Τετάρτη, Δεκεμβρίου 12, 2007

Ο μικρός Νικολάκης

Είμαι ένα μικρό παιδάκι
που το λένε Νικολάκη
ζω στη Νέα Φιλαδέλφεια
με γονείς, παππού κι αδέλφια

Η μανούλα μου η Εφη
είναι πάντα μ’ ένα ντέφι
τραγουδάει στα μπουζούκια
σ’ ένα κέντρο στα Παλούκια

Τον πατέρα μου Λευτέρη
πάνω σ’ ένα νταλαβέρι
τον επιάσαν στη Σητεία
μες στη χασισοφυτεία

Ευτυχώς που η μανούλα
είχε κρύψει μια σακούλα
και θα την πουλήσει τώρα
για να μου αγοράσει δώρα

Η αδελφή μου η Κατερίνα
είναι εδώ και ένα μήνα
καθαρίστρια στο Δήμο
και τα έχει μ’ ένα emo

Τρώει μόνο σοκοφρέτα
για να κάνει σιλουέτα
κι έχει πάθει από την πόζα
ανορέξια νευρόζα

Ο μεγάλος αδελφός μου
είναι τύπος του υποκόσμου
κι έχει σχέσεις με κοπέλες
που μου φαίνονται τραβέλες

Πάει και στο γυμναστήριο
παίζει στο χρηματιστήριο
είναι και πολύ λαμόγιο
με καλό πελατολόγιο

Τέλος ο παππούς ο Τάκης
είναι ίδιος Μητσοτάκης
και χαλάει όλα τα φράγκα
σε Ρωσίδες και viagra

Ετσι ζω στη γειτονιά μου
με την οικογένειά μου
με μια μπουζουκτσού μητέρα
κι ένα χασικλή πατέρα

Ομως δεν το βάζω κάτω
ούτε έχω πιάσει πάτο
και στην τάξη κάθε χρόνο
παίρνω άριστα με τόνο

Είμαι ένα μικρό παιδάκι
που το λένε Νικολάκη
Θεέ μου, πόσο άλλα αντ’ άλλων

είναι ο κόσμος των μεγάλων
(11/12, Παγκόσμια Ημέρα του Παιδιού)
Γιώργος Παυριανός
"ATHENS VOICE"
6~12 Δεκεμβρίου 2007

Σάββατο, Νοεμβρίου 03, 2007

Καταναλωτική συμπεριφορά

Το να αγοράζεις κάτι που σου χρειάζεται είναι το πιο λογικό πράγμα στον κόσμο. Οταν όμως εκείνο που σου χρειάζεται περισσότερο από όλα είναι το status (διότι αυτό αισθάνεσαι να σου λείπει), τότε είσαι διατεθειμένος να πληρώσεις όσο-όσο, αφού πρόκειται για κάτι που στα μάτια σου μοιάζει τόσο πολύτιμο όσο ο αέρας.
Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η διαφορά ανάμεσα στην καταναλωτική συμπεριφορά ενός αρχοντοχωριάτη και ενός συνειδητοποιημένου καταναλωτή. Δηλαδή, ένας συνειδητοποιημένος καταναλωτής δεν θα ντραπεί (όσα χρήματα και να έχει) να μποϊκοτάρει ένα προϊόν που πωλείται παράλογα ακριβά, βασισμένος στην αρχή της προσφοράς και της ζήτησης. Θα αρνηθεί να το αγοράσει.
Αντίθετα, ο αρχοντοχωριάτης καταναλωτής, έχοντας μέσα του τα επαρχιακά κατάλοιπα του «τι θα πει ο κόσμος», θα ντραπεί μήπως και δεν τον θεωρήσουν επαρκώς κιμπάρη. Εξοπλισμένος με το ταξικό “μαγικό φίλτρο” που ονομάζεται πιστωτική κάρτα (δηλαδή με χρήμα που δεν του ανήκει), θα κοροϊδέψει «τους μίζερους Ευρωπαίους που αγοράζουν το καρπούζι με τις φέτες» (αντί να αγοράσουν ένα ολόκληρο και μετά να το πετάξουν), θα σπεύσει να πάρει τις καινούργιες “trendy” μπότες των 500 ευρώ ή να καθίσει στο café που κοστολογεί (και δικαίωμά του) τον cappuccino 5 ευρώ. Και στη συνέχεια ο ίδιος θα καταγγείλει «το κράτος που δεν τον προστατεύει από τους κακούς κερδοσκόπους και τον αφήνει να γονατίσει από τα χρέη».
Ετσι κι αλλιώς, η καταγγελία και η γκρίνια ήταν πάντα ο πιο εύκολος τρόπος να αποποιηθείς τις ευθύνες σου και να τις ρίξεις στην «κακούργα την κοινωνία». Πράγμα που έτσι κι αλλιώς είναι η μεγαλύτερη βλαχιά από όλες.

