνηθισμένη καζούρα στον Αντώνη, έναν άρρωστο Ολυμπιακάκια και μόνιμο ασυμφιλίωτο εχθρό του εκάστοτε προπονητή της ομάδας. «Τι έγινε ρε νούμερα πάλι ισοπαλία στο Καραϊσκάκη;», του φωνάζει γελαστά. Μα ο Ανέστης που πάντα αγαπούσε και θαύμαζε τον Μιχάλη, ήτανε βλέπετε το καμάρι της γειτονιάς, κερώνει, κομπιάζει, τα χριστουγεννιάτικα τσουρέκια πέφτουν από τα χέρια του, οπισθοχωρεί έντρομος, μια γνωστή γειτόνισσά του που διάλεγε κουραμπιέδες σταυροκοπιέται και το βάζει στα πόδια…
Οπως έφευγε πέφτει πάνω στο λαχειοπώλη, τον Πεπίτο, ένα αλαφροΐσκιωτο ψώνιο που τον πειράζουν όλοι στα Καμίνια για να περάσουν την ώρα τους. «Δώσε ρε Πεπίτο ένα Κρατικό Λαχείο μπας κι αλλάξει η τύχη μας». Μα ο Πεπίτο κλαίει μ’ αναφιλητά πέφτει στα γόνατα στο πεζοδρόμιο και προσεύχεται ξεφωνίζοντας ικετευτικά προς τη Μαρία που ξεγεννά απόψε, όπως και δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, το δικό της γιο. Ο Μιχάλης πάγωσε… «Κάτι συμβαίνει με μένα σήμερα…», είπε. «Μα τι; Ας πάω σπίτι να δω τι γίνεται. Ολοι τρέμουν από φόβο και φεύγουν μόλις ακούσουν τη φωνή μου… Ολοι…».
Στην πλατεία βλέπει το Χρίστο, τον ταξιτζή, που ήταν και τριτεξάδελφός του από το σόι του πατέρα του… «Ρε Χρίστο, πέταξέ με σπίτι γιατί βιάζομαι, κάτι τρέχει με μένα… Φοβάμαι μην έπαθε τίποτα η μάνα μου!». Μα ο Χρίστος τινάζεται, ορμά μέσα στο ταξί, κλείνει σαν κυνηγημένος με πάταγο την πόρτα, βάζει μπροστά ξέφρενος τη μηχανή, μαρσάρει, πατάει γκάζι και χάνεται σαν τρελός στα λασπωμένα σοκάκια της συνοικίας.
Ο Μιχάλης έχει καταρρεύσει πια. Σέρνεται… Μια παγωνιά κρυσταλλιάζει το αίμα του, τα μέλη του. Κάτι συνταρακτικό, κάτι φρικιαστικό πρέπει να συμβαίνει μ’ αυτόν, μα δεν ξέρει τι. Ο κόσμος που τόσο αγάπησε, τον προσπερνά βιαστικός, φορτωμένος με τα χριστουγεννιάτικά ψώνιά του. Το παλικάρι που το όνομά του ψιθύριζαν οι φτωχές μάνες σαν παράδειγμα στα παιδιά τους για να διαβάζουν και τα κορίτσια της συνοικίας του χάριζαν τα πρώτα χτυποκάρδια τους και τα ερεθιστικά τους γελάκια, το ορφανό που ανάστησε η όμορφη χήρα μάνα του, η πλύστρα, η Μαρία, ο αριστούχος φοιτητής του Πολυτεχνείου που δούλευε στην τρίτη βάρδια στα λάδια και στις μαργαρίνες της “Ελαϊς”, αυτός που μέχρι χθες όλοι στη γειτονιά ξεμύτιζαν από τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών τους και συναγωνίζονταν ποιος θα τον πρωτοχαιρετήσει, αυτός ο ανοιχτόκαρδος νέος, που όταν έπαιζαν τα πιτσιρίκια δίτερμα στο δρόμο, αυθόρμητα και χαρούμενα, διέκοπταν το παιχνίδι τους και του έκαναν ωραίες πλασσαριστές μπαλιές για μερικά βιαστικά σουτ, τώρα… τώρα… τι παράξενο… μόλις ακούσουν τη φωνή του μανταλώνουν τις πόρτες και τα παράθυρά τους ή το βάζουν στα πόδια αλαφιασμένοι.
