Κυριακή, Δεκεμβρίου 04, 2005

Οικονομικοί μετανάστες και προκαταλήψεις

Επειδή όλη την εβδομάδα φαγωθήκαμε με τους ξένους του Παρισιού και με την αποξένωση που νιώθει ο οικονομικός μετανάστης στη θετή του πατρίδα, μετά έντεκα χρόνια στο Βερολίνο και έξι έξι-επτά δεξιά και αριστερά, μπορώ να έχω άποψη. Ο,τι και να κάνεις ποτέ δεν θα γίνεις ντόπιος. Μπορείς να μάθεις τη γλώσσα φαρσί, να μοιάζεις περισσότερο ντόπιος από ντόπιους, να τρως τα φαγητά τους, να διαβάζεις τις εφημερίδες τους και να βλέπεις τα σίριαλ της τηλεόρασής τους. Στην καλύτερη των περιπτώσεων θα είσαι κάτι σαν τη μαϊμού του γύφτου, που τη θαυμάζουν όλοι για το πόσο ωραία κάνει τη Βουγιουκλάκη. Στη χειρότερη γελοίος. Ποτέ όμως ίσος. Το «όλοι μας είμαστε ίδιοι και παιδιά του ίδιου Θεού» πέθανε με τον τελευταίο Αμερικανό που το 1975 αγόρασε πριονίδι για φούντα στο σουκ της Ταγγέρης. Είτε είσαι ανώτερος είτε κατώτερος, όταν είσαι ξένος υπάρχεις για να σε εκμεταλλεύονται. Εάν είσαι ανώτερος πάνε για τα λεφτά σου. Κατώτερος για τη δουλειά σου. Οσο περισσότερο μένεις σε μια χώρα, τόσο περισσότερο τους σιχαίνεσαι. Ας πούμε ότι είσαι ξένος στην Αθήνα. Την πρώτη μέρα βλέπεις την Ακρόπολη και σκέφτεσαι «τι μαγεία…». Μετά πέντε χρόνια λες «εδώ στρίβουμε αριστερά και ας ελπίσουμε ότι η Βεϊκου δεν είναι πηγμένη». Τα ονόματα των μαγαζιών των μεταναστών είναι ακριβώς αυτά που δεν θα έδιναν στη χώρα τους. Είναι δυνατόν να έχεις ανοίξει μαγαζί στο Κολωνάκι και να το βγάλεις «Alexis Zorbas»; Θα το βγάλεις «Down Town», θα το βγάλεις «Le tres bon pipe», να το βγάλεις «Ζορμπά» αποκλείεται. Στο εξωτερικό το «Zorbas» είναι υποχρεωτικό. Εκτός αν θέλεις να πρωτοτυπήσεις και να το βγάλεις «Akropolis». Το φολκλόρ πουλάει. Φτάνει να μην κάνει πολύ θόρυβο και να μην αφήνει ενοχλητικές μυρωδιές. Αλλο το να χορεύεις συρτάκι και 50 μεθυσμένες Γερμανίδες να πίνουν κερασμένα "Μεταξά" και άλλο πενήντα μεθυσμένοι Γεωργιανοί με μουσική από 50 λύρες να χορεύουν τον παραδοσιακό χορό με μαχαίρια, ενώ από την κουζίνα έρχεται η μυρωδιά του αρνιού, βραστού με το κεφάλι και στο λίπος του. Πενήντα μεθυσμένες Γερμανίδες εκ των οποίων οι μισές μονόφθαλμες που έχουν αναγουλιάσει από "Μεταξά" και τη μυρωδιά του αρνιού, δεν είναι κάτι που θέλει να ζήσει ούτε ο πιο σκληροτράχηλος μετανάστης. Ο γενικός κανόνας επιβίωσης του μετανάστη είναι «μοιάζε όπως αυτοί νομίζουν ότι μοιάζεις». Αν πιστεύουν ότι φοράς χλαμύδα, πάρε το σεντόνι. Αν νομίζουν φουστανέλα πάρε το και κάνε πιέτες. Στη Γερμανία γνώρισα έναν Ελληνα από τη Λάρισα που είχε "ψήσει" το μισό Ανόβερο ότι το εθνικό μας όργανο είναι το σαξόφωνο. Είμαι βέβαιος ότι ακόμα και σήμερα Γερμανοί ψάχνουν να βρουν τον τάφο του Τσάρλι Πάρκερ στο κοιμητήριο Λαρίσης.
Προκαταλήψεις
Η προκατάληψη είναι μια επαναλαμβανόμενη εμπειρία που σου επιτρέπει να μαντεύεις το μέλλον. Το να βλέπεις ότι αν κάποιος κύριος στα σύνορα φοράει στολή, έρχεται κατά πάνω σου και δείχνει τη βαλίτσα σου, δεν είναι ότι έχεις προκατάληψη με τους κυρίους με στολές που δείχνουν βαλίτσες και τους περνάς για τελωνειακούς, αλλά το έτσι μοιάζουν οι τελωνειακοί.
Το ίδιο ισχύει και με τους λαούς. Επειδή έχω φαει αρκετούς μήνες στη Βόρεια Αφρική μπορώ να διαβεβαιώσω ότι αν ένας άγνωστος νεαρός σε πλησιάσει στο δρόμο, κάτι θέλει. Να σου ζητήσει ή να σου δώσει. Είμαι βέβαιος ότι αν μείνεις πέντε χιλιάδες χρόνια στο Μαρόκο, μια μέρα ένας δεκαοκτάχρονος θα σε πλησιάσει και θα σου πει «θέλεις να σου διαβάσω τη "Φόνισσα" του Παπαδιαμάντη στην έκδοση του ’12, του Δημητράκου;». Είμαι βέβαιος ότι αυτόν θα τον αδικήσω. Γιατί είμαι βέβαιος ότι θα του έχω πει πριν «go. I do not want to buy hashish» όπως έχω πει σε πέντε χιλιάδες νεαρούς Μαροκινούς που δοκίμασαν να μου πουλήσουν το πριονίδι από τα έπιπλα της μαμάς τους σαν «good hash».
Αυτό που βλέπεις είναι συνήθως αυτό που τελικά θα είναι. Είπαμε να έχουμε ανοιχτό μυαλό και να μην κρίνουμε τους ανθρώπους πριν τους γνωρίσουμε αλλά όταν σε ξένο μέρος, σε σκοτεινό μέρος, μου έρχονται τρεις σωματώδεις νεαροί φάτσα και στο δόξα πατρί, το τελευταίο που με ενδιαφέρει είναι ότι αν δεν συνεχίσω τον δρόμο μου προς τη μεριά τους μπορεί να είναι τα εγγόνια του "Τρίο Ατενέ" και εγώ να τους περνάω για συμμορία και να τους αδικώ.
Ταξιδεύοντας δημιουργείς προκαταλήψεις. Δεν πειράζει. Οι προκαταλήψεις στα ταξίδια είναι σαν τα αντισώματα για τη δυσεντερία στις Ινδίες. Καλό είναι να τις αφήνεις να αναπτύσσονται. Καλύτερα σφιγμένος παρά χεσμένος.
Αντώνης Πανούτσος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
13 Νοεμβρίου 2005

Τετάρτη, Νοεμβρίου 02, 2005

Τα μοναχικά παιδιά της πόλης

«Ολοι αυτοί οι μοναχικοί άνθρωποι από πού έρχονται;
Ολοι αυτοί οι μοναχικοί άνθρωποι πού ανήκουν;»
BEATLES