Νίκος Ζαχαριάδης
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "BIG FISH"
14 Οκτωβρίου 2007

Σάββατο, Οκτωβρίου 13, 2007

Αποδείχθηκε... γάτα

Το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και η μητρική αγάπη δεν είναι μόνο ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η συγκινητική προσπάθεια μιας γάτας να σώσει τα τέσσερα μικρά της από την πυρκαγιά έγινε θέμα συζήτησης στην Ακτή Νηρέως στην Εύβοια.
Το υπόγειο του σπιτιού του κ. Δ.Κ. κάηκε ολοσχερώς. Ο ίδιος και η σύζυγός του μόλις διαπίστωσαν πως απειλούνταν από την πύρινη λαίλαπα που κατευθυνόταν προς αυτούς με ιλιγγιώδη ταχύτητα εκκένωσαν το σπίτι. Ξέχασαν όμως να πάρουν μαζί τους την τρίχρονη γάτα τους με τα τέσσερα μικρά της.
«Τρέχαμε να σωθούμε και δεν την πήρα. Οσο όμως απομακρυνόμουν από το σπίτι, έριχνα ματιές προς τα πίσω και την έβλεπα να τα μεταφέρει ένα-ένα σε μια οικοδομή, απέναντι από το σπίτι μας. Είναι προφανές πως το ένστικτό της την οδήγησε στο υπόγειο της οικοδομής. Οταν πια επιστρέψαμε στο σπίτι, έκπληκτος είδα τη γάτα μου να μεταφέρει τα μικρά πίσω στο σπίτι μας. Κατάφερε να τα σώσει όλα».
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
9 Σεπτεμβρίου 2007

Σάββατο, Αυγούστου 04, 2007

Καταπατητής ή κοινωνικό πρόβλημα;

Είναι ζήτημα χρόνου. Αυτό που σήμερα ονομάζεται «βίλες-που-ξεφυτρώνουν-στα-καμένα», μόλις χτιστεί, θα αποκαλείται πλέον «περιουσίες-και-κόποι-μιας-ζωής».
Ξαφνικά, από τη στιγμή που θα αρχίσουν να κατοικούνται, θα αντιμετωπίζονται με συμπάθεια και θα απολαμβάνουν γενική ασυλία. Και κάθε φορά που οι ένοικοί τους θα ξαπλώνουν έξαλλοι μπροστά στις μπουλντόζες για να αποτρέψουν το γκρέμισμα ή κάθε φορά που θα διαμαρτύρονται μπροστά στις κάμερες γιατί τα living rooms τους έγιναν Μεσολόγγι από τις βροχές, θα βρίσκουν κατανόηση και συμπαράσταση, αφού πλέον θα ανήκουν στους "έχοντες". Αλλάζουν δηλαδή στρατόπεδο και από εκεί που ήθελαν να μπουν μέσα στο club, τώρα μπορούν να κοιτάζουν την "ουρά" στην οποία βρίσκονταν πριν από λίγο και να ζητούν από την "πόρτα" να είναι πιο αυστηρή και να μη βάζει μέσα τον καθένα.
Αλλωστε, τα αυθαίρετα εξοχικά είναι όπως η ονομασία της Μακεδονίας. Σιγά-σιγά απαλείφεται το πρώτο συστατικό της ονομασίας (η λέξη "αυθαίρετο") και μένει μόνο η λέξη "εξοχικό". Οπως και η λέξη "καταπατητής", αντικαθίσταται από τον όρο "κοινωνικό πρόβλημα". Και φυσικά, όταν κάποια στιγμή ο νεόκτιστος οικισμός της Πάρνηθας χρειαστεί "επέκταση", οπότε θα πρέπει να καεί και το διπλανό δάσος, οι τωρινοί έποικοι θα είναι οι πρώτοι που θα καταγγείλουν τον «παράλυτο κρατικό μηχανισμό» που αφήνει να χαθεί –ένας ακόμα- τελευταίος πνεύμονας πρασίνου και οι πρώτοι που θα θρηνήσουν για τα καμμένα ελαφάκια (πιθανότατα εγγόνια των καμμένων ελαφακίων που πριν λίγα χρόνια βοσκούσαν εκεί που τώρα στάζει το air condition τους).