Τώρα μόνος, ολομόναχος, παραμονή Χριστουγέννων, τρομαγμένος… όπως τότε, όταν εξάχρονο αγοράκι ένιωσε από τις σπαραχτικές κι αλλόκοτες κραυγές που έβγαζαν οι γειτόνισσες το σκοτωμό του πατέρα του. Οπως και τότε, έτσι και τώρα, αποζητούσε απελπισμένα τη μάνα του. Ομως βιάζονταν πολύ και σκέφτηκε να τηλεφωνήσει αμέσως στο σπίτι του. Μπήκε στην ταβέρνα του “Τηγανέλου”… που είχε κρεμαστό τηλέφωνο στον τοίχο για το κοινό… Ομως στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν η φωνή της μάνας του. «Παράξενο κι αυτό», σκέφτηκε ανήσυχος. Η γυναικεία φωνή που του απάντησε έμοιαζε με μιας ξαδέλφης της μάνας του που έμενε στα Ταμπούρια. «Δώστε μου τη Μαρία», έτσι έλεγε πάντα τη μάνα του. «Δεν μπορεί τώρα… Καταλαβαίνετε, ετοιμάζεται για την εκκλησία, για την κηδεία του γιου της…», είπε η γυναίκα… «Τι, πώς;», ψιθύρισε ο Μιχάλης. Κι ένας στριγγλιάρικος ήχος ακούστηκε στην ταβέρνα καθώς έπεσε απότομα ο δέκτης του τηλεφώνου και στροβιλίζονταν στον αέρα. Ο ταβερνιάρης γύρισε και κοίταξε το τηλέφωνο που τινάζονταν σαν εκκρεμές στον αέρα, μα δεν είδε κανέναν. «Τι διάολο», είπε, «μόνο του έπεσε;».
Ο περιπτεράς στην πλατεία, στα Καμίνια, ισχυρίστηκε αμέσως μετά ότι είδε μια εφημερίδα του να ξεκρεμιέται απότομα μόνη της, να μένει ακίνητη για μισό λεπτό στον αέρα, λες και τη διάβαζε ένας αόρατος αναγνώστης κι ύστερα εκσφενδονίστηκε με οργή μακριά κι έπεσε στα βροχόνερα του δρόμου.
Στο μουσκεμένο πρωτοσέλιδό της μπορούσες να διαβάσεις: «Μία Πόρσε παρέσυρε και σκότωσε στην Πειραιώς τον φοιτητή Μιχάλη Τζανή, που σχόλαγε από την “Ελαϊς”, με το δώρο Χριστουγέννων στην τσέπη. Ο οδηγός της Πόρσε, γιος γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας του Πειραιά, που πέρασε με κόκκινο και ιλιγγιώδη ταχύτητα, εγκατέλειψε το θύμα του αβοήθητο μες στο ανοδικό ρεύμα στην Πειραιώς».
Το παράλογο δεν βρίσκεται στην αφήγηση αυτής της παράξενης χριστουγεννιάτικης ιστορίας. Το παράλογο βρίσκεται στον κόσμο που ζούμε…
Πείσμα το πείσμα, δουλειά τη δουλειά, τα χρόνια πέρασαν –ούτε που το κατάλαβε, λέει η Μαρία- μεγάλωσε το γιό της, τον σπούδασε στο Πολυτεχνείο, έφτιαξε κι ένα δικό της συνεργείο καθαρισμού με κάτι Βορειοηπειρώτισσες, άρχισε να κάνει οικονομίες και τώρα τα φετινά Χριστούγεννα την περιμένει μια μεγάλη διπλή χαρά.
«Επιτέλους», μου είπε, «δικαιώνονται οι κόποι όλης της ζωής μου. Φεύγουμε από την ποντικότρυπα που ζήσαμε στα Καμίνια, πήραμε διαμέρισμα. Κι ο Μιχάλης που προσελήφθηκε με μισθό μηχανικού παραγωγής, εδώ απέναντι στην Πειραιώς, στο φιλτράρισμα των λαδιών, στην “Ελαϊς”… κι ας έχει ένα χρόνο ακόμη να τελειώσει τους χημικούς μηχανικούς στο Πολυτεχνείο. Επιτέλους γέλασε το χείλι μου. Αυτά είναι τα καλύτερα Χριστούγεννα μου εδώ και δεκαοχτώ χρόνια, από τότε που έχασα τον άνδρα μου…». Ετσι μου ‘πε πριν μια βδομάδα η Μαρία Τζανή κι είδα από κοντά πόσο πιο τραβηχτική και ζεστή έγινε η παλιά άγρια ομορφιά της χήρας, τώρα που σαραντάρισε.
Ομως, ο γιος της ο Μιχάλης, παραμονή Χριστουγέννων το απογευματάκι ένιωθε πολύ παράξενα. Δεν καταλάβαινε γιατί βρέθηκε πεσμένος, τέτοια μάλιστα ώρα, δίπλα στα φανάρια, έξω από την “Ελαϊς”, εκεί που διασταυρώνεται η Πειραιώς με τον κάθετο δρόμο που οδηγεί στο γήπεδο Καραϊσκάκη. «Παράξενο, παράξενο», συλλογίστηκε. «Κι αυτό το βουητό στ’ αυτιά μου, κι αυτή η ζαλάδα… τι στο καλό;..». Ομως ξεκίνησε απορημένος μα χαρούμενος για το σπίτι με τον πρώτο μισθό και το δώρο στην τσέπη.