Και να στοιχειώνει η βροχή, παρέα με το καυσαέριο, τα τζάμια στο δωμάτιο, τα στόρια ανοιχτά και να φωνάζει η μαμά «θα μπουν νερά μέσα, όλα εγώ πρέπει να στα λεω» και να τρέχει με το χαλάκι και τα σφουγγαρόπανα. Κι έξω βρέχει πολύ κι είν’ η νύχτα θολή – θολές είναι όλες οι νύχτες στην Αθήνα (η Αθήνα δακρύζει με τη βροχή καθώς τα εργοστάσια τη φτύνουν, οι τσιμινιέρες την περιγελάνε, τα αυτοκίνητα ασελγούν πάνω της…).
Και το δωμάτιο δεν το μοιράζεσαι πια με τον αδερφό σου. Γιατί ο αδερφός σου παντρεύτηκε ή πήγε φαντάρος ή πήγε να σπουδάσει αεροναυπηγός στην Αγγλία, ή βρόντηξε ένα βράδυ μια πόρτα «σας βαρέθηκα όλους εδώ μέσα» και μείνανε οι γονείς να ρίχνουν τις ευθύνες ο ένας στον άλλο και πάει τώρα η μάνα που και που και τον χαρτζιλικώνει τάχα μου κρυφά από τον πατέρα, κι εσύ έκλεισες την πόρτα του δωματίου. Και θα ‘θελες να μην την ανοίξεις ποτέ.
Τα λεφτά δε φτάνουνε ποτέ, το λεει κι ο πατέρας κλείνοντας την εφημερίδα «να τις βράσω τις αυξήσεις, στα όρη στα άγρια βουνά πήγε ο τιμάριθμος». Και κλείνεις την πόρτα για μια ακόμα φορά.
Το πικάπ παλιό κι οι δίσκοι θέλουν συντήρηση. Εχεις ένα ειδικό βαλιτσάκι και τους πιάνεις άκρη-άκρη να μη λερωθούν. Τους πετάς εδώ κι εκεί, τους παίρνει μετά η μαμά, τους τοποθετεί άλλ’ άντ’ άλλων, αλλού ο δίσκος, αλλού το εξώφυλλο και βάζεις τις φωνές «σου ‘χω πει εκατό φορές να μη συγυρίζεις τα πράγματά μου» κι εκείνη «και τι να κάνω, αχούρι είναι το δωμάτιό σου».


Το κορίτσι
Και στοιβάζονται οι Μπήτλς, ο Θεοδωράκης, ο Σαββόπουλος, ο Μικρούτσικος ή ο Πάριος ίσως, «μη φεύγεις μη, με πόνο σου φωνάζω» κι εσύ κλαις γιατί τσακώθηκες με το αγόρι σου γιατί σου είπανε πως τον είδανε με τη Σούλα χέρι-χέρι. Και πιάνεις να σκίσεις τη φωτογραφία του. Αλλά δεν τη σκίζεις.
Και στον τοίχο ρωγμή. Την κρύβεις με το πόστερ που δείχνει ένα στρατιώτη να πετάει το όπλο λυγώντας “Why?”.
Και τα χρόνια που θα ‘ρθουν, ρωγμή. Στην άκρη η τουαλέτα με τη λοσιόν της ακμής, το σετ χτενίσματος που σου έκανε δώρο η θεία τα Χριστούγεννα με τα λουλουδάκια και τα επισημωμένα ροκοκό ντενεκεδάκια. Και δίπλα η άλλη βούρτσα, η πλαστική, που είναι για κάθε μέρα και το βερνίκι των νυχιών για τις ώρες που δεν πας σχολείο και όταν τα πρωτοείδε ο μπαμπάς τα νύχια ροζ βαμμένα, «εμένα η κόρη μου δεν είναι τσούλα, να μη σε ξαναδώ έτσι» αλλά φαίνεται πως όταν έλειπες η μαμά τον έβαλε πόστα γιατί όταν τα βάφεις πια ο μπαμπάς κάνει πως κοιτάει έξω και «μετά το φροντιστήριο γραμμή σπίτι».
Μόνη στο δωμάτιο με το σατέν κάλυμμα, που σιχαίνεσαι αλλά δε σ’ αφήνουν να το βγάλεις, μόνη με τα βιβλία, να διαβάσεις Φυσική.
Βυθίζεσαι σε υπολογισμούς «έχω οχτώ, αν γράψω για δώδεκα, παίρνω τη βάση, αλλά αυτή η στρίγγλα η φυσικού δε με χωνεύει κι αν μείνω μεταξεταστέα, ποιος τον ακούει τον μπαμπά μετά, τα αρχαία δεν τα φοβάμαι με δεκατέσσερα, τι διάολο δε θα γράψω για δέκα, μόνο τη μετάφραση…».
Και σκυλοβαριέσαι τους μετασχηματιστές και τις λυχνίες, πάει τελείωσε δε θα διαβάσεις. Εξάλλου η φυσικού έχει φτάσει στο Μ, σε πέρασε εσένα που είσαι Κ, αλλά πάλι αν της έρθει το ξινό της, μυστήρια γυναίκα, τι θα της πεις εσύ, «φτάσατε στο Μ μαντάμ, τώρα τι λαχτάρα είναι αυτή που μου κάνετε;».
Μόνη με τη βροχή, κι οι δικοί σου είπανε θα φύγουν για χαρτιά και δε λένε να το κουνήσουν. Κοντεύει εννιά και στις εννιά θα πάρει ο Γιώργος γιατί του είπες πως θα είσαι μόνη στο σπίτι. Και τώρα θα αναγκαστεί πάλι να το κλείσει στα μούτρα των γονιών σου. Και ξεμυτάς «άντε, δε θα φύγετε;» και η μαμά «θα φύγουμε ό,τι ώρα θέλουμε, εσένα τι σε νοιάζει;» γιατί κάτι σούρτα-φέρτα έχει μυριστεί, σου το πέταξε κι απ’ έξω απ’ έξω «να το πάρει χαμπάρι, θα σε σκοτώσει ο πατέρας σου».
Θυμάσαι εκείνο το χαστούκι; Εφτασες μετά το πάρτι ακροπατώντας, αλλά σε περίμεναν ξύπνιοι κι έφαγες ένα φούσκο ξεγυρισμένο «η κόρη η δικιά μου» και τα ρέστα, δεν έκλαψες, λύσσαξες μόνο «να φύγω απ’ αυτό το σπίτι να ησυχάσετε κι εσείς, να ησυχάσω κι εγώ». Κι ήρθε μετά η μάνα σου, «γιατί βρε παιδάκι μου μας στεναχωρείς, εμείς το καλό σου θέλουμε», «ναι, αλλά τα άλλα κορίτσια…», «δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν τα άλλα κορίτσια, το δικό μου μ’ ενδιαφέρει, να μην πει κι ο κόσμος, μάνα δεν έχει να το φροντίσει;».
Και μάνα και πατέρα και σε φρόντισαν δεόντως. Κι εσύ άρχισες τα ψέματα: «Θα πάω με τη Μαίρη σινεμά» και στη Μαίρη «πρόσεχε μην πάρεις σπίτι, είπα ότι είμαστε μαζί». Και συναντάς το Γιώργο στη γωνία να βλαστημάει γιατί πάλι τον έστησες. Και προσπαθείς να του εξηγήσεις ότι δεν είναι πάντα εύκολο να την κοπανάς και να είσαι στην ώρα σου, αλλά δεν το καταλαβαίνει.
Και μετά σου γελάει και σε αγκαλιάζει καθώς πηγαίνετε στην καφετέρια να βρείτε τα παιδιά ή να μείνετε λίγο μόνοι σας και παραγγέλνεις παγωτό Σικάγο κι εκείνος ένα εσπρέσο κι ανάβει τσιγάρο.
Καπνίζεις κι εσύ αλλά δεν είσαι σίγουρη ότι σου πολυαρέσει. Φοράς το μπλού-τζήν και το φαρδύ πουλόβερ κι όταν σε βλέπει η μάνα την πιάνει η ψυχή της «κοριτσάκι είσαι, βάλε και μια φουστίτσα της προκοπής», αλλά ούτε οι φουστίτσες σου της αρέσουν. Κι όταν αποφασίζεις να σου αγοράσει με το γούστο της, σε πιάνει εσένα η ψυχή σου.
Το Γιώργο τον αγαπάς. Είσαι σίγουρη. Στο σχολείο πάει σε μια τάξη μεγαλύτερη. Και στο φροντιστήριο πηγαίνετε μαζί. Λεει πως δε θέλει να σπουδάσει γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα είναι “σκατά”, θα ήθελε να ταξιδέψει στο Θιβέτ. Δε συμφωνείς απόλυτα μαζί του, αλλά δεν του λες τίποτα.
Τόλμησες και τον προγαμιαίο έρωτα. Ομως είσαι ακόμα μπολιασμένη με τις ιδέες «άλλο ο άντρας, άλλο η γυναίκα». Και κάπου βαθιά μέσα σου υποψιάζεσαι πως κι ο Γιώργος δεν τις έχει ξεπεράσει απόλυτα.
Γι’ αυτό όταν σου μιλάει για μοντέλα αυτοκινήτων κάνεις πως ενδιαφέρεσαι. Δεν μπορείς να του πεις πως μόνο το Βόλκς-Βάγκεν ξεχωρίζεις γιατί μοιάζει με βάτραχο. Κι όμως κάπου σε κάποιες στιγμές έρχεστε πιο κοντά. Και τότε είστε πιο ερωτευμένοι ακόμα.
Κάνετε έρωτα στην γκαρσονιέρα ενός φίλου του. Στην αρχή αυτό δε σου άρεσε. Μετά το συνήθισες. Ισως δε νιώθεις ακόμα σπουδαία πράγματα. Αργότερα μπορεί…
Που να το φανταζόταν η μαμά, έτσι δεν είναι; Να ήσουνα αρραβωνιασμένη θα ‘κλεινε τα μάτια. Αν όμως το μάθαινε τώρα, χαμός θα γινόταν στο σπίτι. Γι’ αυτό πρέπει να προσέχεις. Και να κλειδώνεις τα χάπια. Καμιά φορά πιάνεις και γράφεις παθιασμένα γράμματα σε νεανικές στήλες. Μετά σωπαίνεις πάλι…
Βροχή. Κι ο διαχειριστής λες και πληρώνει από την τσέπη του το πετρέλαιο. Τα καλοριφέρ παγωμένα κι οι δικοί σου ακόμα να φύγουν. Οπου να ‘ναι θα χτυπήσει το τηλέφωνο. Κι ο πατέρας σου θα το κλείσει έξαλλος «θα ‘θελα να ‘ξερα ποιος είναι αυτός ο ηλίθιος». Κι εσύ εκνευρίζεσαι, αλλά τι να πεις; «Ξέρετε ο Γιώργος είναι και δεν είναι καθόλου ηλίθιος και να μου κάνετε τη χάρη»; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα.
Ανοίγεις την τηλεόραση. Οι “Αγγελοι του Τσάρλυ” κάνουν πράματα και θάματα. Τι κούκλες Χριστέ μου.
Κι εσύ έχεις ακόμα μπιμπίκια στο πρόσωπο.