Νίκος Ζαχαριάδης
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "BIG FISH"
8 Ιουλίου 2007

Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2007

Πολλοί ήρωες...

(...)
-Μια χώρα που έχει πολλούς ήρωες...
«Είναι μια κακά οργανωμένη χώρα.»
Λάκης Λαζόπουλος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "ΟΛΑ"
20 Μαΐου 2007

Σάββατο, Ιουνίου 23, 2007

To our friend, Tasos

Το λογότυπο είχε ψεκαστεί και πιτσιλιστεί με χρώματα όμοια με το ηλιοβασίλεμα στο Θερμαϊκό. Στη μέση του γκράφιτι το όνομα του φίλου, που αποχαιρετούσε την παρέα, στεκόταν στο ύψος του παρατηρητή σε θέση τέτοια ώστε οι ματιές των μπαικεράδων, των rollers και των skaters που περνούσαν μπροστά από το τοιχίο έπεφταν.
Ο Πέτρος περνούσε καθημερινά από κει. Το δικό του βλέμμα ποτέ δεν έφτανε τόσο ψηλά. Αλλωστε αυτός, ο πιο παλιός από όλους στο πάρκο του Φωκά, στην παραλία, γνώριζε καλά τον Τάσο. Ηταν μάλιστα εκεί όταν έφυγε. Τώρα εκεί, στη ράμπα του skating πίσω από την καντίνα, έχουν αλλάξει πολλά. Υπάρχει κι ένα καρτοτηλέφωνο δίπλα στο γήπεδο του τένις κι έτσι διευκολύνονται τα πάρε-δώσε με τον dealer. Την έχει αράξει στο πάρκο και μια συμμορία πιτσιρικάδων, ο μεγαλύτερος θα είναι περίπου 12 χρονώ και κάνει τα βράδια πιάτσα στο "Καψής". Κλέβουν ποδήλατα από τη γειτονιά και τα πουλούν μετά στα συνεργεία, στο Βαρδάρη. Οταν δεν έχει δουλειά, κάνουν το βαποράκι για το καινούριο αφεντικό του Κώστα.
Ο Πέτρος, σήμερα, δεν ένιωθε καλά. Ηταν κι αυτή η κωλοσχολή που έπρεπε να την τελειώσει. Το drug-story θα έπαιρνε σύντομα τέλος. Κάθησε στη γωνιά του και κοιτούσε ίσια μπροστά την κυκλική πίστα των skaters. Οι πιτσιρικάδες με τα φαρδιά παντελόνια πηδούσαν ασταμάτητα πάνω από τα τσιμεντένια σαμαράκια και προσγειώνονταν πάνω στις σανίδες τους. Δύο μικρές έκαναν rollers. Ο αέρας έπαιρνε τα μαλλιά τους, χάιδευε τα πόδια τους, ύστερα σερνόταν ύπουλα πάνω κάτω από τις λεπτές κοφτερές λεπίδες των μαύρων τους παπουτσιών.
Ενιωθε άρρωστος. Το στόμα του ήταν πικρό από το χάπι. Χρειαζόταν μια “γραμμή”. Ο Κώστας κάθησε δίπλα του. Εμοιαζε με τεράστια βρώμικη γάτα. Δυο νέοι θα έμπαιναν στο κόλπο σήμερα το βράδυ στο πάρτι της Αποθήκης. Ο Πέτρος θα ήταν εκεί με το “πράμα” και θα έκανε την πάσα ενώ θα έπαιζε ambient.
Αναψε τσιγάρο. Το πρωί, όποτε ξυπνούσε, έκανε το δημοσιογράφο σε μια τοπική εφημερίδα. Σήμερα, είχε μια συνέντευξη Τύπου για τα ναρκωτικά. Ο γενικός γραμματέας Νέας Γενιάς ανακοίνωσε ένα πρόγραμμα 300 ωρών στο οποίο θα εκπαιδεύονταν 500 άνεργοι επιστήμονες. Τα παιδιά ήταν χαρούμενα γιατί θα έπαιρναν την επιδότηση της ΕΟΚ και θα την έκαναν για το Δημόσιο ή κάποια υπηρεσία του Δήμου. Ολοι οι υπόλοιποι ήταν ακόμη πιο χαρούμενοι γιατί το όλο πρόγραμμα στοίχιζε συνολικά 610 εκατομμύρια, που έπρεπε να απορροφηθούν σε τέσσερις μήνες.
Ο Πέτρος γέλασε. Βγήκε αργά στο πάρκο. Στεκόταν τώρα κάπου στη μέση. Δεξιά του έβλεπε την ταμπέλα "Παιδότοπος του Φωκά", στημένη πάνω από το καρτοτηλέφωνο των dealers. Ο ήλιος γλιστρούσε αθόρυβα στο Θερμαϊκό, βούλιαζε στη βρωμερή θάλασσα τινάζοντας γύρω το αίμα του.
Ο Πέτρος τόλμησε μια στιγμή να κοιτάξει αριστερά. Το τεράστιο γκράφιτι υψωνόταν απειλητικό, καθώς τα χρώματά του έσβηναν στο σκοτάδι. «To our friend, Tasos».
Ελυσε τα μακριά του μαλλιά, τίναξε περήφανα το κεφάλι και τα έστειλε μακριά. Ηταν κι αυτά κόκκινα σαν το αίμα.
Στελλίνα Μαργαριτίδου
"ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" - "ΕΨΙΛΟΝ"
17 Δεκεμβρίου 1995

