Δευτέρα, Δεκεμβρίου 31, 2012

Η βία φέρνει πάντα βία

(...)
- Ο ήρωας στο νέο σας βιβλίο «Ο κόσμος στα μέτρα του» προσπαθεί να μην αφομοιωθεί από το "κατεστημένο" του νησιού. Πότε πιστεύετε ότι χάσαμε ως κοινωνία το μέτρο;
«Δεν ξέρω πότε χάσαμε το μέτρο, θυμάμαι όμως πότε εκδηλώθηκε η ύβρις μας. Οταν ακούστηκε από χιλιάδες χείλη το ανατριχιαστικό σύνθημα "Δεν θα γίνεις Ελληνας ποτέ, Αλβανέ!". Η τιμωρία μας έλαβε τη μορφή αρχαιοελληνικής νέμεσις: κανείς, ύστερα από λίγα χρόνια και μέχρις σήμερα, δεν θα ήθελε να γίνει Ελληνας».

(...)
- Εχουμε λόγους να είμαστε "proud to be Greek"; Από τι υλικά είναι φτιαγμένος ο Ελληνας;
«Εχουμε τόσους λόγους να είμαστε υπερήφανοι ως Ελληνες όσους ακριβώς έχουν οι Ινδοί να είναι υπερήφανοι ως Ινδοί ή οι Μεξικάνοι ως Μεξικάνοι. Δεν υπάρχει, άλλωστε, ένας και μοναδικός τύπος Ελληνα. Τι σχέση έχω εγώ, για παράδειγμα, με τον Ηλία Κασιδιάρη; Ευτυχώς καμία...».

(...)
- Υπάρχει δικαιολογημένη βία;
«Οχι, βέβαια! Η βία φέρνει πάντα βία. Η βία αποτελεί τη θρυαλλίδα της δημοκρατίας. Η γούνα των Ελλήνων έχει συχνά καεί από το εμφύλιο πνεύμα. Οποιος διαθέτει ιστορική συνείδηση, την απεχθάνεται σε οποιαδήποτε μορφή». (...)
Χρήστος Χωμενίδης
"ΕΘΝΟΣ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ"
18 Νοεμβρίου 2012

Πέμπτη, Νοεμβρίου 01, 2012

Και στα καλά και στ' άσχημα, πάντα υπερβολικοί

- Εκεί που σχεδιάζαμε το επόμενο ταξίδι αναψυχής, τώρα μιλάμε για την τιμή του πετρελαίου θέρμανσης...
«Αυτό το περίφημο ΠΑΝ ΜΕΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ πώς το διδάξαμε κάποτε; Ποτέ δεν το έχουμε τηρήσει. Και στα καλά και στ' άσχημα, πάντα υπερβολικοί. Και στην καλοπέραση βουτήξαμε χωρίς μέτρο και τώρα στη δυστυχία, έτσι πάλι. Ο Ελληνας είναι σαν το εκκρεμές που ταλαντώνεται πάντα πιο πέρα απ' το κέντρο».

- Από το αίτημα φιλίας (add me), στην αίτηση πτώχευσης.
«Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας δεν πήραμε χαμπάρι πως τα αιτήματα άλλαξαν. Δεν τις προλάβαμε τις αλλαγές. Μας πρόλαβαν δυστυχώς αυτές».

- Εχεις την ευκαιρία να γίνεις αόρατη για μία εβδομάδα. Τι κάνεις;
«Δεν αλλάζει τίποτα. Αόρατη νιώθω τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Αποφασίζουν άλλοι για μένα κι απλώς μου στέλνουν τον λογαριασμό. Ισως να άλλαζα τη διεύθυνσή μου στον δήμο».

- Τελικά και αλλάξαμε και βουλιάξαμε. Λάθος υπολογισμός;
«Αν αλλαγή εννοούμε την ταπείνωση, ναι αλλάξαμε. Και ταπεινωθήκαμε. Και πειστήκαμε πως μόνο κακό εαυτό διαθέτουμε. Και στραφήκαμε ο ένας κατά του άλλου. Υπάρχει περίπτωση λαός τόσο εξευτελισμένος και διχασμένος να μην βουλιάξει; Καθόλου λάθος υπολογισμός. Ολα ήτανε σωστά υπολογισμένα».

- Περιμένουμε τα μέτρα σαν να περιμένουμε τον βιαστή ξαπλωμένοι στην κρεβατοκάμαρά μας;
«Και το χειρότερο; Να περιμένεις βοήθεια απ' τον βιαστή σου! Μπας και σε συμπονέσει και δεν σε ξαναγαμήσει. Αυτό είναι το πιο θλιβερό».

- Για μια νύχτα έχεις στη διάθεσή σου το κλειδί εισόδου της Βουλής. Τι κάνεις;
«Βάζω είσοδο και την μετατρέπω σε τουριστικό προορισμό. Τα κρεματόρια τι παραπάνω έχουν;».

- Ποιο είναι το πιο απίθανο που έχεις σκεφτεί πάνω στη σκηνή;
«Τι ώρα να 'ναι;»!

- Φαντάσου ένα θεατρικό σενάριο με υπόθεση την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Ποιο ρόλο θα ήθελες να παίξεις;
«Κάποτε στην Κίνα σκοτώθηκαν δέκα ψαράδες σε μια λίμνη γιατί τους πλάκωσαν αγελάδες που έπεσαν απ' τον ουρανό! Αληθινό γεγονός. Μοιάζει παράλογο. Δεν είναι. Ρώσοι κλέφτες απήγαγαν αγελάδες με αεροπλάνο, κι όταν αυτές τρελάθηκαν και χτυπιούνταν κατά την πτήση, αποφάσισαν ν' ανοίξουν την πόρτα και να τις πετάξουν απ' το αεροπλάνο για να σωθούν! Δεν μοιάζει με τη δική μας ιστορία; Σ' αυτό το σενάριο με βλέπω στον ρόλο της αγελάδας! Ο Ελληνας στην καταστροφή διαλέγει την αυτοκαταστροφή!».

- «Η ομορφιά δεν έχει να κάνει με τα λεφτά, με την ιδιοτέλεια. Η ομορφιά κατεβαίνει ανεξάρτητη».
«Και είναι έτσι, αλλά το λέμε τώρα. Πέντε χρόνια πριν το όμορφο ήταν μόνο το ακριβό. Αυτό που δεν μπορούσαμε να έχουμε. Πού ξέρεις; Μπορεί η επιστροφή στην απλότητα να είναι η λύση για όλο τον πλανήτη. Μπορεί να γίνουμε παράδειγμα για το πού πάει όλος αυτός ο πολιτισμός της κατανάλωσης».

- Περπατάς τυχαία με έναν υπουργό στο ίδιο πεζοδρόμιο, ο οποίος σκοντάφτει και πέφτει σε λασπόνερα. Ποια θα είναι η πρώτη αντανακλαστική αντίδραση;
«Να τον λυπηθώ. Να 'χεις ξεφύγει το λιντσάρισμα και να σε χέζει και η μύγα;».
Ελένη Ράντου
"HOTDOC."
Τεύχος 11 - Α' Οκτωβρίου 2012

Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2012

Ανεργοι: Ο αόρατος κρίκος

Ω, η τηλεόραση αναφέρει τους δείκτες ανεργίας καθημερινά, με ποσοστά, με γραφήματα, με κατηγοριοποίηση ανά ηλικιακή ομάδα και φύλο. Θ' ακούσεις για τους αριθμούς, αλλά όχι για τους ίδιους τους άνεργους. Πώς τα βγάζουν πέρα, πώς αντικρίζουν τα παιδιά τους όταν γυρίζουν απ' το σχολείο, τι σκέφτονται, τι κυνηγάνε, τι ελπίζουν; Νούμερα και μόνο νούμερα, να διεκπεραιωθεί η υποχρέωση και να διαχυθούν στην κοινωνία οι απαραίτητες δόσεις τρόμου και παραδειγματισμού.

Στο θέμα των ανέργων είμαστε όλοι φάουλ. Χύθηκε πολύ περισσότερο μελάνι για την περικοπή πενταψήφιων και εξαψήφιων εφάπαξ απ' ό,τι για την αύξηση του ΦΠΑ που ρουφάει σε καθημερινή βάση το μεδούλι του ανέργου. Κι όσο για το χαράτσι των ακινήτων, μοιάζει οι νοικοκυραίοι να βάζουν μπροστά τούς άνεργους ως ανθρώπινη ασπίδα, μόνο και μόνο μήπως το γλιτώσουν οι ίδιοι.

Τα κόμματα μιλάνε για ευρώ, μισθούς, συντάξεις, φορολογικές κλίμακες, τεκμήρια πολυτελούς διαβίωσης, για εξόφληση των οφειλών του Δημοσίου προς τους ιδιώτες. Μιλάνε ελάχιστα για συσσίτια, κοινωνικά φαρμακεία και παντοπωλεία, για προϊόντα χωρίς μεσάζοντες, για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και επιδόματα ανεργίας - αυτά δεν είναι trendy. Ναι, ξέρω, συνθηματολογούν για ανάπτυξη και για νέες θέσεις εργασίας. Πέρα όμως από το ευχολόγιο, υποψιάζομαι πως και πάλι οι άνεργοι χρησιμοποιούνται ως ανθρωπιστικό άλλοθι προκειμένου κάποιοι να ξεκοκαλίσουν δάνεια, επιδοτήσεις, κίνητρα και φορολογικές απαλλαγές.

Ιδια γεύση και στη συζήτηση για τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Ναι, είναι βαρύ να παρατείνεις τον εργασιακό βίο ενός εργαζόμενου στα 67 του. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στον μακροχρόνια άνεργο των 55 και των 60 ετών, που πορεύεται δίχως ένσημα και προοπτική, κι εσύ μεταθέτεις ακόμα πιο μακριά το τελευταίο ορόσημο που του έχει απομείνει. Φυσικά, κανείς δεν άκουσα να προτείνει να εξαιρεθούν οι μακροχρόνια άνεργοι από το μέτρο. Αν τους εξαιρούσαν, το δημοσιονομικό όφελος θα ήταν ελάχιστο! Που σημαίνει ότι κι εδώ η "εξυγίανση" κυρίως με το αίμα των ανέργων επιχειρείται και όχι τόσο με τον ιδρώτα των εργαζομένων, όπως η δημόσια ρητορεία υπαινίσσεται.

Και η αριστερά ακόμη, φύσει και θέση αρμόδια, συγκροτημένη όπως είναι παραδοσιακά γύρω από συνδικαλιστικούς φορείς και διεκδικήσεις, δυσκολεύεται να ζουμάρει στο πρόβλημα της ανεργίας και να το ιεραρχήσει πρώτο. Ενώ όλοι οι άλλοι μπορούν να αναγνωρίσουν την ταξική τους εκπροσώπηση σε ένα ή περισσότερα κόμματα, οι άνεργοι δεν βλέπουν το είδωλό τους σε κανέναν κομματικό καθρέφτη.

Αλλά ας τελειώνουμε με την υποκρισία όλων. Η κοινωνία οφείλει να αντιστρέψει τις προτεραιότητές της: Οποιοδήποτε σχέδιο ανασυγκρότησης, πρόγραμμα 100 ημερών ή τετραετίας, δεν μπορεί παρά ν' αρχίζει με πολιτικές υπέρ του ανέργου, κι έπειτα όλα τα υπόλοιπα. Εντάξει, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μέτρα στο σύνολό τους είναι ανάλγητα, υφεσιακά και ταξικά. Αλλά και πάλι, ξενίζει να υπερθεματίζουμε για "κεκτημένα" όσο υπάρχει ένα εκατομμύριο ανέργων και ο αριθμός συνεχώς αυξάνεται. Ποιο "κεκτημένο", δηλαδή, να διεκδικήσουν εκείνοι;

Ακόμα κι η έλλειψη φαρμάκων ψευδώς ανάγεται σε όλη την κοινωνία. Ολοι οι άλλοι έχουμε τον τρόπο μας -έστω με θυσίες και στερήσεις- να βρούμε φάρμακα και να σωθούμε. Οι άνεργοι και οι οικογένειές τους είναι εκείνοι που θα πεθάνουν.
Χριστόφορος Κάσδαγλης
"HOTDOC."
Τεύχος 11 - Α' Οκτωβρίου 2012

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 30, 2012

Η άλλη επιτήρηση της οικονομίας

«Η δημόσια διοίκηση είναι υπερβολικά εκτεταμένη, κακοπληρωμένη και αποθαρρημένη. Οι χαμηλοί μισθοί προσαυξάνονται βάσει ενός εντελώς συγκεχυμένου συστήματος επιδομάτων, χάρη στα οποία μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι κερδίζουν μέχρι και τέσσερις φορές περισσότερο από τον βασικό τους μισθό… Το αποτέλεσμα είναι απόλυτη αποδιοργάνωση. Ποτέ άλλοτε δεν έχω δει διοικητική δομή που να είναι, λόγω ανικανότητας και αναποτελεσματικότητας και μόνο, τόσο απαράδεκτη. Απλούστατα δεν είναι δυνατόν να βασιστεί κανείς ότι η δημόσια διοίκηση θα φέρει εις πέρας τις πιο απλές λειτουργίες μιας κυβέρνησης –την είσπραξη φόρων, την εφαρμογή οικονομικών κανόνων, την επισκευή των δρόμων».