Το αγόρι
Δεν είναι δουλειά αυτή. Παίρνεις το τηλέφωνο και βγαίνει πάλι ο πατέρας της. Αφού σου είπε ότι θα φύγουν. Ε, λοιπόν, αυτή η κοπέλα μερικές φορές είναι εκνευριστική. Στο βάθος όμως είναι πολύ εντάξει. Κι ενδιαφέρεται και για μοντέλα αυτοκινήτων. Σπάνιο για κορίτσι…
Μερικές φορές τα βρίσκεις σκούρα. Σαν τότε που σου ζήτησες να της λύσεις τις ασκήσεις στη Φυσική και ‘σύ δεν καταλάβαινες τίποτα.
Βρέχει. Αυτός ο διαολόκαιρος σου ‘χει σπάσει τα νεύρα. Εξω τα κλάξον έχουν πάθει υστερία. Καλά που δεν έχεις να βγεις. Σε πήρε κι ο Θανάσης τηλέφωνο να σου αναγγείλει ότι βρήκε καινούργια γκόμενα. Αμάν πια, αμάν. Σε έχει πρήξει με τις γυναίκες. Και πια όλες ξερές μένουνε με τις σεξουαλικές του επιδόσεις.
Σε πλήγωνε πολύ όταν μαζευόσασταν όλοι στην τουαλέτα, παιδιά στο Δημοτικό, να μετρήσετε ποιος έχει μεγαλύτερο πουλάκι. Σ’ ενοχλούσε αλλά που να το δείξεις. Ελεγες κι εσύ περισσότερα βρωμόλογα από τους άλλους.
Γλυκό που είναι το χέρι της στο σκοτάδι του σινεμά. Το κρατάς σφιχτά και ζεσταίνεται. Αφαιρείσαι, θέλεις να την αγκαλιάσεις, να την φιλήσεις πολύ δυνατά και πολύ αγαπημένα. Μια φορά όμως που το ‘κανες, άκουσες από πίσω «Ζάππειο το κάναμε εδώ μέσα;». Και μαζεύτηκες. Και δεν τη φιλάς πια.
Τα θέλεις αυτά τα ηχεία. Τα θέλεις. Να θα το ‘βαζες το ‘να πλάι στο κρεβάτι, το άλλο κοντά στην πόρτα. Στη βιβλιοθήκη σου Λουντέμης “Ενα παιδί μετράει τα’ άστρα”, άστρα στην Αθήνα! Αλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε!
Νιώθεις απόλυτα μόνος με την τηλεόραση να παίζει τους “Αγγελους του Τσάρλυ”, ωραίες γυναίκες αλλά κρύες, και τη μάνα σου κάτι να γκρινιάζει και τον πατέρα σου «ήρθα στο σπίτι να βρω λίγη ησυχία». Γιατί σήμερα που βρέχει, θέλεις τόσο να κλάψεις; Γιατί σε μάθανε πώς μόνο οι γυναίκες κλαινε;
Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη του μπάνιου. Δεν έχεις ποντίκια στα μπράτσα. Μια φορά που της το είπες γέλασε και σου απάντησε πως οι άντρες με τα ποντίκια της φαίνονται γελοίοι. Ενιωσες ανακούφιση…
Θυμάσαι; Τη συνάντησες στο διαμέρισμα πρώτη φορά, μουτρωμένη μαζί με μια φίλη της να υπολογίζουνε πως γράψανε χημεία στο πρόχειρο διαγώνισμα. Χαιρέτησες τη φίλη της κι έφυγες. Σου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Δεν ήταν όμορφη, αλλά είχε τύπο. Μετά ανακάλυψες ότι πάτε και στο ίδιο φροντιστήριο. Περπατήσατε μια-δυο φορές μαζί… Ενα βράδυ, την έπιασες από το χέρι και τσάτρα-πάτρα, της είπες ότι σου αρέσει. Τσάτρα-πάτρα στο είπε κι εκείνη. Το βράδυ ήταν ζεστό και την αγαπούσες. Αλλά αυτό δεν της το είπες.
Δεν θα σταματήσει να βρέχει ποτέ στον αιώνα. Λες και το κάνει επίτηδες. Θα ‘θελες να ανάψεις τσιγάρο αλλά θα δει ο πατέρας τον καπνό από τη σχισμή της πόρτας.


Θα ‘θελα να σε δω από κοντά. Να σου πω πώς αυτή η πόλη έχει το θράσος να μεγαλώνει παιδιά, να τα κάνει έφηβους, από τα γεννοφάσκια τους. Αυτή η πόλη έχει καφετερίες για σένα και σινεμά και μπιλιάρδα γιατί δεν έχει πια αλάνες.
Αυτήν την πόλη την κοιτάνε τα παιδιά της επαρχίας, πίσω από το βρεγμένο τζάμι σου. Κι εσύ που είσαι από μέσα, φορώντας κοτλέ σωλήνα παντελόνι, μπουφάν και μοντγκόμερυ, βλέπεις το γκρίζο πιο πολύ από όλα τα χρώματα την ώρα της παράδοσης των Μαθηματικών.
Τη βλέπεις αυτήν την πόλη που δε σε κανάκεψε σαν ήσουνα μικρός, δε σου χάρισε κανένα πράσινο λιβάδι ποτέ, καμιά φούχτα άστρα να τα μετρήσεις ποτέ, αλλά μονάχα ορόφους, ορόφους τον έναν πάνω στον άλλο, αυτοκίνητα, σκουπίδια σε κάθε γωνία και κυλιόμενες σκάλες της συμφοράς.