Κυριακή, Μαΐου 20, 2007

Το "μαγγανοπήγαδο"

«Και καταντά το αύριο πια
σαν αύριο να μη μοιάζει»

Κ.Π. Καβάφης
Θα προσπαθήσω να σας διηγηθώ σήμερα ένα περιστατικό που συνέβη πριν από χρόνια και του οποίου υπήρξα αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς. Το θυμήθηκα για κάποιο λόγο που δεν θα ‘θελα να τον συζητήσω. Είχε εντυπωθεί τότε στο μυαλό μου με τέτοια ένταση που μ’ έβαλε σε σκέψεις και νομίζω ότι και σας δεν θα σας αφήσει αδιάφορους, γιατί εξακολουθεί να διατηρεί το ενδιαφέρον του.
Ο κύριος Γιάννης και η κυρία Κούλα ήταν παντρεμένοι κοντά μια εικοσαετία και όλα αυτά τα χρόνια ήταν πάντα μαζί, αχώριστοι. Εμοιαζαν μονιασμένο αντρόγυνο. Τους έβλεπες παντού πλάι-πλάι, αλλά ένιωθες ότι ήταν πολύ μακριά ο ένας από τον άλλον.
Εκείνος δεν ήταν αντιπαθητικός ή άσχημος, μόλο που ο τύπος του ήταν κοινός. Ισως με τους φίλους του να ήταν ομιλητικός και κεφάτος. Εκείνη πάλι, θα μπορούσε να αρέσει σ’ έναν άνδρα και να ‘ναι ευχάριστη σε μια παρέα. Αλλά, να, κι οι δύο μαζί, ήταν σύζυγοι κι όσα είχαν να πουν μεταξύ τους τα είχαν ήδη πει και τα είχαν εξαντλήσει.
Θα μπορούσαν, ίσως, αν αποφάσιζαν να ομολογήσουν τι σκεπτόταν ο ένας για τον άλλον, να πουν μερικά πράγματα πολύ ενδιαφέροντα, που θα ήταν για τον καθένα μια αποκάλυψη. Αλλά αυτά τα κρατούσαν για τον εαυτό τους… Εκείνη πίστευε ότι ο άντρας της ήταν βαρετός, αδέξιος, αδιάφορος στις υποχρεώσεις του, ήταν και άβουλος. Τον αντιμετώπιζε με απαξιωτικό τρόπο και δεν παρέλειπε να του υπογραμμίζει τα λάθη και τις αδεξιότητές του. Εκείνος έβλεπε στη γυναίκα του μια αυταρχική και απαιτητική σύζυγο, αλλά υπέμενε μοιρολατρικά τη συμβίωση μαζί της.
Στο καφενεδάκι του μικρού γραφικού χωριού όπου τους συνάντησα εκείνη την Κυριακή, κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον χωρίς να λένε λέξη μεταξύ τους. Ηταν σαν ξένοι. Σε μια στιγμή η κυρία Κούλα είπε στον άνδρα της:
- Κοίταξε αυτό το άλογο, που βγάζει νερό από το παλιό μαγγανοπήγαδο. Τι όμορφο που είναι!