Το παραπάνω απόσπασμα δεν αφορά τη σημερινή κατάσταση της χώρας, αλλά αποτελεί μέρος ενός άρθρου που δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό περιοδικό “Collier’s” στις 20 Σεπτεμβρίου 1947. Εχει την υπογραφή του Paul A. Porter, ο οποίος ως απεσταλμένος του Αμερικανού προέδρου Harry S. Truman κατέγραψε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας λίγο πριν αυτή μπει στην πρώτη μεταπολεμική επιτήρηση. Και ήταν μια επιτήρηση πολύ πιο στενή από τη σημερινή. Αμερικανοί αξιωματούχοι ήλεγχαν όλες τις δαπάνες των υπουργείων, είχαν μπει στα παραγωγικά υπουργεία, ακόμη και η διοίκηση του ΙΚΑ είχε δοθεί στον Oscar M. Powell, πρώην διευθυντή του αμερικανικού συστήματος ασφάλισης.

Σήμερα και υπό το βάρος της κομμουνιστικής προπαγάνδας λέγονται πολλά και ρηχά για την αμερικανική παρέμβαση εκείνης της περιόδου. Κάποια από αυτά είναι δικαιολογημένα, υπό την έννοια ότι υπολείμματα εκείνων των μηχανισμών σωτηρίας της Ελλάδας μεταλλάχθηκαν επί το χείρον και συνεργάστηκαν με ντόπιους μηχανισμούς για να αλυσοδέσουν τη χώρα. Ομως, το 1947, τρία χρόνια μετά την απελευθέρωση, η Ελλάδα ήταν στα πρόθυρα ανθρωπιστικής καταστροφής. Ο πληθυσμός (και ένα μεγάλο μέρος των παιδιών) υποσιτιζόταν. Η διεθνής βοήθεια κατέληγε στα χέρια πρώην μαυραγοριτών και γινόταν χρυσές λίρες που έμπαιναν σε σεντούκια ή έφευγαν ως συνάλλαγμα στο εξωτερικό. Το 1946, γράφει ο καθηγητής Γιώργος Σταθάκης, εισέρρευσαν στην Ελλάδα 520 εκατομμύρια δολάρια. «Ο απολογισμός από την τεράστια αυτή ροή πόρων ήταν απογοητευτικός. Σε 11 μήνες δεν είχε απομείνει απολύτως τίποτα. Στα έργα ανασυγκρότησης δεν είχε δαπανηθεί ουσιαστικά ούτε ένα δολάριο και η ανάκαμψη της εγχώριας παραγωγής, αν και εντυπωσιακή, δεν διοχέτευε ούτε ένα κιλό εγχώριων τροφίμων στο σύστημα διανομής με δελτίο… Την ίδια στιγμή η εθνική αποταμίευση είχε εκτοξευθεί στα ύψη, με τις χρυσές λίρες να φτάνουν τα 6-7 εκατομμύρια, δηλαδή περίπου 120-140 εκατομμύρια δολάρια. Η Ελλάδα μπορεί να ήταν φτωχότερη παρά ποτέ, αλλά για μια μερίδα του πληθυσμού της το 1946 ήταν μια εξαιρετικά αποδοτική χρονιά».

Η κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος «δεν είχε κατ’ ουσίαν άλλη πολιτική εκτός από το να εκλιπαρεί για ξένη βοήθεια ώστε να διατηρήσει την εξουσία, απαριθμώντας θορυβωδώς τις θυσίες της Ελλάδος κατά τον πόλεμο και επικαλούμενη τον ίδιο της τον τεραστίων διαστάσεων αντικομμουνισμό ως επιχειρήματα για την παροχή ξένης βοήθειας σε τεράστιες ποσότητες. Στόχος της... είναι να χρησιμοποιήσει την ξένη βοήθεια ως μέσο για τη διαιώνιση των προνομίων μιας μικρής κλίκας από τραπεζίτες και εμπόρους που αποτελούν την αόρατη εξουσία στην Ελλάδα» (Paul A. Porter, ό.π.).

Δεν ήταν μόνον οι κομμουνιστές αντάρτες που απειλούσαν να διαμελίσουν τη χώρα. Ούτε οι συντεχνίες των δημοσίων υπαλλήλων που προάσπιζαν την ανορθολογική δημόσια διοίκηση (το 1939 υπήρχαν 140.979 δημόσιοι υπάλληλοι, το 1945 ήταν 324.500). Υπήρχε ένα πλέγμα διάσπαρτων συμφερόντων που απομυζούσε κάθε ικμάδα της χώρας. Υπήρχε η «κλίκα των τραπεζιτών» η οποία «είναι αποφασισμένη πάνω απ’ όλα να προστατεύσει τα οικονομικά της προνόμια όποιο και αν είναι το κόστος σε ό,τι αφορά την οικονομική υγεία της χώρας. Τα μέλη της θέλουν να διατηρηθεί ένα φορολογικό σύστημα που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους». Υπήρχε η κλίκα των επιχειρηματιών οι οποίοι «είναι παλιές καραβάνες στο να μετατρέπουν τα κέρδη τους σε χρυσό ή συνάλλαγμα, να τα φυγαδεύουν και να τα διασφαλίζουν στο εξωτερικό. Τους είπα ότι ένας ξένος έχει την εντύπωση πως οι επιχειρηματίες της Ελλάδας ξεπουλάνε τη χώρα τους» (Paul A. Porter, Ημερολόγιο 4.2.1947). Υπήρχαν δοτοί δήμαρχοι και νομάρχες «ανδρείκελα των Αθηνών χωρίς ουσιαστική ισχύ και οι περισσότεροι έτρεμαν για τις καρέκλες τους. Πώς μπορεί να ελπίζει να λειτουργήσει μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία όταν η οργάνωσή της γίνεται από τα πάνω προς τα κάτω; Ο λαός δεν μπορεί να ασκήσει καμία πίεση για θεμελιώδη ζητήματα, όπως η βελτίωση των δρόμων και η πρόοδος βασικών έργων ανοικοδόμησης. Η ανάπτυξη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για μια υγιή οικονομία» (Ημερολόγιο 1.2.1947). Υπήρχε μια αριστερά φωνασκούσα αλλά χωρίς ουσία: «[Στην συνέντευξη Τύπου] ο απεσταλμένος της κομμουνιστικής εφημερίδας ήταν ιδιαίτερα επιθετικός, αλλά απέφυγε να κάνει πραγματικά δυσάρεστες ερωτήσεις» (Ημερολόγιο 21.1.1947).


Τέλος, υπήρχαν οι πολίτες οι οποίοι διαρκώς ζητούσαν από το κράτος (ή τους Αμερικανούς χρηματοδότες του) βοήθεια και χρήματα για να λυθούν επείγοντα προβλήματα. Σε ολόκληρο το ημερολόγιο του Porter είναι διάχυτη η έκπληξή του για την απουσία εθελοντικής εργασίας στα διάφορα χωριά για να λυθούν τα άμεσα και επείγοντα προβλήματα, εκείνα τα απλά που δεν χρειάζονται κεφάλαια, αλλά μόνο εργασία.

Το αποτέλεσμα: «Σε ολόκληρη την χώρα, από την μια άκρη στην άλλη, κυριαρχεί μια γκρίζα, ανυπεράσπιστη, βαθιά έλλειψη πίστης στο μέλλον – μια έλλειψη πίστης που οδηγεί σε πλήρη απραξία στο παρόν. Από τους ιδιοκτήτες μεγάλων υφαντουργικών βιομηχανιών στην Αθήνα έως τους μικρούς μαγαζάτορες στο βορειότερο άκρο της Μακεδονίας, οι άνθρωποι έχουν παραλύσει από την αβεβαιότητα και τον φόβο. Οι επιχειρηματίες δεν επενδύουν. Οι καταστηματάρχες δεν αποθηκεύουν προμήθειες. Οι αγρότες δεν επιδιορθώνουν τα κατεστραμμένα σπίτια τους» (“Collier’s” 20.12.1947). «Καθίσταται ολοένα σαφέστερο ότι ένα από τα κυριότερα εμπόδια τα οποία πρέπει να υπερπηδήσουμε είναι η μοιρολατρία πολλών μορφωμένων Ελλήνων και η ανακάλυψη μιας συνταγής για να ενθαρρυνθεί η πρωτοβουλία και η επιχειρηματικότητα».
Πάσχος Μανδραβέλης
"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
5 Δεκεμβρίου 2010

Παρασκευή, Αυγούστου 31, 2012

Πέντε σημεία... λίγο πριν το πικρό τέλος

Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται την αριστερή Ημέρα της Κρίσεως, μια υπολογίσιμη μερίδα των Ελλήνων αισθάνεται εθνική υπερηφάνεια για το θράσος και την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά μας έναντι της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αντί να δεχτούμε την ευθύνη και να λουφάξουμε ένοχοι –σπαταλήσαμε περισσότερα ευρωπαϊκά χρήματα από οποιαδήποτε άλλη χώρα-μέλος της Ε.Ε. και δημιουργήσαμε τον παράλογο κρατικό μηχανισμό που καταρρέει τούτη τη στιγμή– διαμαρτυρόμαστε· προετοιμάζουμε παρελάσεις για να υποδεχτούμε το εθνικό μας νόμισμα, την αγαπημένη μας δραχμούλα. Η στάση αυτή οφείλεται τόσο στον παραδοσιακό λεβεντοπατριωτισμό και αντιευρωπαϊσμό, όσο και στην άγνοια των πολιτών σχετικά με την οικονομία και την ευρωπαϊκή στρατηγική της Ελλάδας από το 1981. Παρακάτω καταγράφω πέντε επισημάνσεις. Κι ο Θεός βοηθός, όπως συνηθίζουμε να λέμε:

1. Για τριάντα χρόνια η Ελλάδα ήταν μέλος μιας ένωσης την οποία οι περισσότεροι Ελληνες περιφρονούσαν. Η αριστερά και η κεντροαριστερά, εκτός από μια μικρή, φωτισμένη μειοψηφία, ήταν αντιευρωπαϊκές και προπαγάνδιζαν ψέματα –ότι η ΕΕ μας εκμεταλλεύεται κι ότι μας τοποθετεί στη “δεύτερη” ταχύτητα– εξάπτοντας τα εθνοκρατικά αισθήματα των ψηφοφόρων τους και τροφοδοτώντας το συλλογικό όραμα για το Κράτος - Μητέρα Τροφό και Πατέρα Προστάτη. Εξάλλου, αριστερά, κεντροαριστερά και δεξιά, εξαιτίας του επαρχιωτισμού και του εγγύς παρελθόντος της φτώχειας, είδαν στην ΕΕ μια πηγή εύκολου πλουτισμού: οι Ελληνες δεν έμαθαν πώς να κερδίζουν χρήματα με εργασία, καινοτομία, επιχειρηματικότητα· έμαθαν απλώς πώς να εισπράττουν από τους ξένους. Το θεαματικότερο παράδειγμα είναι ο εκμαυλισμός της λεγόμενης “περήφανης αγροτιάς”, που αποτελεί ένα συγκεχυμένο πολιτικό υποκείμενο (μακρά συζήτηση αυτή η “σύγχυση”...) το οποίο δέχτηκε πακτωλό ενισχύσεων (πάνω από 180 δισεκατομμύρια ευρώ μέσα σε τριάντα χρόνια), χωρίς να προωθήσει ανάπτυξη και εκσυγχρονισμό της γεωργίας. Κοντολογίς, το πρόβλημα σήμερα δεν είναι πώς μας χειρίστηκε η ΕΕ αλλά πώς τη χειριστήκαμε εμείς. Oπως είναι γνωστό, ή όπως δεν είναι γνωστό, πολλά υψηλά κυβερνητικά στελέχη από το 1981 απέφυγαν συναντήσεις και διαπραγματεύσεις με την ΕΕ: στην ουσία, οι Eλληνες, παρά τους ευρωβουλευτές τους, έμειναν σταθερά στο χωριό τους γυρίζοντας την πλάτη στους κουτόφραγκους. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα της έλλειψης διπλωματίας και της συμπεριφοράς σπάταλου και κακομαθημένου εφήβου, ο οποίος, επιπλέον, εκδηλώνει συμπτώματα τρέλας του μεγαλείου: «Θα ξηλώσουμε την Ευρωπαϊκή Ενωση... θα μεταδώσουμε την κρίση όπως μια επιδημία...». Διατηρούμε παραμορφωμένη εικόνα για τον εαυτό μας και για τη χώρα μας· είμαστε ανιστόρητοι και αγεωγράφητοι: πιστεύουμε ότι έχουμε τη δύναμη να εκβιάζουμε τους δανειστές μας και να τους κοροϊδεύουμε με απρεπείς δηλώσεις.