Οταν η βροχή θα σταματήσει θα πας να κοιμηθείς. Σήμερα δεν τα κατάφερες να της μιλήσεις.
Αραγε, θα σε περιμένει μετά το στρατιωτικό;

Ελενα Ακρίτα
"από την Ελενα με χαμόγελο!"
1981

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2005

Ραντεβού

Οδηγούσα στη Σταδίου, προχθές, κατά τις 10:20μμ οπότε τον είδα: Ηταν ένας μπεζ σκύλος, λεβέντης και καμαρωτός, που προχωρούσε με βήμα ταχύ μπροστά από το “Αττικόν”, με κατεύθυνση το Σύνταγμα. Οχι, δεν αλήτευε, δεν χάζευε. Πήγαινε κάπου βιαστικά, σαν… να 'χε ραντεβού.
Εστριψα αριστερά στην Σίνα και σταμάτησα στο φανάρι της Πανεπιστημίου. Σε λίγο νά 'τος πάλι: Πέρασε από τις διαβάσεις του Οφθαλμιατρείου και ανηφόριζε –κι αυτός- τη Σίνα. Τον προσπερνούσα και μ’ έφτανε στα φανάρια: Ακαδημίας, Σόλωνος, Σκουφά!
Εφτασα στο σημείο του ραντεβού μου – απέναντι από το Γαλλικό Ινστιτούτο, έσβησα τη μηχανή και περίμενα. Σε λίγο ήρθε κι ο σκύλος. Προχώρησε λίγο και άραξε μπροστά από το Κέντρο Ρουμελιωτών, όπου ήδη βρισκόταν αραχτό κι άλλο ένα σκυλί. Η ώρα ήταν 10:30μμ. Τότε φάνηκε μια κυρία, κρατώντας δύο πλαστικές σακούλες. Πλησίασε τους σκύλους και άρχισε να τους ταΐζει.
Εκπληκτικό! Ο σκύλος που ανηφόριζε βιαστικός τη Σίνα, πράγματι ΕΙΧΕ ΡΑΝΤΕΒΟΥ! Τη συγκεκριμένη ώρα, με τη συγκεκριμένη κυρία – και τη σακούλα της! Και βέβαια, σαν Εγγλέζος τζέντλεμαν, πήγε και κάνα δυο λεπτά νωρίτερα!

"ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ"
13 Σεπτεμβρίου 1995

Δευτέρα, Οκτωβρίου 10, 2005

Πολύ straight για gay (Θα με παντρευτείς;)

Οταν μου ζητήθηκε από την εφημερίδα να γράψω τη γνώμη μου για τον gay γάμο, στην αρχή στράβωσα μολονότι οι άνθρωποι το έκαναν με καλή πρόθεση. Στράβωσα γιατί δεν μου άρεσε η λογική του ότι αυτό που με έκανε ειδικό επί του θέματος ήταν πρωτίστως η σεξουαλική μου ταυτότητα και δευτερευόντως η δημοσιογραφική μου ιδιότητα.
Θα προτιμούσα να γράψουν την άποψή τους ετεροφυλόφιλοι άντρες και γυναίκες. Γιατί με αυτή τη λογική, για την πείνα στον Τρίτο Κόσμο θα έπρεπε να γράψει μόνο ένας μάγειρας και ένας οικονομολόγος. Η επιθυμία δύο ανθρώπων του ιδίου φύλου να ζήσουν μαζί και να μοιραστούν σαν οικογένεια τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που υπάρχουν σε μια οργανωμένη κοινωνία, δεν είναι κάτι που αφορά μόνο έναν ομοφυλόφιλο. Είναι κάτι που πρέπει να αφορά όλους όσοι συμμετέχουν στα κοινά και παλεύουν για τα δικαιώματά τους. Το ερώτημα για το εάν ο γάμος ή όχι ως θεσμός είναι ξεπερασμένος, έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Από τη στιγμή που υπάρχει ως κυρίαρχος θεσμός, απαιτώ να έχω δικαίωμα σε αυτόν. Και δεν μιλώ για γραφικότητες τύπου να ντυθώ νυφούλα όπως διάφοροι εξυπνάκηδες μπορεί να πουν. Αδιαφορώ παντελώς για το θρησκευτικό μυστήριο της υπόθεσης.
Με ενδιαφέρει, άμεσα και παθιασμένα, η αναγνώριση και η νομική διασφάλιση της σχέσης μου. Και απαιτώ για το δικαίωμά μου να παλέψουν όλοι οι straight φίλοι μου, αν θέλουν να συνεχίσω να τους σέβομαι. Διαφορετικά, αδιαφορώ για την πορεία τους. Και δεν είμαι εγώ αυτός που γκετοποιούμαι, είναι αυτοί που με βλέπουν σαν απλή διασκεδαστική γραφικότητα και όχι ως άτομο με συγκεκριμένες καραμικροαστικές (ναι, καραμικροαστικές) επιθυμίες. Γουστάρω τον μικροαστισμό μου, θέλω να ζω μαζί με τον αγαπημένο μου μια ήρεμη μικροαστική ζωή βλέποντας ευαίσθητες ταινίες στο βίντεο και τρώγοντας σουβλάκια ντελίβερι χωρίς κρεμμύδι – πού είναι το πρόβλημα;
Ασε που αυτό διευκολύνει και το σύστημα αφού ως μικροαστούλης θα είμαι και πιο ακίνδυνος. Δώσε μου εμένα το δικαίωμα και άσε με να αποφασίσω. Τον καιρό που ξενυχτούσα σε μπαρ και ψαχνόμουν, με λέγανε παρτάλι. Τους το επέτρεψα γιατί ήμουν πιτσιρικάς και δεν με ενοχλούσε. Ας με πούνε τώρα και μικροαστό να τελειώσει το ξέσπασμά τους.