Ο κύριος Γιάννης κοίταξε εκεί που του υπέδειξε η γυναίκα του. Και είδε. Μηχανικά έριξα και εγώ το βλέμμα μου στο σημείο εκείνο. Ηταν ένα μεγάλο περιβόλι, στο κέντρο του οποίου υπήρχε ένα πηγάδι. Γύρω του γυρνούσε δεμένο ένα γέρικο κοκαλιάρικο άλογο, με παρωπίδες στο κεφάλι. Γυρνούσε, γυρνούσε με ένα ύφος υποταγμένο και μοιρολατρικό, σαν να ήθελε να πει, μ’ αυτό το ύφος, ότι ήξερε πως αυτή είναι η δουλειά του και πως καμία άλλη δεν είχε να περιμένει στη ζωή του.
Ολο δεμένο στο πηγάδι θα ήταν κι όλο θα γύριζε γύρω-γύρω, κάνοντας χιλιόμετρα κάθε μέρα στον ίδιο τόπο. Ο μονότονος θόρυβος του παλιού μαγγανοπήγαδου ακουγόταν σαν θλιβερή μουσική μέσα στην ήρεμη ατμόσφαιρα του μικρού απομακρυσμένου χωριού. «Γκρρρ… γκρρρ… γκρρρ… γκρρρ» και τίποτ’ άλλο.
Ο κύριος Γιάννης αφαιρέθηκε κι έμεινε πολλή ώρα κοιτάζοντας το άλογο που γύριζε στο μαγγανοπήγαδο.
Αυτό το μαγγανοπήγαδο έμοιαζε με τη ζωή του. Κι αυτός είναι το άλογο που γυρίζει ατελείωτα γύρω του. Κοιτούσε τους κουβάδες που ανέβαιναν σε ίσα διαστήματα ο ένας ύστερα από τον άλλον, άδειαζαν το νερό και κατέβαιναν από την άλλη μεριά. Σαν τις μέρες που κυλούν ίδιες και μονότονες πάντα, η μία ύστερα από την άλλη. Και η μία ίδια με την άλλη, όπως οι κουβάδες. «Γκρρρ… γκρρρ…». Ο μονότονος θόρυβος ίδιος πάντα, σαν μια και μοναδική νότα. Το μαγγανοπήγαδο. Η δουλειά, το σπίτι… Τα ίδια λόγια, οι ίδια ασχολίες, οι ίδιες γκρίνιες… «Γκρρρ… γκρρρ…». Τα λόγια της γυναίκας του, ίδια και μονότονα κι αυτά σαν μια και μοναδική φάλτσα νότα. Και οι κουβάδες να γυρίζουν. Ξύπνημα το πρωί, ο καφές, η δουλειά, ίδια δουλειά πάντα, ίδιοι άνθρωποι, ίδιες κουβέντες. Και μετά στο σπίτι… το φαΐ. Οι παρατηρήσεις για κάτι που ξέχασε ή δεν έφερε στο σπίτι. Και οι ίδιες κουβέντες πάντα, στερεότυπες σαν μαθημένες απ’ έξω. Τι έγινε στη δουλειά. Τα πράγματα που ακρίβυναν, οι λογαριασμοί που πρέπει να εξοφληθούν και κάτι άλλα τέτοια, πάντα τα ίδια, τα ίδια, τα ίδια. «Γκρρρ… γκρρρ…». Το μαγγανοπήγαδο… Κι ύστερα η Κυριακή! Η εκκλησία το πρωί, μαζί και οι δύο, το εξαιρετικό φαΐ το μεσημέρι, το κυριακάτικο γλυκό, η τηλεόραση και ύστερα το «πού θα πάμε σήμερα;»… Το μαγγανοπήγαδο… «Γκρρρ… γκρρρ…». Ολα ίδια, όλα. Τα λόγια, οι συνήθειες, οι σκέψεις, οι μέρες, οι εβδομάδες, οι μήνες, τα