2. Είμαστε βαθιά συντηρητική κοινωνία: εκλαμβάνουμε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση ως απειλή της “δημοκρατίας” την οποία ανακαλύψαμε, αιφνιδίως, το 1974. Κι όπως οτιδήποτε ανακαλύπτουμε (το σεξ, τα ναρκωτικά) το εξευτελίζουμε. Ευδοκιμούμε μόνο σε λιμνάζοντα νερά. Ο κ. Βενιζέλος θα έπρεπε να έχει παραιτηθεί (και να έχει αποσυρθεί στο Αγιο Ορος), έχει όμως δίκιο όταν υπενθυμίζει ότι το ελληνικό κοινό επέδειξε δυσπιστία ακόμα κι όταν οργανώθηκε το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Οι Ελληνες θεωρούν ότι η άρνηση είναι επαναστατική, άρα ηθικά αποδεκτή και επιθυμητή: πρόκειται για ιστορική παρεξήγηση θηριώδους κλίμακας η οποία επιδείνωσε τις ήδη προβληματικές μας σχέσεις με τους Ευρωπαίους. Οι Ελληνες βρίσκονται σε λανθάνοντα πόλεμο με τις ξένες δυνάμεις καθώς και σε εμφύλιο πόλεμο: αυτή η κατάσταση θεωρείται “φυσική”. Δημιουργήσαμε λοιπόν ένα πολιτικό φάσμα από συντηρητικά κόμματα· όποιος προβάλλει μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα μένει, απλούστατα, έξω από το κοινοβούλιο.

3. Οι κυβερνήσεις από το 2009 εφάρμοσαν εκείνα τα μέρη των μνημονίων που επιδείνωσαν την ύφεση (ισοπεδωτικές περικοπές), αλλά έδειξαν “ανεξαρτησία” και “ανυπακοή” σε όσα θα συνέβαλαν στον εκσυγχρονισμό. Επί τρία χρόνια η οικονομία και οι θεσμοί κατακρημνίζονται για να μη θιγεί το κατεστημένο των διεφθαρμένων, των φοροφυγάδων, των αεριτζήδων, των υπεραμειβομένων, των αργομίσθων, των εργατοπατέρων, των ψευτοεπαγγελματιών. Περίπου 300 από τους 680 δημόσιους οργανισμούς είναι παθητικοί και άχρηστοι – όμως κανείς δεν καταργήθηκε. Η αιτία είναι λιγότερο η συνεπαγόμενη ανεργία και περισσότερο η γενικευμένη αναξιοκρατία, η εν κρυπτώ διαχείριση και, ας το πούμε μια ακόμη φορά, η πελατοκρατία. Γίνεται διαρκώς λόγος για επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου αποκρύπτοντας το γεγονός ότι επαναδιαπραγματεύσεις γίνονται κάθε τόσο, με κάθε επίσκεψη της τρόικας. Αλλά για να μιλάμε στα σοβαρά για επαναδιαπραγμάτευση, πρέπει κάτι να εφαρμόζουμε και κάτι να μην εφαρμόζουμε – εμείς δεν κάνουμε απολύτως τίποτα εκτός από δημοσκοπήσεις και εκλογές.

4. Είμαστε ανάλγητοι. Πολιτικοί που θα έπρεπε να εξαφανιστούν από το προσκήνιο, ζητούν την ψήφο μας. Και ενώ συμπολίτες μας που πάσχουν από σοβαρές ασθένειες δυσκολεύονται να προμηθευτούν τα φάρμακά τους, δεν φαίνεται, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφω αυτά, καμιά ιδιωτική πρωτοβουλία για, έστω προσωρινή, λύση αυτού του προβλήματος. Η κ. Μαριάννα Βαρδινογιάννη ασχολείται εδώ και πολλά χρόνια με τα καρκινοπαθή παιδιά: τις τελευταίες μέρες πάντως δεν αντιλήφθηκα καμιά σχετική δραστηριότητα. Ενώ η οικονομία κατεδαφίζεται –δεν πρόκειται για σχήμα λόγου– οι λιγοστοί πολυεκατομμυριούχοι αδιαφορούν· πράγμα αναμενόμενο: η φιλανθρωπία είναι γνώρισμα ώριμων κοινωνιών.

5. Καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς τήρηση της νομιμότητας. Στην Ελλάδα παρατηρείται ανομία ή επιλεκτική νομιμότητα: κόμματα, ομάδες, συνδικάτα, άτομα εναντιώνονται, όπως φρονεί το καθένα, σε νόμους και θεσμούς. Ο νόμος για τη μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ δεν μπορεί να εφαρμοστεί επειδή τον απορρίπτει μέρος των πρυτάνεων· την ίδια στιγμή το ΚΚΕ οργανώνει απεργίες που έχουν κριθεί παράνομες. Κανείς δεν αποπειράται να εφαρμόσει τους νόμους. Παρανομούντες συλλαμβάνονται θεαματικά για να αφεθούν ελεύθεροι με συνοπτικές διαδικασίες.

Τι προκύπτει από όλα αυτά: θεσμικό χάος, σύνθλιψη της οικονομίας, ένταση της αντιπάθειας που έχουμε προκαλέσει σε όλο τον κόσμο. Αλλά, συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε ωραίοι και σπουδαίοι, θύματα μιας ανεξήγητης διεθνούς συνωμοσίας: όλοι έχουν άδικο, μόνο εμείς έχουμε δίκιο.

Σώτη Τριανταφύλλου
"ATHENS VOICE"
12 Ιουνίου 2012

Τετάρτη, Αυγούστου 15, 2012

e-ΛΙΘΙΟΣ

Η φύση αγαπά την ισορροπία. Οταν χαρίζει σ’ ένα πλάσμα πλουσιοπάροχα τα ελέη της, φροντίζει ν’ αντισταθμίζει τα ταλέντα του με αντίστοιχου μεγέθους αδυναμίες. Ετσι κι εγώ – μπορεί ως παιδάκι να τα ‘παιρνα τα γράμματα (μεγαλώνοντας θα τα πήγαινα κιόλας, μα τότε ακόμα ήμουν αθώος), να ‘χα μουσικό αυτί και ευχέρεια στις ξένες γλώσσες, αλλά οτιδήποτε άπτεται της τεχνολογίας μού φαινόταν πέρα για πέρα ακατανόητο.

Λόγου χάρη, το αεροπλάνο. Διότι ο μπαμπάκας μου, εκτός από οδοντίατρος, ήταν και πιλότος ελαφρών αεροσκαφών, και με τα Cesna της Αερολέσχης Θεσσαλονίκης είχαμε αλωνίσει Ελλάδα και Ευρώπη. Κι όπως ήταν φυσικό, ο δόλιος πατέρας προσπαθούσε, κάθε φορά, να εξηγήσει στο βλαστάρι του το φαινόμενο της πτήσης με απλά λογάκια, βασισμένα στους θεμελιώδεις νόμους της Φυσικής. Οπότε κι εγώ γούρλωνα τα μάτια, παριστάνοντας ότι πιάνω πουλιά στον αέρα (άντε πάλι ο υφέρπων ερωτικός προσανατολισμός), ενώ στην πραγματικότητα ένα άκουγα και δέκα δεν καταλάβαινα. «Απλό δεν είναι;» ρωτούσε στο τέλος της νιοστής εξήγησης ο pére Κορτώ, κι εγώ χαμογελούσα πλατιά, αν και μέσα μου πίστευα ακράδαντα ότι, για να βρίσκεται κοτζάμου θεριό στον αέρα και να μην γκρεμοτσακίζεται σαν τη Σουλιώτισσα, προφανώς συντρέχει κατιτίς το υπερφυσικό: Θεία Πρόνοια; Ανωτάτη Φακιρική; Οι πορδές του Νεφεληγερέτη; Πάντως, αυτό το πράμα από μόνο του δεν πέταγε, δεν πά’ να ‘λεγε ο Νεύτων κι ο κάθε κερατάς.

Κι έπειτα ήρθε το βίντεο, και η χρυσή εποχή της βιντεοκασέτας. Οπου, μέχρι να μάθω ότι, για να παίξει η κασέτα και να δω τον Τζέιμς Μποντ αντί για το ταψί-ουράνιο-τόξο της ΕΡΤ, έπρεπε ν’ αλλάξω κανάλι και να πατήσω το play κι όχι όλα τα κουμπιά μαζί από πρεμούρα, αδαημοσύνη, απελπισία κι εκνευρισμό, κατέστρεψα κάμποσες βιντεοκασέτες, που μασήθηκαν, γράφτηκαν από πάνω και κακοποιήθηκαν ποικιλοτρόπως, καθώς, όταν η κασέτα παραήταν τζαναμπέτικη και δεν έπαιζε με τίποτα, την έβγαζα και την ποδοπατούσα για να μάθει η καριόλα. Οσο δε για το να γράφω εκπομπές, ταινίες και τα ρέστα, ο ακούραστος πατέρας περνούσε ώρες γονατιστός μπροστά στο βίντεο (πάνω στο οποίο κοιμόταν και η Σιαμέζα γάτα μας, η Κακάμπα), πασχίζοντας να μου εξηγήσει ότι πρέπει να πατήσουμε δύο κουμπιά συγχρόνως –«έτσι, Πετράκη;»- αλλά η κασέτα πρέπει να ‘χει την πλαστική την παρθενιά την τετράγωνη άθικτη, ειδάλλως δε γράφεται τίποτις. Ε, λοιπόν, ό,τι καταλάβαινε η Κακάμπα καταλάβαινα κι εγώ – και αν πεις ιδίως να προγραμματίσω κάτι να γραφτεί με βάση το ρολόι του βίντεο, χέσε ψηλά κι αγνάντευε. Διότι, ανάμεσα στις πολλές αντισταθμιστικές αναπηρίες μου, μέχρι το γυμνάσιο σχεδόν είχα τεράστιο πρόβλημα με την ώρα, ιδίως όταν το γαμωβίντεο έγραφε 21:00 κι εγώ έπρεπε να κάτσω να μετρήσω τι στο διάολο σημαίνει αυτό το εικοσιένα εκτός από την πίεση του παππού και το μπλάκτζακ που χαρτόπαιζαν την Πρωτοχρονιά οι κουμαρτζήδες οι γονείς μου.

Και φτάνουμε στο σωτήριον έτος 1990, όταν εισήχθην στο Κολλέγιο και βρέθηκα για πρώτη φορά περιτριγυρισμένος από τη σπορά της σαλονικιώτικης πλουτοκρατίας (ο Θεός να σε φυλάει) και τα φανταχτερά τους τζίτζιλα-μίτζιλα. Μέσα σ’ αυτά, καθώς το λεωφορείο μας ανέβαζε στο ειδυλλιακό, κατάφυτο σχολειό μας, ήταν και τα πρώτα CD που ‘χα αντικρίσει στη ζωή μου. Βέβαια, επειδή με το πέρασμα των χρόνων είχα αντιληφθεί ότι εγώ και η τεχνολογία ήμασταν πιο ασύμβατοι κι απ’ ό,τι ο πρίγκιπας Κάρολος με το σεξαπίλ, αποφάσισα να μη ρωτήσω ευθέως και καρφωθώ, αλλά να παρατηρώ τάχα μου αδιάφορα, μέχρι να καταλάβω τι σκατά ήταν αυτά τα σιντί. Το ότι είχαν σχέση με μουσική το ‘χα ψυχανεμιστεί, καθόσον είχαν εξώφυλλα από μπάντες και σάουντρακ, αλλά όσο και να τα μπάνιζα, αδυνατούσα να φανταστώ πού το χώνεις αυτό το γυαλιστερό δισκάκι (που ‘ταν ταμάμ για σουβέρ – αν ζούσε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου η Ελένη, θα τα αγόραζε με το καφάσι, γυαλισμένα με Silvo και με ασορτί σεμεδάκι με ασημιά μπορντούρα) για να παίξει μουσική. Κασέτα δεν ήταν σίγουρα, κι ούτε δίσκος πρέπει να ‘τανε, γιατί παραήταν μικρό. Και τότε ξαφνικά μου έρχεται η επιφοίτηση! Γιατί ανάμεσα στα βινύλια της μαμάς είχαμε και κάτι παλιά σαρανταπεντάρια του μπαμπά, τα οποία είχαν πάνω κάτω το ίδιο μέγεθος. Ηλίου φαεινότερον! Δισκάκια ήταν! Οπότε μαζεύω χαρτζιλίκι δυο βδομάδων, πηγαίνω σ’ ένα δισκάδικο στην Πρίγκηπος Νικολάου, αγοράζω το πρώτο μου CD –τις Τέσσερις Εποχές του Βιβάλντι- και γυρνάω σφαίρα στο σπίτι για ν’ απολαύσω αυτό το νέο θαύμα της σύγχρονης τεχνολογίας. Ανάβω που λέτε το πικάπ και τον ενισχυτή, βάζω το CD στο κέντρο, κατεβάζω και τη βελόνα – και ακούγονται όχι οι Τέσσερις Εποχές αλλά το Μια εποχή στην Κόλαση, που ‘ρθε τρέχοντας η μάνα απ’ την κουζίνα όπου καθάριζε μύδια γιατί νόμισε ότι είχε μπουκάρει στο σπίτι μπαμπουίνος σκαστός από το Τσίρκο Μεντράνο και της κατασπάραζε το μοναχογιό. Πέρασε ένας χρόνος μέχρι ν’ αποκτήσω CD Player, κι άλλος ένας μέχρι να μάθω ότι, άμα το σιντάκι κολλήσει ή δεν παίζει, ανοίγουμε το πορτάκι (με το ειδικό κουμπί, κι όχι τραβώντας το με τα δάχτυλα όπως το συρτάρι της μπιζουτιέρας), και πάνω απ’ όλα, δεν κοπανάμε το Kenwood σαν απείθαρχο μουλάρι γιατί ο μπαμπάκας θα μας αφαλοκόψει.