Ο,τι κι αν κάνω, ρε φίλε, ποιος είσαι εσύ που με περνάς από όλη αυτή τη διαδικασία αμφισβήτησης των κυττάρων μου; Ποιος είσαι εσύ που θα τολμήσεις να αμφισβητήσεις την ικανότητά μου να τσαλακωθώ από αγάπη για έναν άντρα;
Ποιος είσαι εσύ που θεωρείς ότι έχεις δικαίωμα να κάνεις οικογένεια, ενώ εγώ δεν έχω; Πώς την ορίζεις την οικογένεια, αν όχι ως μια εστία αγάπης, πόθου, εξερεύνησης και τρυφερότητας;
Ποιος είσαι εσύ που θα μου απαγορεύσεις το αν μπορώ να προστατεύσω τον άνθρωπό μου όταν πάθει κάτι; Να τον έχω στο βιβλιάριο της ασφάλειάς μου όταν μείνει άνεργος, να του αφήσω αυτά που αποκτήσαμε μαζί ύστερα από μια κοινή ζωή όταν πεθάνω;
Αμφισβητούν την ικανότητα μου να μεγαλώσω ένα παιδί. Οι γονείς που ταΐζουν τα παχύσαρκα παιδιά τους με χάμπουργκερ και ξεμπερδεύουν από τον μπελά της παρουσίας τους ναρκώνοντάς τα με dvd καράτε μου αρνούνται το δικαίωμα να υιοθετήσω ένα μωρό, να το μεγαλώσω, επειδή λένε θα επηρεάσω την ψυχολογία του και θα το κάνω σαν τα μούτρα μου. Ωραία τα μπακάλικα μαθηματικά σας. Σύμφωνα με αυτά, όλοι οι ομοφυλόφιλοι, εφόσον μεγαλώσαμε σε ετεροφυλόφιλες οικογένειες θα έπρεπε να είμαστε ετεροφυλόφιλοι.
Τι είναι αυτό που μετράει; Το αν ο μικρούλης θα έχει μια μητέρα και έναν πατέρα ή δύο ευτυχισμένους γονείς, που θα το γεμίσουν με όλη τη μουσική, όλα τα βιβλία, όλα τα ταξίδια του κόσμου; Τι είναι το παιδί για εσάς; Το μοναδικό σας κράτημα από τη ματαιότητα της ύπαρξης; Η συνέχιση του ένδοξου ονόματος της οικογένειας; Η απόδειξη του ότι είστε χρήσιμοι εφόσον αναπαραχθήκατε και διαιωνιστήκατε; Eνα χαριτωμένο μπιμπελό για να το βλέπουν σε φωτογραφίες οι συγγενείς, ντυμένο με ναυτικά και να λιγώνονται, η αφορμή για να συζητάνε μεταξύ τους οι κουρασμένες από τη ζωή τους νοικοκυρές που συναντώνται στα παιδικά πάρτι;
Γιατί για μένα είναι ο άμεσος αποδέκτης της αγάπης που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ανθρώπους σε μία εστία. Είναι το μικρό μου πολύτιμο, που θέλω να το βομβαρδίσω με αυτή την αγάπη, να του ανοίξω όλους τους δρόμους, γιατί όταν είμαι με έναν άντρα, φίλε, νιώθω τόση αγάπη που δεν μου αρκεί να είμαι εγώ κι αυτός. Αυτή η αγάπη είναι που πρέπει να διαιωνιστεί.
Τι είναι ο γάμος νομίζεις, λοιπόν; Αυτή η νομική ασφαλιστική δικλείδα είναι, που εξασφαλίζει το δικαίωμα στην αγάπη. Εσύ μπορεί να μην το έχεις ζήσει κι ας μην το ξαναζήσει άνθρωπος, αλλά υπήρξαν πέτρινα χρόνια που οι άνθρωποι πέθαιναν από το AIDS. Φαντάσου ότι το αγόρι μου έχει AIDS και λιώνει από τον ιδρώτα και κοιμάται και αργοσβήνει. Οτι ανοίγει τα μάτια του μέσα στη νύχτα και κοιτάζει αν είμαι εκεί, ψάχνοντας την παλάμη μου. Κι εγώ του κάνω χωρίστρα τα μαλλιά επειδή τον βλέπω σαν το πιο όμορφο αγόρι στον κόσμο κι ας έχει αδυνατίσει 30 κιλά. Επειδή τον αγαπάω. Και του λεω ψέματα για τα ταξίδια που θα κάνουμε όταν γίνει καλά για να κερδίσω το μαραμένο του χαμόγελο.
Κάποτε συνέβαιναν αυτά. Φαντάσου ότι μπορεί να μην είχα το δικαίωμα να του χαρίσω το γέλιο μου. Επειδή δεν ήμουν συγγενής του. Νόμιμος. Επειδή όλοι αυτοί που τον αρνήθηκαν μια ολόκληρη ζωή, αισθάνθηκαν πιο φωτογενείς δίπλα του στο κρεβάτι του νοσοκομείου. Ετσι για να επαναφέρουν την ηθική τάξη. Να τον γλιτώσουν από τη βεβήλωση των ξένων, όπως εγώ, να διεκδικήσουν τη νεκρολογία του για να ζήσουν χωρίς ενοχές. Αν το δικαίωμά μου να τους διαολοστείλω δεν προστατεύεται νομοθετικά από την κοινωνία, αν η οργή μου δεν είναι ευλογημένη από τον Θεό, να πάνε να πνιγούν και οι δυο τους. Εγώ έχω το αγόρι μου…

Τάσος Θεοδωρόπουλος
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
24 Ιουλίου 2005

Κυριακή, Οκτωβρίου 09, 2005

Ράγες

Η απόσταση ανάμεσα στις δύο ράγες των σιδηροδρομικών γραμμών στις Η.Π.Α. είναι 4 πόδια και 8,5 ίντσες (143,5cm). Γιατί άραγε έχει επιλεγεί το συγκεκριμένο διάκενο;
Διότι ο σιδηρόδρομος στις Η.Π.Α. κατασκευάστηκε με τον τρόπο που είχε κατασκευαστεί ο σιδηρόδρομος στην Αγγλία, από Αγγλους μηχανικούς που μετανάστευσαν και οι οποίοι θεώρησαν ότι θα ήταν καλή σκέψη να αφήσουν αυτό το διάκενο, επειδή θα επέτρεπε να χρησιμοποιηθούν οι υπάρχουσες ατμομηχανές από την Αγγλία.
Ωραία! Και τότε, γιατί οι Αγγλοι κατασκεύασαν τις ατμομηχανές τους έτσι;
Διότι οι πρώτες σιδηροδρομικές γραμμές κατασκευάστηκαν από τους ίδιους μηχανικούς που κατασκεύαζαν τραμ, στο οποίο χρησιμοποιούσαν ήδη το συγκεκριμένο διάκενο.

Και γιατί χρησιμοποιούσαν αυτό το διάκενο στο τραμ;
Διότι οι κατασκευαστές του τραμ ήταν και κατασκευαστές αμαξών, που χρησιμοποιούσαν τα ίδια εργαλεία και τις ίδιες μεθόδους. Κατασκεύασαν το τραμ με τις ίδιες τεχνικές μεθόδους που κατασκεύαζαν και τις άμαξες.

Μάλιστα... Τότε γιατί οι άμαξες είχαν κατασκευαστεί με αυτό το διάκενο ενδιάμεσα των τροχών;
Διότι, παντού στην Ευρώπη, και στην Αγγλία, οι δρόμοι είχαν λούκια για τους τροχούς των αμαξών και ένα διαφορετικό διάκενο θα προκαλούσε διαρκώς βλάβες στους άξονες.

Και γιατί τα λούκια απείχαν τόσο μεταξύ τους;
Διότι οι πρώτες μεγάλες οδοί στην Ευρώπη είχαν κατασκευαστεί από τους Ρωμαίους, με σκοπό να μετακινούνται εύκολα οι λεγεώνες τους. Οι πρώτες άμαξες ήταν οι πολεμικές άμαξες των Ρωμαίων. Οι άμαξες αυτές ήταν ιππήλατες: τις τραβούσαν δύο άλογα, τα οποία κάλπαζαν δίπλα-δίπλα και έπρεπε να απέχουν μεταξύ τους, ούτως ώστε το ένα άλογο να μην ενοχλεί το άλλο κατά τον καλπασμό. Προκειμένου λοιπόν να εξασφαλίζεται η σταθερότητα της άμαξας, οι τροχοί δεν έπρεπε να είναι ευθυγραμμισμένοι με τα ίχνη των αλόγων, ενώ επίσης δεν έπρεπε να είναι και πολύ απομακρυσμένοι, έτσι ώστε να αποτρέπονται τα ατυχήματα κατά την διασταύρωση δύο αμαξών στην ίδια οδό.

Ιδού λοιπόν η απάντηση στο αρχικό μας ερώτημα! Το διάκενο στις ράγες των Αμερικανικών σιδηροδρόμων εξηγείται, αφού 2.000 χρόνια νωρίτερα, σε μιαν άλλη ήπειρο, οι ρωμαϊκές άμαξες κατασκευάζονταν ανάλογα με το φάρδος που έχουν τα καπούλια δύο αλόγων.
Υπάρχει και μια προέκταση αυτής της ιστορίας με το διάκενο στις ράγες και τη σχέση που έχει με τα καπούλια των αλόγων: Αν δει κανείς το αμερικανικό διαστημικό λεωφορείο στην εξέδρα εκτόξευσής του, μπορεί να παρατηρήσει δύο πλευρικές δεξαμενές καυσίμων που είναι στηριγμένες εκατέρωθεν της κεντρικής δεξαμενής. Η εταιρεία που κατασκευάζει αυτές τις δεξαμενές εδρεύει στην Γιούτα. Θα ήθελαν να τις κάνουν μεγαλύτερες, αλλά οι δεξαμενές αποστέλλονται σιδηροδρομικώς στο σημείο εκτόξευσης. Η σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ του εργοστασίου και του Ακρωτηρίου Κανάβεραλ περνά από μια σήραγγα, κάτω από τα Βραχώδη Ορη. Αυτή η σήραγγα περιορίζει το μέγεθος των δεξαμενών στο πλάτος που έχουν τα καπούλια δύο αλόγων.
Ετσι, το πλέον εξελιγμένο μεταφορικό μέσον του κόσμου, το διαστημικό λεωφορείο, εξαρτάται από το φάρδος του κώλου ενός αλόγου. Οι τεχνικές προδιαγραφές και η γραφειοκρατία είναι αθάνατες!