χρόνια. Και είναι είκοσι χρόνια τώρα έτσι. Είκοσι χρόνια είναι το άλογο που γυρίζει δεμένο γύρω από το πηγάδι κι ανεβάζει και κατεβάζει τους κουβάδες και κάνει χιλιόμετρα, μια ζωή ολόκληρη γύρω από το ίδιο κέντρο, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα έσκαζαν τα πρώτα μπουμπούκια της χειμωνιάτικης “άνοιξης”, το ρυάκι με το καθάριο νερό που τραγουδούσε στο πέρασμά του. Κι απάνω ο γαλάζιος ουρανός, πέρα οι γκριζοπράσινες σιλουέτες των βουνών…
Το καημένο το άλογο με τις παρωπίδες δεν έβλεπε τίποτα, με το κεφάλι κατεβασμένο στα λίγα μέτρα γης που “όργωνε” περπατώντας ατελείωτα.
Ο κύριος Γιάννης το κοιτούσε σαν υπνωτισμένος, σαν να είχε ταυτιστεί μαζί του. Για μια στιγμή σηκώθηκε και το πλησίασε. Εκείνο όλο γύριζε. «Γκρρρ… γκρρρ… γκρρρ…» αφοσιωμένο στη δουλειά του.
Εκείνη τη στιγμή πλησίασε και το αφεντικό του.
- Το έχεις καιρό σ’ αυτή τη δουλειά; τον ρώτησε ο κύριος Γιάννης.
- Εξι χρόνια!
- Εξι χρόνια!
(που είκοσι, θα συλλογίστηκε). Καλά, και δεν κουράζεται να κάνει όλο το ίδιο έξι χρόνια;
- Μπα, έχει συνηθίσει! Ετσι και το δέσω τώρα, θα αρχίσει μόνο του να γυρίζει χωρίς να του πω. Και δεν θα σταματήσει αν δεν το σταματήσω εγώ… Συνήθεια φίλε.
Ο κύριος Γιάννης πήγε κοντά στο άλογο. Του χάιδεψε τις κοκαλιασμένες πλάτες, το σκυφτό κεφάλι κι ακούμπησε το μάγουλό του στο δικό του…
Σε μια στιγμή τα μάτια του θόλωσαν. Καημένο άλογο. Να κατάλαβε άραγε πως είχε έναν αδελφό κοντά του; Πρέπει να κατάλαβε γιατί κούνησε το κεφάλι του δύο φορές.
Ο κύριος Γιάννης ξαναγύρισε σκεφτικός στη γυναίκα του. Φαινόταν ότι στο μυαλό του είχε το παλιό μαγγανοπήγαδο, το γέρικο άλογο και τους κουβάδες που ανεβοκατέβαιναν, ενώ στ’ αυτιά του θ’ αντηχούσε το μονότονο μούγκρισμα… «Γκρρρ… γκρρρ…».
Πλήρωσε το λογαριασμό του καφενείου κι ύστερα πλησίασε τη γυναίκα του που είχε προχωρήσει και τον περίμενε. Και χωρίς να μιλάνε, πλάι-πλάι, σαν δύο κατάδικοι δεμένοι με την ίδια αλυσίδα, κατηφόρισαν το δρομάκι του γραφικού χωριού, προς το αυτοκίνητό τους…
Εχω ακόμα την εικόνα τους στη σκέψη μου. Την εικόνα ενός ζευγαριού από τα τόσα που είναι ζωσμένα στο “μαγγανοπήγαδο”.