Πέρασε στην Πειραιώς απέναντι και στην αρχή της Δωδεκανήσου, στο δρόμο που οδηγεί στην πλατεία στα Καμίνια, βλέπει δύο γειτόνισσες του, τη Βάσω και την Ελένη –η Βάσω ήταν συμμαθήτριά του- με κάπως σκεφτικό και περίλυπο ύφος. «Για πού το βάλατε ρε κορίτσια;», λέει με όσο πιο χαρούμενο ύφος μπορούσε εκείνη τη στιγμή. Μα αυτές σταμάτησαν απότομα, κοίταξαν καταπάνω του, γούρλωσαν τα μάτια τους κι έντρομες και κατάπληκτες ξεφώνισαν: «Παναγιά μου, Παναγιά μου!» και το ‘βαλαν στα πόδια.
Ο Μιχάλης δεν μπορούσε να πιστέψει τα μάτια του. Τέτοια ακατανόητη και προσβλητική συμπεριφορά από τόσο οικεία πρόσωπα! Ασε που η Βάσω τον ζαχάρωνε και για γαμπρό! «Τι στο διάολο; Τρελάθηκαν… Χριστουγεννιάτικα; Καλά και οι δυο μαζί;». Ετσι μονολογούσε ο Μιχάλης. Ομως προχωρεί παρακάτω στη Δωδεκανήσων, μη βγάζοντας βέβαια άκρη από τα όσα του συνέβαιναν μέχρι στιγμής αυτό το γιορτινό απόγευμα.
Στο φούρνο κοντοστάθηκε να κάνει τη συνηθισμένη καζούρα στον Αντώνη, έναν άρρωστο Ολυμπιακάκια και μόνιμο ασυμφιλίωτο εχθρό του εκάστοτε προπονητή της ομάδας. «Τι έγινε ρε νούμερα πάλι ισοπαλία στο Καραϊσκάκη;», του φωνάζει γελαστά. Μα ο Ανέστης που πάντα αγαπούσε και θαύμαζε τον Μιχάλη, ήτανε βλέπετε το καμάρι της γειτονιάς, κερώνει, κομπιάζει, τα χριστουγεννιάτικα τσουρέκια πέφτουν από τα χέρια του, οπισθοχωρεί έντρομος, μια γνωστή γειτόνισσά του που διάλεγε κουραμπιέδες σταυροκοπιέται και το βάζει στα πόδια…
Οπως έφευγε πέφτει πάνω στο λαχειοπώλη, τον Πεπίτο, ένα αλαφροΐσκιωτο ψώνιο που τον πειράζουν όλοι στα Καμίνια για να περάσουν την ώρα τους. «Δώσε ρε Πεπίτο ένα Κρατικό Λαχείο μπας κι αλλάξει η τύχη μας». Μα ο Πεπίτο κλαίει μ’ αναφιλητά πέφτει στα γόνατα στο πεζοδρόμιο και προσεύχεται ξεφωνίζοντας ικετευτικά προς τη Μαρία που ξεγεννά απόψε, όπως και δύο χιλιάδες χρόνια τώρα, το δικό της γιο. Ο Μιχάλης πάγωσε… «Κάτι συμβαίνει με μένα σήμερα…», είπε. «Μα τι; Ας πάω σπίτι να δω τι γίνεται. Ολοι τρέμουν από φόβο και φεύγουν μόλις ακούσουν τη φωνή μου… Ολοι…».
Στην πλατεία βλέπει το Χρίστο, τον ταξιτζή, που ήταν και τριτεξάδελφός του από το σόι του πατέρα του… «Ρε Χρίστο, πέταξέ με σπίτι γιατί βιάζομαι, κάτι τρέχει με μένα… Φοβάμαι μην έπαθε τίποτα η μάνα μου!». Μα ο Χρίστος τινάζεται, ορμά μέσα στο ταξί, κλείνει σαν κυνηγημένος με πάταγο την πόρτα, βάζει μπροστά ξέφρενος τη μηχανή, μαρσάρει, πατάει γκάζι και χάνεται σαν τρελός στα λασπωμένα σοκάκια της συνοικίας.