Επομένως, την επόμενη φορά που θα βρεθείτε να κρατάτε στα χέρια σας παράξενες προδιαγραφές και θα αναρωτιέστε ποιος ...κώλος τις επινόησε, μάλλον θα έχετε θέσει το σωστό ερώτημα!

Σάββατο, Οκτωβρίου 08, 2005

Καραγκιόζης

(…)
Δεν υπάρχει λαός στην Ευρώπη που να διασκεδάζει με τον Καραγκιόζη του Θεάτρου Σκιών. Μόνον στην Ελλάδα θεωρείται στην πράξη λαϊκό θέαμα (και για τα παιδιά) ο Καραγκιόζης, ό,τι πιο ελεεινό και τρισάθλιο κυκλοφορεί στον πλανήτη τα τελευταία χίλια χρόνια. Ποιος είναι ο Καραγκιόζης; Ενας “ήρωας” γεμάτος από κουσούρια. Χωρίς ένα (έστω ένα) προσόν. Αυτός, λοιπόν, ο κατασιχαμένος, ο κατάπτυστος τύπος που θα πρέπει να προκαλεί την περιφρόνηση, τον αποτροπιασμό, αυτός, ο Καραγκιόζης, κερδίζει σχόλια θετικά από την ψευτοδιανόηση της Ελλάδος.
Κλέφτης; Αρχικλέφταρος ο μακρυχέρης Καραγκιόζης. Και αρχιψεύταρος. Και παμπόνηρος. Και χυδαίος υβριστής. Και μέγας γλειψιματίας της εξουσίας, δεν διστάζει να καρφώσει στον Πασά ακόμα και φιλαράκια, ακόμα και ανθρώπους που του συμπαραστέκονται. Ασε το πόσο αισχρά φέρεται απέναντι στη γυναίκα του και στα ίδια του τα παιδιά.
Αυτό, όμως, που αληθινά σοκάρει για τη στάση των ιερέων της ψευτοκουλτούρας στην Ελλάδα, είναι ότι ο Καραγκιόζης πρόκειται για τη σούπερ αρχιτεμπέλα. Ενα βρομερό τεμπελόσκυλο είναι αυτό το κοπρόσκυλο. Και σου λεει ο Καραγκιόζης γιατρός, ο Καραγκιόζης αστυνόμος, ο Καραγκιόζης συμβολαιογράφος, μπογιατζής, γεωπόνος, υδραυλικός, καπετάνιος. Για όλα είναι ικανός ο Καραγκιόζης. Ολα, δηλαδή, μπορεί να τα παραστήσει ότι τα κάνει. Αυτό κι αν είναι το ΠΙΟ ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΟ μήνυμα προς τη νεολαία του τόπου. Δηλαδή; Δεν χρειάζεται το παιδί να κοπιάσει, να σπουδάσει, να γνωρίσει, να ερωτευθεί αυτό με το οποίο θα ασχοληθεί επαγγελματικά. Δεν έχει καμία αξία η γνώση, η μύηση, η ικανότητα, η εμπειρία. Αυτός που θέλει θα κονομήσει, αρκεί να είναι σπρωχτός, λαμόγιο, της προσκολλήσεως, της αρπαχτής.
Από την Ανατολή ήρθε ο Καραγκιόζης. Ποια Μαρία Κάλας; Ποιος Παρθενώνας; Το αποχωρητήριο της τέχνης, ο καμπινές της μουσικής θα οσιοποιηθεί με τα τραγούδια του Καζαντζίδη και τις φιγούρες του Καραγκιόζη.
Νίκος Καραγιαννίδης
"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
18 Σεπτεμβρίου 2005

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 25, 2005

Αντρέας Γκρασλ

Ηταν βυθισμένος σε μια μελωδικά βουβή απομόνωση για περίπου τέσσερις μήνες, όταν την περασμένη εβδομάδα έλυσε επιτέλους τη σιωπή του και μας έδωσε την απάντηση που… δεν θέλαμε στον γρίφο «Ποιος είναι ο “Πιανίστας”;».
Ο μυστηριώδης άγνωστος είχε συγκινήσει όλο τον κόσμο, όταν, τον περασμένο Απρίλιο, εντοπίστηκε να τριγυρνά άσκοπα στους δρόμους του Κεντ της Μεγάλης Βρετανίας. Ηταν μόνος, φορούσε βρεγμένο κοστούμι και φαινόταν φοβισμένος. Αδυνατούσε να επικοινωνήσει με το περιβάλλον του, δεν ήταν καν σε θέση να δηλώσει την ταυτότητά του στις Αρχές και διακομίστηκε σε ψυχιατρική κλινική της πόλης. Οι υπεύθυνοι του ιδρύματος προσπάθησαν με κάθε τρόπο να εκμαιεύσουν το όνομα ή την εθνικότητα του βουβού φιλοξενούμενού τους. Απευθύνθηκαν σε μεταφραστές, σε ειδικούς, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, ώστε να μάθουν κάποια στοιχεία για τη ζωή του. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον μυστηριώδη άγνωστο και ευαισθητοποίησαν την παγκόσμια κοινή γνώμη.
Το πρώτο κομμάτι του παζλ έδωσε ο ίδιος ο ψηλός, ξανθός, νέος άντρας, όταν πήρε ένα χαρτί και ζωγράφισε ένα πιάνο. Τότε οι πρώτες πληροφορίες ανέφεραν ότι αποδείχθηκε βιρτουόζος πιανίστας και έπαιξε εξαιρετικά για πολλές ώρες. Οι Αρχές επικοινώνησαν με πολλές ορχήστρες και μουσικά σύνολα από όλο τον κόσμο, προσπαθώντας να προσδιορίσουν την ταυτότητά του. Από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα έφταναν συγκεχυμένες πληροφορίες. Αλλοι τον ήθελαν Γάλλο, άλλοι Βρετανό, άλλοι Νορβηγό.