Περνάνε ένα δύο χρόνια και η ανθρωπότης αποκτά καινούργιο μαραφέτι: το κινητό τηλέφωνο. Κι ο μπαμπάς, καθότι γκατζετάκιας τρελός, σκάει κάπου τριακόσια χιλιάρικα κι αγοράζει ένα κινητό να, με το συμπάθιο, που, έτσι και το τύλιγες με χαρτί του «Τερκενλή», ο άλλος το ‘βλεπε και νόμιζε ότι είχε μέσα τέσσερα τσουρέκια και του τρέχανε τα σάλια. Είχε και μια κεραία ίσαμε ένα βούνευρο, και όπως περπατούσαμε στην Τσιμισκή, ο πατέρας έπαιρνε φίλους, συγγενείς, γνωστούς και παντελώς αγνώστους και τους μιλούσε τόσο μεγαλόφωνα, που καθιστούσε το κινητό περιττό, διότι τον άκουγες μέχρι τα Λαγκαδίκια. Εγώ ψιλοντρεπόμουν, μα πιο πολύ ντρεπόμουνα να ρωτήσω πώς λειτουργεί αυτό το πράμα. Σαν τα γουόκι τόκι; Ναι, αλλά δε θα ‘πρεπε να ‘χει κι ένα μαρκούτσι με βελόνα, για να ξέρεις με πιο βομβαρδιστικό συνομιλείς; Κάθεται το λοιπόν ο πατέρας κι εξηγεί, για κύματα (όχι της θάλασσας, τ’ άλλα, που δε φαίνονται) και για πύργους (όχι του Κάφκα, ακόμα πιο ζόρικους), και μου το δίνει κι εμένα να τηλεφωνήσω στον παππού. Ο οποίος παππούς στο μεταξύ είχε ογδονταρίσει και είχε και καταρράκτη και βαρηκοΐα κι όλα τα καλά της τρίτης ηλικίας, έτσι που όταν το σηκώνει κι εγώ φωνάζω: «Παππού Πέτρο, παππού Πέτρο, είμαι στην Τσιμισκή!» ο παππούς αναφωνεί: «Το παιδί! Θα το κόψει κάνα αμάξι!» και βγαίνει απ’ το σπίτι με την παντόφλα να με σώσει απ’ τα διερχόμενα οχήματα, ενώ εγώ εξακολουθώ να μιλώ αμέριμνος με την (επίσης θολωμένης αντίληψης) γιαγιά, η οποία μπερδεύει το «κινητό» με το «κουνιστός» και ωρύεται: «Τι λόγια είναι αυτά, μικρό παιδί!» (Πού να ‘ξερε…). Το αποτέλεσμα ήταν ότι μέχρι το 2000, οπότε και οι γονείς μου μου φέρανε ένα Εριξον-και-δεν-Επιασον και μου εξήγησαν με το γλυκό πως, αν δεν το παίρνω μαζί μου όταν βγαίνω και ξενυχτάω μπεκροπίνοντας, θα μου το ράψουν στο θώρακα σαν βηματοδότη, ήμουν τρομερά καχύποπτος απέναντι στην κινητή τηλεφωνία.

Και ξαφνικά το Ιντερνετ!
Πρέπει να ήμουν στην Πρώτη Λυκείου, και είχα ήδη ακούσει ορισμένους συμμαθητές μου, φανατικούς κομπιουτεράδες, να μιλάνε για τα ι-μέιλ που έστελναν κι έπαιρναν, και είχα ακούσει και τη φράση «ηλεκτρονική αλληλογραφία», αλλά ειλικρινά η όλη υπόθεση μου φαινόταν τρομερά δυσνόητη, αν όχι αδιανόητη. Ποιος διατηρούσε αλληλογραφία τη σήμερον ημέρα; Πού ζούσαμε, στον 19ο αιώνα; Το επόμενο βήμα θα ήταν ν’ αρχίζαμε να γράφουμε σε περγαμηνές, σάρκαζα ενδόμυχα, πάντα συντονισμένος με τις τεχνολογικές καινοτομίες.
Ωσπου ένα βράδυ γυρνάω σπίτι από το φροντιστήριο και βλέπω τον πατέρα μου να κάνει κάτι στον 486, που δεν ήταν ούτε παιχνίδι ούτε πρόγραμμα.
«Τι είν’ αυτό;» ρωτάω.
Κι εκείνος γυρνάει και μου σκάει ένα πλατύ χαμόγελο.
«Εχουμε Ιντερνετ!».
Αναυδος ο γιός.
«Τι πράγμα;».
Και κάθεται και μου εξηγεί εν τάχει ότι αυτό το Ιντερνετ συνδέει όλους τους υπολογιστές κι ότι βρίσκεται παντού και πάντα (μέχρι που άρχισα να σκέφτομαι διάφορα θεοτικά: τελώνια, σολομωνική, τις επτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης…).
«Και πόσο κάνει;» ρωτάω καχύποπτος.
«Δωρεάν είναι! Μας δίνει πρόσβαση η Αερολέσχη απ’ τον παροχέα της!».
(Πολλές άγνωστε λέξεις. Κι άλλη καχυποψία). «Αμα είναι τζάμπα, μαλακία θα είναι. Ή θα προσπαθήσουν να σου φάνε λεφτά στο λάου λάου».»
Και προς επαλήθευσιν της νεανικής μου σοφίας, βλέπω τον πατέρα να βγάζει την πιστωτική και να πληκτρολογεί τον αριθμό της δίπλα από μια εικόνα του «Flight Simulator».
«Μα τι κάνεις;» λέω απορημένος.
«Παραγγέλνω το καινούργιο “Flight Simulator”».
«Τέτοια ώρα; Εδώ κοντεύει έντεκα. Θα ‘χουν κλείσει».
Ο πατέρας σκύβει προς στιγμήν το κεφάλι του με έκφραση βαθιάς απογοήτευσης και μου εξηγεί, πάλι, ότι αυτό το Ιντερνετ είναι σαν το Θεό, άχρονο και πανταχού παρόν και τα πάντα πληρούν. Εγώ βέβαια δυσπιστώ –κοιτάω και γύρω γύρω μπας και μας παίρνει καμιά «Candid Camera» και μας τραβάνε τα βυζιά μ’ αυτό το Δίκτυο που ακούγεται τρελή μούφα- και ξάφνου μπαίνω στο νόημα!
«Ααα, σωστά. Αμα το παραγγέλνεις από Αμερική, με τη διαφορά της ώρας θα ‘ναι ακόμη ανοιχτά».
Λύθηκε το μυστήριο!

Προϊόντος του χρόνου, βέβαια, εξοικειώθηκα με τις βασικές λειτουργίες του Διαδικτύου κι ανακάλυψα την τεράστια χρησιμότητά του (όπως το να κατεβάζεις πλαστές τσοντοφωτογραφίες αστέρων του Χόλιγουντ), αλλά επειδή μιλάμε ακόμα για χρόνια παλιά και πρωτόγονα, με το μόντεμ που για να συνδεθεί τσίριζε μέχρι που ξυπνούσαν οι γειτόνοι και βλαστημούσαν («Πάλι μαλακίζεται το πουστράκι από δίπλα!»), άμα σ’ έπαιρνε ο άλλος τηλέφωνο έπεφτε η σύνδεση, κι ο παππούς φυσικά κάθε φορά που έβγαινε απασχολημένο διότι συνευρισκόμουν μετά του εαυτού μου ξανάπαιρνε στα καπάκια, και γινόταν τα νεύρα μου κρόσσια καθότι η πονηρή φωτό κοβόταν στο επίμαχο σημείο, κι άντε να φαντασιωθείς με δύο δάχτυλα γκρίζο τίποτα στη βάση. Και μετά ήρθε και η τρελή χαρά του Napster, όπου χρειαζόμουν πάλι εξηγήσεις, γιατί, όταν ο πατέρας μού έλεγε ότι «μοιραζόμαστε τα τραγούδια με τους άλλους», εγώ απαντούσα: «Ναι, αλλά οι άλλοι πού τα βρίσκουν; Κοίτα μη σου φάνε τίποτα λεφτά (και δεν προκάμω να τα φάω εγώ)».

Με ντροπιαστική καθυστέρηση (χρονική κι ενδεχομένως νοητική) ανακάλυψα και τη μαγεία του DVD. Πρέπει να ‘ταν γύρω στο 2001-2002, όταν το Σινεμά είχε αρχίσει να μοιράζει ταινίες σε ντιβιντιά. Επειδή βεβαίως είχε καεί η γούνα μου με τα σιντιά, όταν είχα πάρει το πρώτο μου DVD –την «Κατάρα του Πράσινου Σκορπιού»- δε δοκίμασα να το χώσω στο CD player όπως ήταν η πρώτη μου παρόρμηση, αλλά περίμενα καρτερικά πότε θ’ αγόραζε ντιβιντιέρα ο μπαρμπα-Κορτώ να ξεστραβωθούμε. Μέχρι που ένα απόγευμα, καθώς ετοιμαζόταν για το ιατρείο, με βλέπει να γράφω στο σχετικά καινούργιο μου λάπτοπ και μου λέει: «Πέθανα στο γέλιο με την ταινία του Γούντυ Αλλεν!». Τον κοιτάω εγώ συνοφρυωμένος και του λέω: «Πήρες μηχάνημα DVD και δε μου το ‘πες;». Ο πατήρ παίρνει το γνώριμο πια ύφος παραίτησης, πλησιάζει, πατάει ένα κουμπάκι στο πλάι του λάπτοπ και –ω του θαύματος!- από μέσα βγαίνει το πορτάκι του ενσωματωμένου DVD player, την ύπαρξη του οποίου αγνοούσα επί ένα εξάμηνο και βάλε.

Η τελευταία τεχνολογική οδύσσεια που υπέστην ήταν η εγκατάσταση γρήγορου Ιντερνετ το καλοκαίρι του 2008, όταν η μεταφραστική μου εργασία είχε μετατραπεί σε κόλαση – γιατί όταν ο τρισκατάρατος συγγραφέας σού παραθέτει μια παράγραφο με διάφορες ποικιλίες βρούβας που φύονται μόνο στο νοτιοδυτικό Γουαϊόμινγκ και μόνο σε χωράφια κοπρισμένα με σκατό βίσωνα (και συγκεκριμένα Υδροχόου βίσωνα), η πρώτη αντίδραση του μεταφραστή με προπολεμικό μόντεμ (ναι, εκείνο που έσκουζε σαν η χήρα στο κρεβάτι) είναι η αυτοκτονία με κατάποση καθαριστικού μπανιέρας. Εκείνο που δεν μπορούσα να μαντέψω, φυσικά, ήταν ότι τα δύο πρώτα μόντεμ που θ’ αγόραζα θα ήταν και τα δύο καμένα, γεγονός που όπως μπορείτε να φανταστείτε αντιμετώπισα με τη νηφαλιότητα και την ψυχραιμία που με χαρακτηρίζουν – τουτέστιν, παίρνοντας τηλέφωνο την τεχνική υποστήριξη του παροχέα μου και ουρλιάζοντας εν μέσω λυγμών και λόξυγγα ότι, αν δεν μου στείλουν τεχνικό πάραυτα, θα ‘χουν τον πρόωρο χαμό μου βάρος στη συνείδησή τους. Οταν εντέλει ήρθε ο τεχνικός, και πρωτομπήκα στο Google σε χρονικό διάστημα μικρότερο της μιάμισης εβδομάδας που μου ‘παιρνε πριν, συγκρατήθηκα για να μην του δοθώ από ευγνωμοσύνη (συνετέλεσε βέβαια και το γεγονός ότι πρέπει να ‘χε μόλις φάει παστουρμά και μύριζε σαν τα εφτά λέσια, που ‘λεγε και η συχωρεμένη η γιαγιά μου).