Νίκος Νάκος
"ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ"
18 Μαρτίου 2007

Δευτέρα, Απριλίου 09, 2007

Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, έχουν χώρο για όνειρα

(…)
-Τώρα πια, θα πηγαίνατε να ζήσετε στην Πάρο;
«Μα περισσότερο είμαι εκεί παρά εδώ. Τώρα ήρθα. Τόσο πολύ μάλιστα που αναρωτιόνται. Αλλος λεει ότι αρρώστησα, άλλος ότι είμαι ερωτευμένος. Λένε διάφορα... Αυτά τα κατινίστικα. Δεν απαντώ όμως, αδιαφορώ, περνάω τόσο ωραία όταν είμαι κάτω, με τα φιλαράκια, τους συμμαθητές, με τις μυρουδιές, τα ψαρέματά μου. Πρώτα απ’ όλα κερδίζω χρόνο γιατί δεν βλέπω καθόλου τηλεόραση. Το μόνο που κάνω είναι να διαβάζω. Ή κάθομαι και γράφω, μ’ αρέσει. Θα πάω να πιω το ουζάκι μου, το βράδυ θα πάω με τους φίλους μου, τον Δημήτρη, τον Θοδωρή, τον Χάρη, τον Γιάννη, την Τασία. Ανθρωποι απλοί, που δεν προβληματίζονται και δεν προβληματίζουν. Αυτοί οι άνθρωποι, όμως, έχουν χώρο για όνειρα».

(...)
-Εχετε συνειδητοποιήσει τι γίνεται από κάτω στις συναυλίες σας; Για παράδειγμα, στη συναυλία για τον Μίκη Θεοδωράκη;
«Το ωραιότερο μού το ‘χει πει ένας φίλος μου, ο Θοδωρής από την Πάρο. Μόλις τελείωσε η συγκεκριμένη συναυλία βρεθήκαμε και μου είπε: "Ρε, σε λυπάμαι". Του λεω: "γιατί, ρε Θοδωρή, με λυπάσαι;". "Γιατί", μου λεει, "αυτό που έζησα εγώ απόψε από κάτω εσύ δεν θα το ζήσεις ποτέ, δεν θα το δεις ποτέ". Καθόμουν μετά το σκεφτόμουν και είχε δίκιο. Αυτή είναι η μοίρα μας».

-Σας “πνίγει” το να σας πλησιάζει ο κόσμος; Στη βόλτα σας για παράδειγμα...
«Οχι. Εάν προς στιγμήν νιώσω κάποια δυσφορία, αμέσως επανέρχομαι και λεω "ηλίθιε". Βέβαια ξεχωρίζω τον άνθρωπο που έρχεται με τη διάθεση του κουτσομπολιού και αυτόν που έρχεται με αγάπη, δεν είμαι βλαξ, και λεω μέσα μου "είσαι αχάριστος. Αυτοί οι άνθρωποι σε έκαναν". Και δεν το κάνεις από υποχρέωση. Το κάνεις από σεβασμό. Τι είναι ο κόσμος; Μια αγκαλιά. Καμιά φορά μπορεί να σε πνίξει όταν σε σφίγγει, αλλά ποτέ μα ποτέ δεν σ’ αφήνει να πεθάνεις, αν αξίζεις».

Γιάννης Πάριος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "η ζωή μας"
11 Μαρτίου 2007

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 19, 2007

Εγώ θέλω να πειράζει, όταν χάνουμε!

(...)
«Η ζωή δεν είναι μόνο λεφτά, κι αν κάνεις τα πάντα γι' αυτά, μπορεί να μην είσαι ευτυχισμένος. Οταν ήμουν μικρός, έπαιζα τσάμπα στη Λέγκια και, όταν με ζήτησε η Φέγενορντ, ήμουν διατεθειμένος να πάω κι εκεί τσάμπα, αλλά η Λέγκια δεν με έδωσε.

Το θέμα είναι να σου αρέσει εκεί που είσαι και να περνάς καλά εσύ και η οικογένειά σου.
Εγώ στην καριέρα μου έχω φιλοδοξίες και θέλω να παίζω σε ομάδα που διεκδικεί. Τι να το κάνω να πληρώνομαι στην ώρα μου και να παίζω σε μια ομάδα όπου δεν πειράζει αν χάσεις. Εγώ θέλω να πειράζει, όταν χάνουμε!»...
Μάρτσιν Μιέτσελ
"EΘΝΟΣΠΟΡ"
21 Ιανουαρίου 2007

Πέμπτη, Ιανουαρίου 11, 2007

...και περπατώντας...