Η αγωνία έλαβε τέλος πριν από λίγες μέρες. Ξαφνικά, ο ντροπαλός άντρας μίλησε σε μια νοσηλεύτρια. Οταν εκείνη, όπως κάθε μέρα, τον ρώτησε αν θα μιλήσει, εκείνος απάντησε «ναι, σήμερα νομίζω πως ναι!». Ακολούθως, δήλωσε ότι είναι Γερμανός και ομοφυλόφιλος. Οι γερμανικές Αρχές επιβεβαίωσαν ότι πρόκειται για τον εικοσάχρονο Αντρέας Γκρασλ. Εφτασε στη Βρετανία από τη Γαλλία, όπου φέρεται να είχε υποστεί νευρικό κλονισμό με συνέπεια την απώλεια της μνήμης του. Οταν τον εντόπισε η Αστυνομία ήταν έτοιμος να αυτοκτονήσει και ταραγμένος καθώς ήταν, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο πρώην άγνωστος έχει πλέον επιστρέψει στους γονείς του στη Γερμανία.
Τελικά δεν είναι (όπως είχε προβληθεί) μια βασανισμένη ιδιοφυΐα. Η ιστορία που θύμιζε λίγο από κινηματογραφική ταινία, “ξεφούσκωσε”. Μάλιστα, ορισμένες βρετανικές εφημερίδες σημείωναν ότι ο άντρας μπορούσε κάλλιστα να μιλήσει εξαρχής, αδυνατούσε να παίξει έστω και μία νότα στο πιάνο και δεν ήταν αυτιστικός, όπως αρχικά θεωρήθηκε. Στα δημοσιεύματα απάντησαν οι Γερμανοί δικηγόροι που πλέον εκπροσωπούν τον νέο άντρα, κατόπιν σχετικής εντολής του πατέρα του, τονίζοντας ότι ο Αντρέας Γκρασλ πάσχει από βαριά κατάθλιψη και «φυσικά και παίζει αριστοτεχνικά πιάνο».
Κατόπιν τούτων, τα ερωτήματα μένουν αναπάντητα. Ο εικοσάχρονος Γερμανός ήταν ένας φαρσέρ που πρόδωσε τον –διψασμένο για μυστήριο- κόσμο ή ένας πραγματικά ευαίσθητος άνθρωπος του οποίου η ψυχική ισορροπία κλονίστηκε, δίνοντας τροφή στα Μέσα Ενημέρωσης που οργίασαν, επινοώντας ακόμη και ψεύτικες λεπτομέρειες ώστε να προσδώσουν ακόμα μεγαλύτερο σασπένς στην υπόθεση; Αφού οι γονείς του τον έψαχναν, γιατί δεν είχαν έρθει σε επικοινωνία με τις βρετανικές Αρχές όταν, από τις αρχές Μαΐου, το δράμα του άγνωστου “πιανίστα” απασχολούσε τα Μέσα Ενημέρωσης σε όλο τον δυτικό κόσμο;

"ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ"
28 Μαΐου 2005

Σάββατο, Ιουλίου 02, 2005

Δημήτρης Καρίτσας

Τα κανονικά παιδιά
Γεννιούνται κανονικά
Μεγαλώνουν κανονικά
Ονειρεύονται κανονικά
Ερωτεύονται κανονικά
Και πεθαίνουν κανονικά

Ω! (Πες μου) μαμά
Πες μου τι γίνεται μ' εκείνα τα παιδιά
Που αν και γεννιούνται κανονικά
Δε μεγαλώνουν κανονικά
Δεν ονειρεύονται κανονικά
Ούτ' ερωτεύονται κανονικά
Πες μου αν πεθαίνουν κανονικά
Πες μου, πεθαίνουν;
Πες μου αν πεθαίνουν κανονικά
ΤΑ ΚΑΝΟΝΙΚΑ ΠΑΙΔΙΑ
(στίχοι του Γιάννη Αγγελάκα)

Πέμπτη, Ιουνίου 16, 2005

Χαρίλαος Φλωράκης

«Δεν το ονοματίζω τούτο το χαρτί διαθήκη για το λόγο ότι δεν έχω τίποτα να διαθέσω. Ο,τι βιός είχα το έχω δώσει στο Κόμμα, στο Κόμμα στο Κ.Κ.Ε. με τα γνωστά σύμβολά του, τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία του, το πρόγραμμά του και τις αρχές του. Πολιτικά δεν έχω επίσης τίποτα να αφήσω. Ο,τι είχα το έδωσα με τη συγκεκριμένη δράση μου. Να αφήσω πολιτικές ορμήνιες δεν το θεωρώ σοβαρό.
Θέλω να επιστρέψω και να ταφώ στον τόπο που γεννήθηκα, το Παλιοζογλώπι, και συγκεκριμένα στον Αϊ-Λια για να ‘χω αγνάντιο. Ο τάφος να είναι απλός, μόνο να φραχτεί για να μη με ξεχώσουν τα αγρίμια. Δεν θέλω λόγους και στεφάνια. Αυτά να εκφραστούν με βοήθεια στο Κόμμα.

Γεια σας...».
Χαρίλαος Φλωράκης

Κυριακή, Ιουνίου 12, 2005

Αετός και σκαθάρι

Ενας αετός κυνηγούσε ένα λαγό κι επειδή ο λαγός δεν έβρισκε κανέναν εκείνη τη στιγμή να τον βοηθήσει, σαν είδε ένα σκαθάρι, ζήτησε την προστασία του. Το σκαθάρι του ‘δωσε θάρρος και, μόλις είδε τον αετό να ‘χει πλησιάσει, τον παρακάλεσε να μην του αρπάξει τον ικέτη του. Ο αετός τον αψήφησε για το μικρό του μπόι και καταβρόχθισε μπροστά στα μάτια του το λαγό. Το σκαθάρι τού το κράτησε αυτό κι από ‘κείνη τη στιγμή παραφύλαγε να δει πού θα έστηνε ο αετός τη φωλιά του και κάθε φορά που γεννούσε αυγά αυτός, το σκαθάρι ανέβαινε, αιωρούνταν για λίγο στον αέρα, κυλούσε τ’ αυγά και τα ‘κανε κομμάτια. Ο αετός απελπισμένος κατέφυγε στον Δία και του ζήτησε ένα ασφαλές μέρος για τα μικρά του. Ο Δίας του επέτρεψε τότε να γεννήσει στον κόρφο του, μα το σκαθάρι τα είδε όλα, έφτιαξε μια μπάλα από κοπριά, πέταξε ψηλά και, σαν έφτασε πάνω απ’ τον κόρφο του Δία, την άφησε να πέσει. Καθώς ανασηκώθηκε ο Δίας, θέλοντας να τινάξει από πάνω του την κοπριά, ξεχάστηκε κι έριξε κάτω τ’ αυγά.
Κι από τότε, όπως λένε, όταν βγαίνουν τα σκαθάρια, οι αετοί δεν γεννούν.
Αίσωπος

Κυριακή, Ιουνίου 05, 2005

Φρικαλεότητα χωρίς τέλος

Περισσότερες από 320.000 φώκιες θανατώθηκαν από τον Απρίλιο ώς τον Μάϊο για εμπορικούς σκοπούς στον Καναδά, και η φρικαλεότητα συνεχίζεται. Με σκοπό την κινητοποίηση των πολιτών όλου του κόσμου, η καναδική περιβαλλοντική οργάνωση Sea Shepherd ανακοίνωσε την προκήρυξη διαγωνισμού με έπαθλο ένα ταξίδι με ελικόπτερο στον παγωμένο κόλπο του Σεν Λόρενς, κατά το οποίο ο νικητής θα έχει την ευκαιρία να δει από... ψηλά τις φώκιες να γεννούν τα μικρά τους. Το βραβείο θα απονεμηθεί στο άτομο ή τον φορέα που θα εξασφαλίσει τις περισσότερες υπογραφές για το μποϊκοτάζ κατά των καναδικών αλιευτικών προϊόντων, το οποίο έχει προκηρύξει η Sea Shepherd. Για περισσότερες πληροφορίες, www.seashepherd.org
>"Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ"
22 Μαΐου 2005

Σάββατο, Μαΐου 21, 2005

Ευτυχία

Και τώρα θα σας πω μια ιστορία με έναν ταλαιπωρημένο γάτο που μου έδωσε τον ορισμό της ευτυχίας:
Ενα πιτσιρίκι βρήκε στο δρόμο του ένα γατί. Το πήρε σπίτι του και φώναξε τον πιο αγαπημένο του φίλο να το δει κι αυτός. Υστερα κάθισε κι έγραψε στο ημερολόγιό του: «Ευτυχία είναι να βρίσκεις στο δρόμο σου ένα μικρό γκρίζο γατί, να το παίρνεις στο σπίτι σου και να το ταΐζεις. Και να σε ρωτά ο φίλος σου, ο Γιώργος, πού το βρήκες αυτό το γατί και να του λες στο δρόμο και να το αγαπάει κι αυτός!».
Μαλβίνα Κάραλη