Εκτοτε, και μέχρι τη μεταμόρφωσή μου στο σημερινό μου εαυτό (που παίζει το Ιντερνετ στα δάχτυλα – αφού να σκεφτείς έχω μάθει πια μέχρι και πως καθαρίζει το ιστορικό από την Πορνοθήκη της Αλεξάνδρειας), μεσολάβησαν πλείστοι άλλοι εξευτελισμοί και στραπάτσα. Οπως το ότι το φλασάκι δεν είναι για να τραβάμε φωτογραφίες με την ψηφιακή, αλλά για ν’ αποθηκεύεις κι άλλο πράμα. Ή ότι ο εξωτερικός σκληρός δεν είναι ευφημισμός για την ορθοψωλιά, αλλά δίσκος για ν’ αποθηκεύεις κι άλλο πράμα. Οτι το κατεβάζω δεν είναι πάντα κυριολεκτικό (για παράδειγμα, «Κατέβασέ μου τα κρον φλέικς απ’ το πάνω ράφι»), αλλά μπορεί να σημαίνει ότι οικειοποιείσαι ένα τραγούδι, μια ταινία κτλ. (πράγμα που ορκίζομαι στο συκώτι μου ότι δεν το έχω κάνει ποτέ, διότι η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική, τη λίμπιντο και τις γελάδες με πράσινα μάτια). Οτι τα torrent (που επίσης γνωρίζω μόνον εξ ακοής) δεν είναι στην κυριολεξία ένας χείμαρρος όπου ο άσχετος όπως εγώ προσπαθεί να πιάσει επεισόδια σειρών σαν αρκούδα με Πάρκινσον, που της ξεφεύγουν οι σολομοί, αλλά είναι κάτι πολύ απλό, φτάνει να ‘χεις έναν ελαφρύ client (που όχι, δεν παραπέμπει σε πορνεία για πελάτες βάρος φτερού). Κι ότι τέλος το facebook δεν είναι κάτι που σου τρώει λεφτά (ο μόνιμος φόβος του ανθρώπου που αντιμετωπίζει την τεχνολογία σαν ψυλλιασμένος ιθαγενής, κιαλάροντας τις χάντρες ενώ διερωτάται: Να τον πάω στον αρχηγό μου ή θα μας σουβλίσουν σαν τσι γουρούνες στο πανηγύρι τ’ Αϊ-Μάμα;) αλλά είναι ένα μέσο δικτύωσης, φιλίας και γνωριμιών, ιδανικό για άτομα όπως εγώ, των οποίων η κοινωνικότητα είναι ελάχιστα μεγαλύτερη απ’ του Σάλιντζερ αφού πέθανε.

Αυτά τα ολίγα. Και τώρα πάω με το λάπτοπ στην κρεβατοκάμαρα, για να δω αν δουλεύει το wi-fi που μόλις εγκαταστήσαμε. Και για όσους βρίσκονται στην ευρύτερη περιοχή των Εξαρχείων: Αν ξάφνου ακούσετε άναρθρες κραυγές και μπινελίκια, μη σκιαχτείτε. Κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα το πάρω το κολάι.
Αύγουστος Κορτώ
"Ο άνθρωπος που έτρωγε πολλά"
2012

Σάββατο, Ιουνίου 09, 2012

Πατρίδα μου είναι ο κόσμος

Ο ρατσισμός δεν ελλοχεύει στην έλλειψη ανοχής, αλλά στην απουσία ειλικρινούς και από καρδιάς αποδοχής.

«Στην εφαρμογή της ανεκτικότητας στην πράξη, ο εχθρός σου είναι ο καλύτερος δάσκαλος»
Dalai Lama

«Θα έπρεπε να ξέρουμε όλοι ότι η πολυμορφία δημιουργεί ένα πλούσιο χαλί και πρέπει να συνειδητοποιήσουμε όλοι ότι οι κλωστές του χαλιού αυτού είναι ίσες σε αξία, όποιο χρώμα κι αν έχουν»
Μάγια Αγγέλου

«Οι προκαταλήψεις είναι πιο δύσκολο να ξεριζωθούν απ’ την καρδιά που το χώμα της δεν δουλεύτηκε και δεν λιπάνθηκε από την Παιδεία. Μεγαλώνουν εκεί οι προκαταλήψεις, ακλόνητες σαν τα ζιζάνια ανάμεσα στις πέτρες»
Charlotte Bronte

«Εχω μάθει τη σιωπή από τους φλύαρους, την ανεκτικότητα από τους αδιάλλακτους και την καλοσύνη από τους σκληρούς… και δεν νιώθω καμία ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς τους δασκάλους»
Khalil Gibran

«Πατρίδα μου είναι ο κόσμος. Συμπατριώτες μου είναι η ανθρωπότητα»
William Lloyd Garrison

«Εχεις τον τρόπο σου. Εχω τον τρόπο μου. Οσο για τον ορθό τρόπο, τον καλό τρόπο και τον μόνο τρόπο, δεν υφίστανται»
Friedrich Nietzsche

«Ανοχή δεν σημαίνει ότι δεν είσαι πιστός στα πιστεύω σου. Μάλλον σημαίνει ότι καταδικάζεις την καταπίεση και την εκδίωξη των άλλων»
John Fitzgerald Kennedy

«Κοινωνία είναι μια ενότητα στη διαφορετικότητα»
George Herbert Mead

«Πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί σαν αδέλφια, αλλιώς θα χαθούμε μαζί σαν ανόητοι»
Martin Luther King

«Η δοκιμασία του θάρρους έρχεται όταν βρισκόμαστε στη μειονότητα. Η δοκιμασία της ανεκτικότητας έρχεται όταν ανήκουμε στην πλειοψηφία»
Ralph Washington Sockman

«Η όλη ιδέα ενός στερεότυπου είναι η απλοποίηση. Αντί να ερευνάς και να αναλύεις το πρόβλημα όλης αυτής της διαφορετικότητας (ότι ίσως είναι αυτό, μπορεί κι εκείνο) έχεις απλώς μία ευρεία δήλωση: είναι έτσι»
Chinua Achebe

«Ο Αρμαγεδών δεν είναι στο κατώφλι μας. Απλώς αυτό θέλουν να πιστεύουν οι άνθρωποι της βίας. Η πολυπλοκότητα και ποικιλομορφία του κόσμου είναι η ελπίδα για το μέλλον»
Michael Palin

«Η ανθρώπινη διαφορετικότητα κάνει την ανεκτικότητα κάτι παραπάνω από αρετή. Την κάνει προϋπόθεση για την επιβίωση»
René Dubos

Βάσω Κανελλοπούλου
"ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ" - "ΕΨΙΛΟΝ"
18 Ιουλίου 2010

Τρίτη, Μαΐου 01, 2012

Μία φωτογραφία, χίλιες λέξεις...

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ζούμε στο θέατρο του παραλόγου…

Ο συγκεκριμένος πολιτικός που απεικονίζεται στη φωτογραφία να δέχεται χειροφίλημα ως νέος πατριάρχης, είναι αυτός που ελάχιστους μήνες πριν ανέλαβε να σώσει τη χώρα, ανακαλύπτοντας και εφαρμόζοντας μέτρα τα οποία αν ήταν στην αντιπολίτευση θα τα είχε καταγγείλει ως αντισυνταγματικά (γιατί είναι και συνταγματολόγος, -όταν τον βολεύει βέβαια-), και οδήγησαν στην ανέχεια και την απελπισία εκατομμύρια συνανθρώπους αυτού που του φιλάει το χέρι!

Ο συγκεκριμένος πολιτικός είναι αυτός που διαδέχθηκε στο υπουργείο άμυνας έναν άλλον ο οποίος βρίσκεται τώρα οικογενειακώς στη φυλακή, με κατηγορίες χρηματισμού και ξεπλύματος βρώμικου χρήματος κατά τη διάρκεια της θητείας του, και που ποτέ του –ο πρώτος- δεν αναρωτήθηκε, που στο διάολο πήγαν όλα αυτά τα εκατομμύρια. Είναι, επίσης, φανερό, ότι ποτέ επί δικής του υπουργείας κάποιος από τους εμπόρους όπλων και οπλικών συστημάτων, δεν διανοήθηκε να του κάνει προσφορά που να περιλαμβάνει το κάτι τις παραπάνω –ένα δωράκι, βρε αδερφέ. Δεν ήξερε, δεν ρώτησε, δεν έμαθε…

Ο συγκεκριμένος πολιτικός είναι αυτός, που όντας υπουργός πολιτισμού την εποχή που η εκλογική του περιφέρεια αναδείχθηκε Πολιτιστική Πρωτεύουσα 1997, στελέχωσε το διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού που δημιουργήθηκε (γιατί έτσι γίνονται οι μπίζνες στην Ελλάδα) με συγγενείς και φίλους επιχειρηματίες (οι επιχειρήσεις όλων αυτών σήμερα είναι πτωχευμένες με χρέη εκατομμυρίων απέναντι σε κράτος και εργαζόμενους), οι οποίοι με τη μία ιδιότητα –αυτήν του επιχειρηματία- κατέθεταν υπερτιμολογημένες προσφορές στον οργανισμό και με την άλλη τους ιδιότητα –αυτήν του μέλους Δ.Σ. του Οργανισμού- τις αξιολογούσαν και τις επέλεγαν, με την ανοχή του συγκεκριμένου πολιτικού ο οποίος και πάλι δεν αντελήφθη το παραμικρό (διότι προφανώς μελετούσε Οικονομικά καθώς υποψιαζόταν ότι κάποτε θα του χρειαστούν για να σώσει τη χώρα).

Ο συγκεκριμένος πολιτικός με το υπερφίαλο Εγώ και την ακατάσχετη λογοδιάρροια, μετά από όλα αυτά τα μεγαλειώδη, έγινε αρχηγός Σοσιαλιστικού κόμματος (γιατί πάνω απ’ όλα είναι σοσιαλιστής), και φιλοδοξεί να γίνει και πρωθυπουργός της χώρας, καθώς όπως δραματοποιημένα τονίζει, κουνώντας καθηγητίστικα το δάχτυλο του, δεν αρκεί η πρώτη του προσπάθεια να σώσει την χώρα αν δεν συνδυαστεί με τη δεύτερη του –ως πρωθυπουργού, πλέον- που θα ολοκληρώσει τη σωτηρία και θα θεμελιώσει το αίσθημα δικαίου που αυτός επέβαλε.

Ο συγκεκριμένος πάμπλουτος (από σκληρή δουλειά) πολιτικός που ηγείται ενός καταχρεωμένου –απέναντι στο κράτος βεβαίως, βεβαίως, αλλά τι σημασία έχει, αφού «εμείς είμαστε το κράτος»- κόμματος, βομβαρδίζει το πόπολο με διαφημίσεις και συνεντεύξεις σε καταχρεωμένα προωθητοκάναλα, στις οποίες αγορεύει ο ίδιος (φυσικά) για τα καλά που υπόσχεται, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να καλύψει την αηδία που νιώθει για όλους αυτούς τους λαϊκούς τους οποίους αναγκάζεται να διοικεί και να συναναστρέφεται, μιας και ο ίδιος θεωρεί ότι δεν του αξίζει κάτι λιγότερο από τη θέση του αυτοκράτορα –άντε βασιλιά- ενός εξευγενισμένου και πειθαρχημένου λαού. Ας όψεται η άδικη τύχη που τον έφερε… ή μάλλον μας έφερε στο δρόμο του.

Στα πλαίσια αυτά, αναγκάζεται χαμογελώντας να προτάσσει το χέρι του προς χειροφίλημα και με ύφος «μα τι κάνεις, δεν είναι σωστό, άλλωστε δεν έκανα κάτι περισσότερο από το καθήκον μου», να σχεδιάζει τι επόμενες μέρες που –δεν μπορεί- θα είναι σίγουρα λαμπρότερες και φωτεινότερες και θα του αποδώσουν πλήρως τη δόξα και το μεγαλείο που του αξίζουν.
Κ.Π.

Πέμπτη, Απριλίου 12, 2012

Να βάλουμε πλάτη ο ένας στον άλλον...

(…)
- Ασχήμια, κίνδυνοι, πόρνες, πρέζα, σκουπίδια, σκοτάδι. Μπορεί ένας άνθρωπος να είναι ευτυχισμένος σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον;

«Ευτυχισμένος είναι κάποιος από τον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Αν για σένα ό,τι βλέπεις είναι τρόμος, στο πιο ωραίο μέρος να σε βάλουν πάλι τον τρόμο θα δεις. Το θέμα είναι να πάψουμε να βλέπουμε τη ζωή μέσα από τρόμους».

- Αρα θα αισθάνεσαι καλά…
«Απέναντι στον εαυτό μου θα αισθάνομαι καλά ξέροντας ότι έχω εξαντλήσει όλα μου τα περιθώρια. Σε αυτή τη ζωή είμαι διατεθειμένος να κάνω τα πάντα για την οικογένεια μου. Δεν είμαι Θεός για να κάνω θαύματα, αλλά είμαι βέβαιος ότι η αγάπη, σε αντίθεση με το χρήμα και τον ανταγωνισμό, κάνει θαύματα. Και όσον αφορά στα παιδιά, το μόνο που χρειάζονται είναι αγάπη και δύο γονείς που να ξέρουν να αγωνίζονται. Αυτό θα είναι το παράδειγμά τους και η μαγκιά τους. Οι γονείς που έχουν μάθει να “πληρώνουν” τα προβλήματα των παιδιών τους χτίζουν ετοιμόρροπες προσωπικότητες και όχι ολοκληρωμένους ανθρώπους. Εγώ θέλω να δείξω στα παιδιά μου ένα όραμα χωρίς ψεύτικους μύθους και κάλπικους τύπους με high class επαγγελματικές ιδιότητες».