Ο Μιχάλης έχει καταρρεύσει πια. Σέρνεται… Μια παγωνιά κρυσταλλιάζει το αίμα του, τα μέλη του. Κάτι συνταρακτικό, κάτι φρικιαστικό πρέπει να συμβαίνει μ’ αυτόν, μα δεν ξέρει τι. Ο κόσμος που τόσο αγάπησε, τον προσπερνά βιαστικός, φορτωμένος με τα χριστουγεννιάτικά ψώνιά του. Το παλικάρι που το όνομά του ψιθύριζαν οι φτωχές μάνες σαν παράδειγμα στα παιδιά τους για να διαβάζουν και τα κορίτσια της συνοικίας του χάριζαν τα πρώτα χτυποκάρδια τους και τα ερεθιστικά τους γελάκια, το ορφανό που ανάστησε η όμορφη χήρα μάνα του, η πλύστρα, η Μαρία, ο αριστούχος φοιτητής του Πολυτεχνείου που δούλευε στην τρίτη βάρδια στα λάδια και στις μαργαρίνες της “Ελαϊς”, αυτός που μέχρι χθες όλοι στη γειτονιά ξεμύτιζαν από τις πόρτες των σπιτιών και των μαγαζιών τους και συναγωνίζονταν ποιος θα τον πρωτοχαιρετήσει, αυτός ο ανοιχτόκαρδος νέος, που όταν έπαιζαν τα πιτσιρίκια δίτερμα στο δρόμο, αυθόρμητα και χαρούμενα, διέκοπταν το παιχνίδι τους και του έκαναν ωραίες πλασσαριστές μπαλιές για μερικά βιαστικά σουτ, τώρα… τώρα… τι παράξενο… μόλις ακούσουν τη φωνή του μανταλώνουν τις πόρτες και τα παράθυρά τους ή το βάζουν στα πόδια αλαφιασμένοι.
Τώρα μόνος, ολομόναχος, παραμονή Χριστουγέννων, τρομαγμένος… όπως τότε, όταν εξάχρονο αγοράκι ένιωσε από τις σπαραχτικές κι αλλόκοτες κραυγές που έβγαζαν οι γειτόνισσες το σκοτωμό του πατέρα του. Οπως και τότε, έτσι και τώρα, αποζητούσε απελπισμένα τη μάνα του. Ομως βιάζονταν πολύ και σκέφτηκε να τηλεφωνήσει αμέσως στο σπίτι του. Μπήκε στην ταβέρνα του “Τηγανέλου”… που είχε κρεμαστό τηλέφωνο στον τοίχο για το κοινό… Ομως στην άλλη άκρη της γραμμής δεν ήταν η φωνή της μάνας του. «Παράξενο κι αυτό», σκέφτηκε ανήσυχος. Η γυναικεία φωνή που του απάντησε έμοιαζε με μιας ξαδέλφης της μάνας του που έμενε στα Ταμπούρια. «Δώστε μου τη Μαρία», έτσι έλεγε πάντα τη μάνα του. «Δεν μπορεί τώρα… Καταλαβαίνετε, ετοιμάζεται για την εκκλησία, για την κηδεία του γιου της…», είπε η γυναίκα… «Τι, πώς;», ψιθύρισε ο Μιχάλης. Κι ένας στριγγλιάρικος ήχος ακούστηκε στην ταβέρνα καθώς έπεσε απότομα ο δέκτης του τηλεφώνου και στροβιλίζονταν στον αέρα. Ο ταβερνιάρης γύρισε και κοίταξε το τηλέφωνο που τινάζονταν σαν εκκρεμές στον αέρα, μα δεν είδε κανέναν. «Τι διάολο», είπε, «μόνο του έπεσε;».
Ο περιπτεράς στην πλατεία, στα Καμίνια, ισχυρίστηκε αμέσως μετά ότι είδε μια εφημερίδα του να ξεκρεμιέται απότομα μόνη της, να μένει ακίνητη για μισό λεπτό στον αέρα, λες και τη διάβαζε ένας αόρατος αναγνώστης κι ύστερα εκσφενδονίστηκε με οργή μακριά κι έπεσε στα βροχόνερα του δρόμου.
Στο μουσκεμένο πρωτοσέλιδό της μπορούσες να διαβάσεις: «Μία Πόρσε παρέσυρε και σκότωσε στην Πειραιώς τον φοιτητή Μιχάλη Τζανή, που σχόλαγε από την “Ελαϊς”, με το δώρο Χριστουγέννων στην τσέπη. Ο οδηγός της Πόρσε, γιος γνωστής εφοπλιστικής οικογένειας του Πειραιά, που πέρασε με κόκκινο και ιλιγγιώδη ταχύτητα, εγκατέλειψε το θύμα του αβοήθητο μες στο ανοδικό ρεύμα στην Πειραιώς».
Το παράλογο δεν βρίσκεται στην αφήγηση αυτής της παράξενης χριστουγεννιάτικης ιστορίας. Το παράλογο βρίσκεται στον κόσμο που ζούμε…
Μίμης Ανδρουλάκης