Κυριακή, Μαΐου 15, 2005

Μήτσος

Το χελιδονάκι ακούει στο όνομα Μήτσος και “δε μασάει”. Κάνει τις πιο τρελές βουτιές, χάνεται στα ύψη, τσακώνεται κι αυθαδιάζει. Με το τέλος του καλοκαιριού, ο Μήτσος αρνείται τον κομφορμισμό των άλλων χελιδονιών - να μεταναστεύσουν σε τόπους πιο θερμούς. Οι γονείς και οι φίλοι του τον προειδοποιούν ότι θα περάσει δύσκολες μέρες. Τίποτε ο Μήτσος... Παραμένει.
Με τις πρώτες σταγόνες της βροχής αρχίζει ένα σφίξιμο στην καρδιά του αντάρτη. Με τον παγωμένο βοριά η καρδούλα του τρέμει. Κι όταν οι πρώτες νιφάδες χιονιού τον ακουμπούν, ο Μήτσος, τρομοκρατημένος, παίρνει το δρόμο της ξενιτιάς. Ο δρόμος όμως είναι μακρύς και παγωμένος, ο Μήτσος εξαντλημένος, τσακίζεται σ' ένα στάβλο. Τον πλησιάζει η αγελάδα και τον... θάβει κάτω από τη φρέσκια και ζεστή κοπριά της. Ο Μητσάρας ζωντανεύει και -φραπ, φρουπ- βγάζει το κεφάλι του από την κοπριά. Και τότε... τότε τον παίρνει είδηση η γάτα. Τον πλησιάζει και -χλατς- τον κάνει μια μπουκιά.

Ηθικά διδάγματα της ιστορίας του τσαμπουκαλεμένου χελιδονιού, που άκουγε στο όνομα Μήτσος:
1.
Οποιος σε ρίχνει στα σκατά δεν είναι υποχρεωτικά εχθρός σου.
2. Οποιος σε βγάζει από τα σκατά δεν είναι υποχρεωτικά φίλος σου.

3. Αμα σ' αρέσουν τα σκατά, τουλάχιστον κάτσε μέσα σ' αυτά ήσυχος για να μην σε κάνουν τσακωτό.

Σάββατο, Μαΐου 14, 2005

See You, See Me

Περνάω τις νύχτες μου στο SeeUCM. Είναι μια νέα εφαρμογή του Inetrnet: μιλάς με κάποιον και, ταυτοχρόνως, τον βλέπεις στην οθόνη σου. Την ίδια ώρα σε βλέπει και αυτός. Λίγοι το ξέρουν και το χρησιμοποιούν (κυρίως για να αυνανίζονται), αλλά όλο και κάποια φιλέρημη καρδιά εμφανίζεται στην οθόνη σου. Το σύστημα δουλεύει full time. Οταν ο μισός κόσμος πέφτει για ύπνο, ο άλλος μισός ξυπνάει. Οταν οι μισές πόλεις κρυώνουν, οι άλλες μισές έχουν καύσωνα. Χθες βράδυ μιλούσα μ' έναν στο Σίδνεϋ - «σε παρακαλώ», του είπα, «κάνε μου λίγο έτσι την κάμερα, θέλω να δω το καλοκαίρι απ' το παράθυρό σου».
Μερικοί είναι βάναυσοι, ζουμάρουν αμέσως στα γεννητικά τους όργανα, ανασαίνουν βαριά - δεν λένε τίποτα. Στο ψηφιακό σεξ, το πιο πολύτιμο κι απρόσιτο μέρος του κορμιού είναι το πρόσωπο - λίγοι το δείχνουν, και μόνο όταν νιώσουν εμπιστοσύνη: στο δίκτυο τελείται ένα άέναο, απρόσωπο όργιο, όπου όλοι κρύβονται πίσω από χονδροειδείς ρόλους και η πραγματική επικοινωνία στάζει απ' τα καλώδια σαν τρύπιος τενεκές.
Μια νύχτα βαρέθηκα. Αφού πρώτα είχα περιπλανηθεί σε δεκάδες δωμάτια, είχα δει τόνους κρέας, μέλη σαν άρρωστα απ' το γαλάζιο φως της μοναξιάς και κανένα πρόσωπο - "μπήκα" σ' ένα δωμάτιο στη Νέα Υόρκη που το αναγνώρισα αμέσως από ένα πόστερ του "Εναστρου ουρανού της Αρλ". Μου είχε εντυπωθεί από ένα προηγούμενο surfing - γιατί συνήθως τα δωμάτια των κομπιουτεράδων είναι γεμάτα ράφια, στερεοφωνικά και μισογεμισμένα σύνθετα: αυτό το δωμάτιο είχε κάτι το διαφορετικό. Μια αίσθηση συνειδητής (και συνεπώς ποιοτικής) παραίτησης, σαν Γκόλντιν με ολίγη από Εντουαρντ Χόπερ. «Hello», είπα στο σώμα που στεκόταν, ακέφαλο, μπροστά στην κάμερα. «Δείξε μου το πρόσωπό σου». Το σώμα δίστασε, έμεινε ακίνητο, ή έκανε κάποιες ημιτελείς χειρονομίες - ξυνόταν, τίναζε το τσιγάρο, ανασηκωνόταν στην καρέκλα του. «Δείξε μου έστω τα μάτια σου», είπα. Αργά αργά η κάμερα σηκώθηκε στο μισοφωτισμένο πρόσωπο. Ηταν ένα αγόρι γύρω στα 20, ξανθό, φακίδες, μ' εκείνη τη μελαγχολία απάθειας που έχουν οι τηνέιτζερ στα video clip των "Smashing Pumpkins". Κοιτούσε μ' ένα στυλ «λοιπόν, τι έγινε!», αλλά δεν έβγαζε μιλιά.
Ξημέρωνε Κυριακή, οι τελευταίοι ξενύχτες κορνάριζαν στην Πατησίων, κι εμένα μ' έπιασε το διαγαλαξιακό: αρχίζοντας απ' τον καιρό, πέρασα στη μουσική, κι έφτασα στην αγάπη - και του διηγήθηκα (πράγμα που δεν έχω ξανακάνει) ολόκληρη τη ζωή μου, δίχως το παραμικρό εφέ. Με είχε πιάσει κάτι ακατάσχετο, μπροστά σ' ένα σχεδόν παιδί, και του έλεγα, του έλεγα, του έλεγα, μέχρι που ο ήλιος φώτισε χλωμά και κατακόρυφα τους δρόμους. Τα μάτια μου είχαν πρηστεί και ο "indie-rocker" άκουγε με γερμένο το κεφάλι, κάτω από το πόστερ του Βαν Γκονγκ, που τώρα έμοιαζε με νύχτα πεσμένη στο νεροχύτη.
Γυρνώντας σπίτι, ένιωσα κάποια λύπηση για εμάς, τους ζωντανούς. Οι επικοινωνίες ακμάζουν κι εμείς δεν έχουμε άνθρωπο να μιλήσουμε. Το πρόσωπο του άλλου είναι το νέο γεννητικό του όργανο - το νέο πολιτισμικό ταμπού. Γιατί; Γιατί κανείς πραγματικά δεν μας κοιτάει. Στο "See you, see me" οργιάζουν όλοι οι ψυχικώς αόμματοι, μάτια άδεια - δίχως καν τα ποιητικά μαργαριτάρια μες στις κόγχες τους, που υπάρχουν στο σαιξπηρικό ναυάγιο του βασιλιά.
Μας άξιζε τέτοια ζωή; Και πως ξεχάσαμε ότι η ζωή, το φως, η θάλασσα, η αγάπη των σωμάτων - δεν είναι αυτονόητα, αλλά ένα δώρο αδιανόητο, που οφείλουμε να το εξαντλούμε κάθε στιγμή;
Πίνοντας ένα milko στην κουζίνα, είδα έναν κοκινολαίμη στο φύλλωμα της νεραντζιάς, να με κοιτάει. Κι είπα να δώσω στη βδομάδα μου ακόμα μια ευκαιρία. Πάλι...
Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
"Εικόνες του Κόσμου"
Απρίλιος 1997