(…)
- Τι σε εκνευρίζει περισσότερο σε όλη αυτή την κατάσταση;
«Οτι κάθε μέρα βγαίνει κάποιος και μας λέει “απέτυχα” χωρίς να υπόκειται στην παραμικρή τιμωρία. Ε, λοιπόν, και εγώ απέτυχα! Δεν έχω να πληρώσω ούτε την τράπεζα, ούτε την Εφορία, ούτε τη ΔΕΗ. Εκανα λάθος υπολογισμό, έβγαλα λάθος προϋπολογισμό και σας επαναλαμβάνω με τον δικό σας γλυκανάλατο τρόπο: Λυπάμαι, αλλά δεν θα πάρετε μία, γιατί “απέτυχα”. Ακριβώς όπως κι εσείς…».


- Μπορούμε να σωθούμε;
«Η μόνη λύση για να σωθούμε είναι να δώσουμε τα χέρια, να βάλουμε πλάτη ο ένας στον άλλον. Δυστυχώς, όμως, έχουμε αλλοιωθεί τόσο πολύ ώστε χρειαζόμαστε πολύ μεγάλο βιασμό για να ξαναγίνουμε άνθρωποι. Οσο δεν παίρνουμε την απόφαση να λειτουργήσουμε ως άνθρωποι, δεν υπάρχει ελπίδα για κανέναν μας».

- Εχει υπάρξει φορά που να έχεις σιχαθεί το χρήμα;
«Ουδέποτε κατάλαβα τη λειτουργία του χρήματος, και γι’ αυτό είμαι ένας άνθρωπος κατά πάσα πιθανότητα προβληματικός. Υπήρξαν περίοδοι στη ζωή μου που πεινούσα και άλλες που σπαταλούσα ασύστολα. Τρελά λεφτά δεν πήρα ποτέ, διότι ούτε στο Χόλυγουντ δούλεψα, ούτε ο Brad Pitt τυγχάνει να είμαι…».

- Ποια είναι η μεγαλύτερη ευθύνη απέναντι στα παιδιά σου και ποιο το μεγαλύτερο άγχος σου;
«Να μην παρέμβω στη δυναμική της προσωπικότητάς τους. Η μεγαλύτερη προίκα που μπορείς να αφήσεις στα παιδιά σου είναι να τους επιτρέψεις να αναπτύξουν και να εμπιστευτούν την προσωπικότητά τους. Ούτε τα σπίτια, ούτε τα σχολεία, ούτε τα ακριβά ρούχα, ούτε τα παιχνίδια φτιάχνουν ισορροπημένους ανθρώπους. Αν ένα παιδί δεν αναπτύξει σωστά την προσωπικότητά του και δέκα σπίτια να του αφήσω, θα μου τα φάει στην κόκα…».

- «Οι άνθρωποι διατήρησαν δυνατό πόθο να ξαναγίνουν αθώοι και ευτυχισμένοι. Αν όμως κάποιος ξανάβρισκε την παλιά τους ευτυχία, τους την έδειχνε και τους ρωτούσε κατόπιν: Θέλετε να ξαναγυρίσετε σε αυτή; Θα απαντούσαν: όχι!», γράφει κάπου ο “o φίλος σου ο Dostoyevsky”. Το πιστεύεις;
«Το πιστεύω, διότι η υπεραξία του χρήματος και του κοινωνικού status αλλοίωσαν βαθιά την ανθρώπινη φύση. Είναι θλιβερό, αλλά η ερώτηση που κυριαρχούσε τα τελευταία χρόνια δεν ήταν “πώς πέρασες;” αλλά “πού πήγες;”. Ολοι έμοιαζαν με κούκλους και κούκλες σε βιτρίνες… Φορούσαν τα Prada, αγόραζαν τα πάντα, μιλούσαν με φίλους τους στο Facebook, έκλειναν πρώτο τραπέζι πίστα στα μπουζούκια και περνούσαν καταπληκτικά. Η τέλεια ευτυχία απαλλαγμένη από κάθε συμμετοχή στη ζωή…».

- Τι θέλεις να αφήσεις πίσω στο 2011;
«Το άσχημο πρόσωπό του που έχει να κάνει με το εξής: υποδύομαι ότι σε συναισθάνομαι μέσα από έναν ξερό πολιτικό λόγο χωρίς να συνυπολογίσω το κόστος των επιλογών μου σε επίπεδο αξιών, προσωπικότητας, ήθους και αξιοπρέπειας. Και θα ήθελα να διευκρινίσω ένα πράγμα σε όλους τους κυρίους που μας κυβερνάνε: δεν θα σβήσουμε το παρελθόν μας επειδή έτσι τους βολεύει. Αν αγαπούν αυτόν τον τόπο, ας σκεφτούν ότι υπάρχει μια Ιστορία ποτισμένη με πάρα πολύ αίμα στο οποίο πρέπει να δείξουν σεβασμό. Αν τους έβλεπαν σήμερα από μια γωνιά ο Κολοκοτρώνης, ο Καποδίστριας και ο Μεταξάς, που αν και φασίστας είπε τουλάχιστον ένα “όχι” και όχι “περάστε”, θα ντρεπόντουσαν. Ας σεβαστούν, επιτέλους, την Ιστορία μας κι ας πάψουν να είναι κομπλεξικοί. Οχι, δεν ήμασταν, δεν είμαστε, κι ούτε θα γίνουμε ποτέ Ευρωπαίοι. Είμαστε Βαλκάνια, άνθρωποι της Ανατολής κι ως τέτοιους έπρεπε να μας ανεχτεί η Ευρώπη. Η αθώα Ευρώπη ήξερε ποιους αγκάλιαζε κι αν η Ελλάδα είναι το μαύρο πρόβατο, τότε η παρέα τους είναι καθολικά σάπια…».
Φάνης Μουρατίδης
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "PEOPLE"
1 Ιανουαρίου 2012

Τρίτη, Μαρτίου 20, 2012

Κυνηγούσα τον εαυτό μου

(…)
«Δεν έχω γραφείο, δεν έχω ρουτίνα, δεν μπορώ να σου περιγράψω την καθημερινότητά μου, γατί πολύ απλά δεν έχω. Δεν είμαι οργανωμένος, δεν είμαι επιχειρηματίας, δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν τρώω κρέας, δεν έχω κινητό».

(…)
Πως έφτασε ένα παιδί μεταναστών από τη Σπάρτη να διοικεί μια διαρκώς αναπτυσσόμενη αυτοκρατορία, με καταστήματα στο Βέλγιο, στη Γερμανία, στην Ολλανδία, στην Ισπανία, στην Κίνα, στη Γαλλία και τη Σαουδική Αραβία;
«Τυχαία. Εγώ το βλέπω ως δουλειά. Περνάω καλά. Εγώ, να φανταστείς, το 1989 πήρα δανεικά (που τα ξεπλήρωσα όλα) από όλους τους γείτονες και γνωστούς μου στα Πατήσια για να ξεκινήσω τα COCO-MAT. Αλλά έχω κάνει ό,τι δουλειά μπορείς να φανταστείς. Ακόμα και τον δημοσιογράφο στην “Daily Telegraph”. Ηξερα γλώσσες, που τις έμαθα πρακτικά συνομιλώντας με ανθρώπους, στηνόμουν με μια κάμερα έξω από τα ξενοδοχεία στο Λονδίνο, έβγαζα μια φωτογραφία, π.χ. με τον Beckenbauer και έγραφα μια ιστορία δική μου. Και τον παρκαδόρο έκανα στην πλατεία Κλαυθμώνος, σε καζίνο, όπως έχω υπάρξει και σερβιτόρος, αλλά ξεκίνησα ως πωλητής στο Μοναστηράκι. Είμαι ευτυχισμένος άνθρωπος. Εκανα τον κύκλο στη ζωή μου, ταξίδεψα, γνώρισα τον κόσμο. Δεν άντεχα να μου δώσουν κάτι έτοιμο. Ετσι βαριέσαι τη ζωή. Κυνηγούσα τον εαυτό μου. Και όταν τον βρήκα κατάλαβα ότι αυτό που σου δίνει χαρά είναι το ίδιο σου το σπίτι, το λιμάνι σου. Τώρα, αν ψάχνεις ένα μυστικό επιτυχίας, δεν έχω απάντηση. Το πάθος ίσως. Εγώ είμαι ερωτευμένος με τη δουλειά μου».
Είναι φυσική μια ερώτηση σε κάποιον που εφαρμόζει το ελληνικό επιχειρείν στο εξωτερικό, αν πλέον τον αντιμετωπίζουν με καχυποψία.
«Εγώ δεν φοβάμαι να πω ότι είμαι Ελληνας. Μέσα στην κρίση είναι τιμή μου να λέω ότι μια ελληνική εταιρεία φτιάχνει τα πιο έντιμα προϊόντα. Εγώ έχω φερμουάρ στα στρώματά μου και με κυνηγούν για συνεργασία τα καλύτερα ξενοδοχεία στον κόσμο. Η καλύτερη διαφήμιση είναι η πραγματικότητα. Αυτή η δουλειά μού έμαθε ότι ποτέ δεν πηγαίνουν όλα μέλι-γάλα. Δεν είναι ανθόσπαρτος ο δρόμος και θέλει μαγκιά για να αντέξεις. Από τα λάθη σου μαθαίνεις και ακόμη και στο 90ό λεπτό κερδίζονται τα παιχνίδια. Δεν είμαι ξερόλας. Το επόμενο λάθος μου ίσως το κάνω αύριο, αλλά θα σηκωθώ. Ηδονίζομαι με τις δυσκολίες και τις αναποδιές. Ξέρεις πόσα κλάματα έχω ρίξει στα εργοστάσια; Αν δεν πέσεις, όμως, πώς θα σηκωθείς; Αυτή είναι η προπόνηση ενός καλού επιχειρηματία. Να μην τα παρατήσει στην πρώτη δυσκολία. Ξέρεις τι σημαίνει να ανοίγεις το πρώτο σου κατάστημα στη Μαδρίτη το 1997 και ο κόσμος που δούλευε στην Ξάνθη (σ.σ. εργάζονται γι’ αυτόν πολλοί μετανάστες και άτομα με ειδικά προσόντα, μια που η κοινωνική ευαισθησία είναι στις προτεραιότητες της COCO-MAT)
να μην μπορεί να συνεννοηθεί, λόγω έλλειψης γνώσεων αγγλικών και ισπανικών; Μαθαίνεις καθημερινά».
Ο Πολ Ευμορφίδης αισθάνεται πλούσιος;
«Ναι, γιατί κάνω αυτό που γουστάρω».
Νιώθει ευτυχής στη φύση;
«Πώς ζείτε στην Αθήνα; Αν δεν μπορείς να αγγίξεις ένα δέντρο την ημέρα, δεν γίνεται να αγαπήσεις τον συνάνθρωπό σου».
Συμβουλεύει τους νέους να ταξιδέψουν όσο περισσότερο μπορούν για να μάθουν να αποδέχονται τη διαφορετικότητα και πιστεύει ότι αν σκέφτεσαι θετικά και αισιόδοξα θα αποφύγεις τη μιζέρια.
«Η ζωή είναι σαν το ποδήλατο: θα ιδρώσεις πολύ στην ανηφόρα, αλλά μετά ακολουθεί η κατηφόρα. Πριν από λίγους μήνες ταξίδεψα στις Αλπεις με τον μεγάλο μου γιο (κάνοντας τη διαδρομή Αμστερνταμ-Αθήνα με ποδήλατο!). Ηθελα να του δώσω μερικές συμβουλές για τη ζωή χωρίς να του πω κουβέντα. Μέσα στο καταχείμωνο μας έσκαγε το λάστιχο, αλλά φτάσαμε στην κορυφή και καρφώσαμε την ελληνική σημαία. Κατακτήσαμε».
Ενας πωλητής στο Μοναστηράκι μπόρεσε να πάρει μια ιδέα και να τη μετατρέψει στην καλύτερη στρωματοποιία στον κόσμο. Να χρησιμοποιήσει το καουτσούκ, το μαλλί, το βαμβάκι, το πούπουλο χήνας, τα φύκια θάλασσας, τον κοκοφοίνικα (όλες τις ελληνικές πρώτες ύλες) και να παρασκευάσει ένα στρώμα φτιαγμένο από τα υλικά των ονείρων, της ελπίδας.
«Η Ελλάδα της κρίσης πρέπει να εκμεταλλευτεί τον τουρισμό και να οργανώσει το “πράσινο διαβατήριο”, να προσελκύσει στις ομορφιές της τους Ευρωπαίους».
Πολλές από τις παρακάτω πρακτικές που διέπουν την εταιρεία COCO-MAT φαντάζουν εξωπραγματικές για τις περισσότερες –εγχώριες τουλάχιστον- επιχειρήσεις, όχι, όμως, για τον Πολ Ευμορφίδη. Για παράδειγμα, όσοι υπάλληλοι πηγαίνουν στην εργασία τους με το ποδήλατο παίρνουν 5% αύξηση και εκείνοι που κόβουν το κάπνισμα 3%. Κάθε έξι μήνες οι εργαζόμενοί του συμπληρώνουν ερωτηματολόγιο σχετικά με τον βαθμό ικανοποίησης από την εταιρεία, ενώ κάθε εργαζόμενος μπορεί να επιλέξει ένα ατομικό δείπνο, δηλαδή να δειπνήσει με ένα μέλος της διοίκησης και να συζητήσουν επαγγελματικά και προσωπικά θέματα.
Τι παράπονο έχει ο 53χρονος Πολ ύστερα από μια τέτοια πορεία ζωής;
«Αναγκάστηκα να οδηγήσω μετά από χρόνια, γιατί ο δημοσιογράφος των “Times” δεν ήθελε να κάνουμε τη διαδρομή Αθήνα-Βόλο, που είναι της πλάκας, 350 χιλιόμετρα, με τα ποδήλατα!».