Και περπατώ, και περπατώ, και περπατώ ενώ το 2007 αργοκυλά (να δεις όμως πόσο γρήγορα θα περάσει τελικά).
Χαζεύω στο μαγαζί με τα παπούτσια και αποφασίζω ότι χρειάζομαι μποτάκια. Αγοράζω ένα βραχιολάκι –ασημένιο μου είπε ο Νιγηριανός, τενεκές μου φαίνεται-, φωτογραφίζω κάτι Ιάπωνες που μου λένε δέκα «χαριστώ!», «τένκιου!» και άλλα τέτοια. Σκέφτομαι ότι πρέπει να πάω τη μηχανή τη Nikon –ιαπωνική δεν είναι;- για επισκευή. Δίπλα εκεί που τις επισκευάζουν δεν είναι και το μαγαζί με τις σακούλες για την ηλεκτρική σκούπα; Να πάρω και από αυτές – τι μπελάς κάθε φορά που τελειώνουν να πρέπει να τρέχω στο κέντρο. Σκέφτομαι τι άλλη δουλειά έχω να κάνω μια και θα κατεβώ στο κέντρο…
Στο μεταξύ, έχω φτάσει στην πλατεία Μοναστηρακίου. Ξαναβλέπω τις παράγκες και τα κλιματιστικά γύρω από το τζαμί και εκνευρίζομαι. Βρώμα γύρω παντού. Και μυρωδιά καμένου λίπους. Αφόρητη ασχήμια. Δεν πιστεύω να υπάρχει κανένας που να τη θεωρεί την ομορφότερη πλατεία της Ευρώπης. Ετσι τουλάχιστον όπως (δεν) την έχουν κάνει σε διώχνει. Πού σου ήρθε να μου δώσεις ραντεβού εδώ; Αργησες. Πάλι άργησες. Πάντα αργείς. Αντε, γιατί σου τα έχω μαζεμένα κι εσένα. Τέλος πάντων…
Πάμε όμως γιατί πείνασα. Πού; Πάλι σε εκείνον; Δεν θέλω. Θυμάσαι την προηγούμενη φορά το φαγητό που μου έφερε; Μια πιατέλα πιο μεγάλη από το τραπέζι. Πασπαλισμένη με μαϊντανό, δήθεν για στυλ. Στη μέση ένα φιλέτο το έλεγαν εκείνοι, για κάστανο το πέρασα εγώ. Τόσο μικρό και τσουρούτικο ήταν. Και στην άκρη αριστερά πέντε (τα μέτρησα) κυβάκια τηγανητής πατάτας – παγωμένα. Για όλη αυτή τη γαστρονομική έρημο, συν ένα ποτήρι κρασί, είχα πληρώσει 36 ευρώ. Θυμάσαι; Δεν ξαναπατάω! Ούτε σουβλάκι θέλω. Ας περπατήσουμε λίγο ακόμη και βλέπουμε.
Και περπατάμε, περπατάμε, περπατάμε στην ασχημόμορφη-ομορφάσχημη πόλη. Με τις χαρές και τις λύπες, με τα γέλια και τις μελαγχολίες μας. Καλά είμαστε, κάτι όμως μας βαραίνει. «Δεν έχει χαρά γύρω μας» λες όπως περνάμε έξω από τα κλειστά μαγαζιά με τις ρουτινιάρικες βιτρίνες ενώ ακούμε το νιοστό «σ’ αγαπώ γιατί είσαι ωραία» της ημέρας.
Αυτό λείπει; Η χαρά; Ισως, κάποτε, περπατώντας, να τη βρούμε. Γι’ αυτό και περπατάμε, περπατάμε, περπατάμε… Γιατί κάνει καλό στην καρδιά. (Και αν όσο περπατάς στους δρόμους της Αθήνας τόσο μελαγχολείς, και αυτό κάνει καλό στην καρδιά;).
ΥΓ. Για δες! Εναν χρόνο μετά το 2006, και όμως τίποτε δεν έχει αλλάξει!

Κοσμάς Βίδος
"ΤΟ ΒΗΜΑ" - "ΒΗΜΑGAZINO"
6-7 Ιανουαρίου 2007