Πολ Ευμορφίδης
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "PEOPLE"
4 Μαρτίου 2012

Κυριακή, Μαρτίου 04, 2012

Πως φτάσαμε ως εδώ;

«Καλύτερα να τους αφήσεις να το κάνουν με ατέλειες παρά να γίνει τέλεια από εσένα. Γιατί είναι η χώρα τους, οι τρόποι τους και ο χρόνος σου είναι λίγος».Ο Lawrence of Arabia για την αραβική εξέγερση του 1916


Η δήλωση του Olli Rehn «εναπόκειται στην ελληνική κυβέρνηση και τη Βουλή της Ελλάδας να πείσουν τους Ευρωπαίους εταίρους για την ισχυρή δέσμευσή τους σχετικά με την υλοποίηση της δημοσιονομικής σταθεροποίησης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», μπορεί να μη θέτει θέμα εθνικής κυριαρχίας, αλλά δείχνει πόσο κοντά έχουμε φτάσει στο να το αντιμετωπίσουμε.
Ο Rehn φυσικά ούτε έχει κόμμα, ούτε ψηφίζει στη Βουλή, ούτε μπορεί να επιβάλει κάποια απόφαση εντός Ελλάδας. Με την οικονομική, όμως, δύναμη της Ευρώπης, σε συνδυασμό με την εξάρτηση της Ελλάδας από την ευρωπαϊκή οικονομική σφαίρα, μπορεί έμμεσα να επιβάλει στους Ελληνες περισσότερα άμεσα και σκληρά μέτρα από οποιαδήποτε κυβέρνηση.

Το ερώτημα είναι πως φτάσαμε να έχουμε εκχωρήσει τόσο μεγάλο μέρος της εθνικής μας ανεξαρτησίας στους Ευρωπαίους “εταίρους”;
Η απάντηση είναι έξω από το παράθυρό σας στα αυτοκίνητα που είναι παρκαρισμένα στον δρόμο, στις ηλεκτρικές συσκευές στην κουζίνα σας και στα σινιέ ρούχα στην ντουλάπα σας.
Δεν έχουν περάσει ούτε 20 χρόνια από την εποχή όπου οι Ελληνες φοράγανε Adidas με τέσσερις ρίγες, το κέντρο της Αθήνας είχε νέφος από τις εξατμίσεις 20χρονων αυτοκινήτων και η ηλεκτρική κουζίνα προτού πεταχτεί είχε γνωρίσει 10 φορές τον μάστορα. Ο λόγος ήταν ότι κάθε εισαγόμενο ακριβό προϊόν είχε φόρο πολυτελείας. Η πολιτική της άγριας φορολόγησης στις εισαγωγές είχε ως αποτέλεσμα να μην εισάγονται πολλά προϊόντα, αλλά και όταν εισάγονταν το κράτος να αποζημιώνεται με ένα μεγάλο και άμεσο φόρο που ισοφάριζε τη ζημία στο ισοζύγιο. Φόροι ίσχυαν και στο εξωτερικό και για τα ελληνικά προϊόντα, αλλά επειδή δεν παράγαμε προϊόντα πολυτελείας για να επιβαρυνθεί η τιμή τους, μας ενδιέφερε λιγότερο.
Με το άνοιγμα των συνόρων και την κατάργηση της φορολογίας στις εισαγωγές, το ισοζύγιο πήγε κατά διαόλου. Και ενώ στο παρελθόν τυπώναμε χρήμα δημιουργώντας πληθωρισμό, τώρα, μην έχοντας αυτή τη δυνατότητα, δανειζόμαστε. Και το αποτέλεσμα ήταν, όχι «να φτάσουμε στον χωρισμό», που λέει και το τραγούδι –άσε που μπορεί να φτάσουμε-, αλλά να ψηφίσουμε για πρωθυπουργό τον George και να βρεθούμε με πρωθυπουργό τον Olli.
Αντώνης Πανούτσος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
12 Φεβρουαρίου 2012

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 22, 2012

Ζούσαμε μια ζωή που δεν ήταν δική μας

(…)
«Οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες μάλλον μας φέρνουν πιο κοντά. Αυτό είναι ίσως το μόνο θετικό μιας κατάστασης που δεν έχει κανένα άλλο θετικό και μας ρίχνει στην κατάθλιψη. Τελικά, σουσουδίσαμε καιρό. Ζούσαμε μια ζωή που δεν ήταν δική μας. Το όνειρο αποδείχτηκε φούσκα, τώρα ζούμε την εποχή που η Μαντάμ Σουσού επιστρέφει από το Κολωνάκι στον Μπύθουλα».

(…)
«Ο αέρας είναι διαφορετικός στη Θεσσαλονίκη. Είμαι τυχερή που ζω την κρίση εδώ και όχι στην Αθήνα. Δεν είναι ο κόσμος σε καλύτερη κατάσταση, αλλά έχει μια αξιοθαύμαστη ανθρωπιά. Στην Αθήνα νιώθεις τον φόβο ότι κινδυνεύεις. Εδώ μετακινείσαι με τα πόδια χωρίς να φοβάσαι και όλοι σου λένε καλημέρα. Οταν μετακόμισα σε μια γειτονιά της πόλης, ο περιπτεράς με χαιρετούσε όχι γιατί αναγνώριζε την ηθοποιό, αλλά τη γειτόνισσά του. Στην Αθήνα δεν μιλάς στους αγνώστους στην καθημερινότητά σου. Το μήνυμα της κρίσης, αυτό που ίσως σώσει το μέλλον μας, είναι να μη μείνουμε κλεισμένοι στο καβούκι μας. Να μην είμαστε φοβισμένοι με τη ζωή».

Φωτεινή Μπαξεβάνη
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "PEOPLE"
5 Φεβρουαρίου 2012

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 17, 2012

Πλιάτσικο

Στη χώρα που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα...
Μας ενοχλεί –και δικαίως- που έχει αρχίσει το "ξεπούλημα" από τους διαφόρους "πάτρωνες" και "προστάτες" του εξωτερικού, αλλά και στο εσωτερικό το πλιάτσικο δεν πάει πίσω...
Πριν από λίγες ημέρες εκλάπησαν από την Εθνική Πινακοθήκη τρεις πίνακες μεγάλης πολιτιστικής και οικονομικής αξίας. Αμέσως μετά μαλώνανε για το ποια υπηρεσία έφερε την ευθύνη φύλαξης του χώρου!
Χθες εκλάπησαν 65(!) αρχαία αντικείμενα από το αρχαιολογικό μουσείο της Ολυμπίας και θαυμάστε αντίδραση:
«Σύμφωνα με ανακοίνωση της αστυνομίας, έχουν κινητοποιηθεί οι τοπικές και γειτονικές Υπηρεσίες των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας και Πελοποννήσου, ενώ ενεργοποιήθηκαν κλιμάκια εξειδικευμένων αξιωματικών και προσωπικού της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, καθώς και συνεργεία εξερευνητών και επιστημόνων των Εγκληματολογικών Εργαστηρίων της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας».


Υπηρεσίες, κλιμάκια, συνεργεία, εργαστήρια… που για να αναφέρεις τα ονόματά τους μόνο πρέπει να στραμπουλίξεις τη γλώσσα σου, "κινητοποιήθηκαν" και "ενεργοποιήθηκαν" ωσάν να επρόκειτο για τις μαρμαρωμένες υπηρεσίες του Κράτους, που όλο τον καιρό στέκουν αδρανείς και απασφαλισμένες και χρειάζονται ένα νεύμα μόνο για να ξυπνήσουν και να ορμήσουν προς τη διαλεύκανση του εγκλήματος. Δυστυχώς όμως, όλα αυτά, αντιπροσωπεύουν μόνο τίτλους και βαρύγδουπες ονομασίες, το κέλυφος ενός πτώματος που σαπίζει.
Φωνάζουμε -και δικαίως- για τους "βαρβάρους" που ελαύνουν κατά πάνω μας, ζητώντας ως λάφυρο την πατρίδα μας και δεν έχουμε πάρει μυρωδιά για τις συμμορίες των μαφιόζων κακοποιών και απατεώνων που σκυλεύουν ότι έχει απομείνει σ' αυτή τη χώρα που να θυμίζει ότι κάποτε εδώ γεννήθηκε και υπήρξε πολιτισμός, κουλτούρα, και παιδεία.
Απλά, κάποια στιγμή θα ξυπνήσουμε και θα διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει πια τίποτα ούτε καν για να το κλέψουν!
Κ.Π.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 01, 2012

Δεν ασχολούμαι με την ασχήμια

(…)
- Τι ομάδα είστε;
«Είμαι Ολυμπιακός. Παρακολουθώ το ποδόσφαιρο, αλλά προτιμώ να πάω να πιω έναν καφέ. Αυτά που συμβαίνουν γύρω μας αγγίζουν και το ποδόσφαιρο. Καταλαβαίνω κάποιος να αγαπάει μια ομάδα, αλλά δεν καταλαβαίνω πως η αγάπη αυτή μπορεί να σε μετατρέψει σε άνθρωπο που απλώς περπατάει σε όρθια στάση, δηλαδή ζώο. Με ενοχλεί αυτό. Δεν αντέχω όλους αυτούς τους “στρατούς” με τις δολοφονικές διαθέσεις που πηγαίνουν στο γήπεδο. Είμαι άνθρωπος που αγαπά το ωραίο, δεν ασχολούμαι με την ασχήμια. Στα καφενεία οι νέοι άνθρωποι συζητάνε ποιος θα αγοράσει την τάδε ομάδα και αν θα ‘ρθει ο Αραβας. Είναι μια κουβέντα που γίνεται τα τελευταία 20 χρόνια. Αυτό είναι το ζήτημα σήμερα;». (…)
Τάκης Σπυριδάκης
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "ΟΛΑ"
4 Δεκεμβρίου 2011

Πέμπτη, Ιανουαρίου 12, 2012

Αν δεν κάνεις τίποτα, τίποτε δεν θα γίνει...

- Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με την προβληματική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει τελευταία ο επιχειρηματικός κόσμος…
«Η δική μου σκέψη εστιάζεται πάντα στο τι δημιουργεί ένα πρόβλημα και όχι στο ποιο είναι το πρόβλημα. Αν λοιπόν κάποιοι άνθρωποι σοβαρολογούν ότι θέλουν να λύσουν το πρόβλημα, πρέπει να φροντίσουν να εξαντλήσουν την ανάλυσή τους στο τι το δημιουργεί, να δεχτούν ότι υπάρχει και τότε να προχωρήσουν στην επίλυσή του. Δυστυχώς, στην ελληνική κοινωνία μέσα από δηλώσεις διαφόρων αντιλαμβάνεται εύκολα κανείς ότι το πρόβλημα δεν έχει γίνει καν αντιληπτό».

- Θέλετε να πείτε ότι ο Ελληνας πιστεύει ακόμη στο «λεφτά υπάρχουν»;«Από τη στιγμή που οι λύσεις τις οποίες προτείνει έχουν να κάνουν με λεφτά, τότε μάλλον δεν έχει κατανοήσει το μέγεθος του προβλήματος. Και δεν μιλάω μόνο για τους πολιτικούς, αλλά για όλους τους κοινωνικούς φορείς. Λεφτά δεν υπάρχουν και εφόσον δεν υπάρχουν, όλες οι λύσεις που προτείνονται έως τώρα είναι θεωρητικές. Εμείς, όσον αφορά στην επιτυχία Jumbo, είμαστε πρακτικοί άνθρωποι, βλέπουμε τα προβλήματα και προτείνουμε ρεαλιστικές λύσεις. Το ελληνικό “γίγνεσθαι”, λοιπόν, θα πρέπει να δρομολογήσει σιγά-σιγά κάτι αντίστοιχο. Αν δεν το κάνει, όλο το σημερινό υγιές κομμάτι που έχει απομείνει θα νοσήσει πολύ σοβαρά».

- Εννοείτε ότι ο ιδιωτικός τομέας οδεύει προς πτώχευση ανάλογη με εκείνη του Δημοσίου;
«Ακριβώς. Η αίσθηση μου είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν έχει γίνει κατανοητό ότι σύντομα ένα κομμάτι του ιδιωτικού τομέα θα αρχίσει να υποχωρεί δημιουργώντας πολλαπλάσιο πρόβλημα σε σχέση με αυτό που αντιμετωπίζουμε σήμερα με τη λεγόμενη “πτώχευση” του δημόσιου τομέα. Το ζούμε καθημερινά και απορώ που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το φαινόμενο είναι συστημικό. Πολύ σύντομα θα δούμε να πτωχεύουν επιχειρήσεις του λιανικού τομέα για τις οποίες πριν ένα-δύο χρόνια ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν αδιανόητο. Το λυπηρό είναι ότι αυτή τη στιγμή που μιλάμε δεν το πιστεύει κανείς, θεωρώντας την πτώχευση υγιών επιχειρήσεων απλή κινδυνολογία».

- Πότε πιστεύετε ότι θα ζήσουμε το «κραχ» του ιδιωτικού τομέα;«Πάρα πολύ σύντομα. Η όλη κατάσταση μου θυμίζει το ρητό “ο γάιδαρος του Χότζα πάνω που έμαθε να μην τρώει ψόφησε”! Η πρώτη φάση του να μην τρως μπορεί να έχει ευεργετήματα, αφού αδυνατίζεις και ξοδεύεις λιγότερα, αλλά στη δεύτερη φάση, αν αυτό γίνει μόνιμο, πεθαίνεις… Αυτή είναι η πραγματικότητα και με στεναχωρεί που θα γίνει αντιληπτή όταν ο κόσμος θα αρχίσει να… πεθαίνει».

- Ποια λύση, λοιπόν, θα προτείνατε;«Ειλικρινά λυπάμαι που ο κόσμος νομίζει ότι για να κάνεις κάτι χρειάζονται λεφτά. Εγώ θα μιλήσω για μια λύση χωρίς λεφτά, η οποία εστιάζεται στη βάση μιας σκέψης που λέει: “Μην αναλώνετε τον χρόνο σας στο τι μπορεί να κάνει το κράτος για σας, αλλά τι θα κάνετε εσείς για το κράτος”. Η σκέψη μας πρέπει να αναστραφεί και όλες οι κοινωνικές ομάδες να ανασυγκροτηθούν. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: σήμερα στην Ελλάδα όλοι μιλάνε για ανάπτυξη. Η κοινωνική ομάδα των δικαστών θα πρέπει να μεριμνήσει για την οικονομία. Για να μπορέσει η ανάπτυξη να ξεκινήσει πρέπει να θεσπιστεί και να ενεργοποιηθεί άμεσα ένα εξειδικευμένο τμήμα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στελεχωμένο με ικανούς, ταχύτατους και “ιδεολογικά προσκείμενους” στην ανάπτυξη δικαστές, το οποίο θα εκδικάζει εντός εβδομάδων τις προσφυγές. Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να μιλά σοβαρά για ανάπτυξη στην Ελλάδα».

- Τι θα προτείνατε για το κομμάτι της διοίκησης;
«Στο κομμάτι των υπουργείων οι διάφοροι υπουργοί πρέπει να εντοπίσουν τους τομείς συγκριτικού πλεονεκτήματος και να τους ενισχύσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι αθέμιτοι στους ανταγωνιστές μας. Θα σας μιλήσω με ένα παράδειγμα: αν σήμερα διαθέτεις ένα δωμάτιο μέσα στη θάλασσα και το νοικιάσεις, θα πάρεις 100 ευρώ. Αν το δωμάτιό σου βρίσκεται στην παραλία, θα πάρεις 80 ευρώ ενώ αν βρίσκεται 300 μέτρα από την παραλία, θα πάρεις 50 ευρώ. Εμείς, ανοήτως, αυτοπεριοριστήκαμε στο να πουλάμε μόνο δωμάτια των 50 ευρώ, διότι δεν επιτρέπουμε ούτε τη χρήση της παραλίας, ούτε του νερού, ενώ η λογική υπαγορεύει ακριβώς το αντίθετο. Οχι μόνο να μπορείς να χτίσεις μέσα στο νερό, αλλά να μπορείς να κάνεις και λιμανάκι σε κάθε σπίτι, ώστε κάποια στιγμή να διαθέτεις ένα πραγματικά ανταγωνιστικό προϊόν».

- Η τελευταία σας πρόταση φοβάμαι ότι θα προκαλούσε πολλές και σοβαρές αντιδράσεις διαφόρων κοινωνικών φορέων…«Εδώ στην Ελλάδα τα πράγματα έχουν μετονομαστεί. Οταν κάποιος βελτιώνει κάτι το καταστρέφει, ενώ όταν το παραμελεί το προστατεύει. Οι λογικές του τύπου “αυτός που επιλέγει να κάνει κατοικίες μέσα στη θάλασσα με λιμανάκια και εξέδρες στα βράχια καταστρέφει το περιβάλλον, ενώ εκείνος που δεν κάνει τίποτε αφήνοντας τα μπάζα και τα σκουπίδια το προστατεύει” είναι μυθεύματα, και με αυτές τις θέσεις ασφαλώς και δεν θα υπάρξει ανάπτυξη. Αν σήμερα μιλάνε κάποιοι για ανεμογεννήτριες, δεν καταλαβαίνω γιατί να μη γίνει όλη η Μακρόνησος ένα πάρκο ανεμογεννητριών αντί να αποτελεί το νησί των εγκαταλελειμμένων χαλασμάτων. Αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν περί τα 3.000 ιδιωτικά νησιά. Να δοθούν, λοιπόν, απεριόριστες χρήσεις γης χωρίς δυνατότητα του συστήματος να εκβιάσει και να πουληθούν άμεσα στους ξένους, να έρθουν να επενδύσουν ώστε να δουλέψουν άμεσα οι τοπικές κοινωνίες με μηδενική συμμετοχή του κράτους. Αν αυτό το πείραμα επιτευχθεί, μετά γιατί να μην νοικιαστούν –ή και να πουληθούν ακόμη- η Μακρόνησος και η Γυάρος; Γιατί να μην έχει κάποιος το δικαίωμα όπου υπάρχουν κατσάβραχα να κάνει πλατφόρμες και να βάλει σεζλόνγκ; Αν παραμείνουμε δέσμιοι αγκυλώσεων και παράλογων απαγορεύσεων, η ελληνική κοινωνία θα οδηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση».

- Θα μπορούσαν όλα αυτά να επιτευχθούν βγάζοντας τους ξένους από το παιχνίδι;«Οχι, διότι οι ξένοι έχουν και τα λεφτά, αλλά και την αισθητική ώστε τα έργα τους να τιμούν το αποτέλεσμα. Αν δεν κάνεις τίποτα, τίποτε δεν θα γίνει. Κι αν τίποτε δεν γίνει, το τέλος μας θα είναι θέμα χρόνου».

- Αν η παραπάνω πρότασή σας υλοποιούνταν, πολλοί θα μιλούσαν για ξεπούλημα στους ξένους…
«Μα, η χώρα δεν φεύγει. Εχει καμιά σημασία το ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της Μακρονήσου; Σημασία έχει η Μακρόνησος να δίνει πλούτο στον ελληνικό λαό και όχι να αποτελεί ένα νεκρό σημείο τον χάρτη. Αλλάζει η ζωή του ανθρώπου αν ο Ολυμπος ήταν στην ιδιοκτησία των Γερμανών και έτσι επένδυαν τα λεφτά τους στην Ελλάδα αντί στην Γερμανία;».

- Αν η Ακρόπολη περνούσε στην ιδιοκτησία των Γερμανών;«Επειδή μου φέρνετε ένα ακραίο παράδειγμα, θα σας πω ότι αν δίναμε την Ακρόπολη στη διαχείριση των Ιαπώνων, να είστε σίγουρη ότι θα λειτουργούσε 24 ώρες το 24ωρο, επτά μέρες την εβδομάδα και δεν θα κλεινόταν ο κόσμος απ’ έξω από τις τρεις. Η Ακρόπολη είναι ένα προϊόν που θα έπρεπε να δουλεύει ακόμη και την Πρωτοχρονιά».

- Μια τέτοια κίνηση δεν θα σας έθιγε ως Ελληνα;«Το αντίθετο. Θα με χαροποιούσε ιδιαίτερα, διότι θα έδινα μια ευκαιρία, στο αδύναμο κομμάτι του ελληνικού λαού να απολαύσει ευεργετήματα. Ο διάλογος που γίνεται αυτή τη στιγμή δεν γίνεται υπέρ των πλουσίων και των εχόντων, αλλά στο όνομα των αδυνάτων, αυτών που δεν έχουν πλέον φωνή. Ενας πλούσιος δεν έχει ανάγκη από τα έσοδα της Ακρόπολης, έχει τα δικά του. Ενας φτωχός, όμως, προσδοκά ότι μέσα από μια τέτοια αξιοποίηση θα έχει ψωμί».

- Είστε από τους ελάχιστους επιχειρηματίες που δεν έχουν προβεί σε μειώσεις μισθών…
«Είμαι δογματικά κατά των μειώσεων των μισθών, διότι πιστεύω ότι στις επιχειρήσεις προέχει η προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας. Σε έναν εργαζόμενο μπορείς να προτείνεις ή να παίρνει 20% λιγότερο ή να αποδίδει 20% παραπάνω για τα λεφτά που παίρνει. Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να του δώσεις τη δυνατότητα και τα μέσα να πράξει παραπάνω, ώστε να μειωθεί έμμεσα το κόστος του. Η μείωση μισθού είναι η έσχατη λύση και, αν ποτέ την επέλεγα, θα σηματοδοτούσε για μένα μια μεγάλη ήττα. Θα σήμαινε ότι το management της εταιρείας μου είναι κάκιστο. Οταν έχουμε ένα εκατομμύριο ανέργους και μια πρωτοφανή τάση σε μειώσεις μισθών και απολύσεων, δεν καταλαβαίνω για ποιον λόγο οι επιχειρήσεις να μη δουλεύουν επτά ημέρες την εβδομάδα κατανέμοντας το προσωπικό σε βάρδιες. Είναι στρέβλωση της λογικής το ότι αν δουλεύουμε όλες τις ημέρες του χρόνου οι άνθρωποι δουλεύουν περισσότερο. Απλώς δουλεύουν περισσότεροι άνθρωποι και σε ανθρώπινες συνθήκες 40 ωρών την εβδομάδα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κοινωνική αναλγησία από το να επιλέγεις να ξεχνάς αυτούς που δεν δουλεύουν – και η ελληνική κοινωνία έχει ξεχάσει αυτούς που δεν δουλεύουν…».

- Εσείς έχετε κάποια επιχειρηματικά σχέδια γι’ αυτό το αδύναμο κοινωνικό κομμάτι;
«Εμείς ξεκινήσαμε με τη βεβαιότητα ότι, εφόσον περνούσαμε έναν βίαιο καθοδικά οικονομικά κύκλο, έπρεπε να δουλέψουμε περισσότερο για να βρεθούμε στο σημείο που ήμασταν. Οι υπεράνθρωπες προσπάθειες που κάνουμε δεν στοχεύουν αυτή τη στιγμή στην ανάπτυξη, αλλά στην σταθεροποίηση της εταιρείας. Αν είχα βρει ως δικαιολογία την κρίση, τα αποτελέσματα θα ήταν πολύ άσχημα. Εμείς πήραμε τα λεφτά της εταιρείας και τα επενδύσαμε. Δεν τρέξαμε να τα κρύψουμε. Αν ένας πλούσιος πρέπει να κάνει κάτι για τη χώρα του σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, αυτό είναι να επιδείξει το θάρρος να ξοδέψει προκειμένου να συντηρήσει και τους γύρω του...».

- Εχετε κυνηγηθεί από ανταγωνιστές σας, κάποιοι μάλιστα από τους οποίους υποστηρίζουν ότι είτε ένας αδίστακτος επιχειρηματίας. Για ποιον λόγο;
«Οποιος κάνει σωστά τη δουλειά του είναι απολύτως φυσιολογικό να κατηγορηθεί με “ασαφείς” κατηγορίες και ό,τι πιάσει. Απλώς στη χώρα μας θεωρείται λίγο πιο φυσιολογικό από αλλού. Προσωπικά δεν πτοούμαι, διότι αντιλαμβάνομαι ότι έχω να αντιμετωπίσω “χάρτινους τίγρεις”. Αν με μια λέξη θέλουμε να εξειδικεύσουμε το τι “πρακτικά” θέλουμε να σημαίνει “εκσυγχρονισμός”, θα λέγαμε ότι σημαίνει επαγγελματισμός. Οπως άλλωστε είπε και ο νέος μας πρωθυπουργός κ. Λουκάς Παπαδήμος, οι μέρες του ακατάσχετου ερασιτεχνισμού έχουν παρέλθει ανεπιστρεπτί, για τον απλούστατο λόγο ότι το κόστος είναι δυσβάστακτο και πλέον δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από νέο δανεισμό».

-Τι συμβουλή θα δίνατε στους επιχειρηματίες;«Να κατανοήσουν ότι πρέπει να ξοδέψουν και να επενδύσουν στην Ελλάδα. Διότι οι πλούσιοι αυτού του τόπου έγιναν πλούσιοι χάρη σε αυτόν τον τόπο. Ενα σημαντικό μέρος του πλούτου τους οφείλουν λοιπόν να το ρίξουν σε αυτή τη χώρα. Αν τρομάξουν και φύγουν, η ανάκαμψή της θα είναι κάτι παραπάνω από αδύνατη…».
Απόστολος Βακάκης
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ" - "BUSINESS STORIES"
8 Ιανουαρίου 2012